1972 ή ’73. Με το πρώτο του βιβλίο φρέσκο στα βιβλιοπωλεία, εμφανίστηκε στο σπίτι μου, τότε Κριεζώτου 4, ωραίος, ευγενής, αβρός και ήπιος. Μιλήσαμε κατ’ ιδίαν ή σε παρέα πάνω στα ζητήματα που τότε εκάλυπταν την απόγνωση της νεότητας. Ήμουν επηρμένος και ανόητος, ήταν ταπεινόφρων και στοχαστικός. Αισθανόμουνα ότι με επηρέαζε ευεργετικά, πράγμα που αυτομάτως με εξόργισε.
Ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του. Μιλούσε απεναντίας πολύ για τα πράγματα της κοινωνίας, δίνοντας συχνότατα έναν επιγραμματικό χαρακτήρα στο κλείσιμο της φράσης του. Διατηρήσαμε στην πρώτη πενταετία μια αραιή πλην εγκάρδια σχέση. Είχαμε κοινούς γνωστούς και μερικά κοινά στέκια.
Δυο φορές μου φέρθηκε μεγαλόψυχα, μνημονεύοντας με τιμητικά μεταξύ των ποιητών που τον ενδιέφεραν, και δυο φορές ατάκα τον λοιδόρησα δημοσίως, με γραπτά που μένουν και μ’ ενοχλούν ακόμη και σήμερα. Δεν έδωσα δημοσίως συνέχεια.
Μερικές φορές με κοίταζε πληγωμένος εν μέσω αστεϊσμών και κουλτούρας, αλλά ήταν πολύ ευγενής για να με προσβάλει-ήξερε ότι ήμουν βάρβαρος και με βαρβάρους μπορείς μόνον να περιμένεις.
Από τους σεισμούς κι έως την φυγή του προς την Αίγυπτο, βρεθήκαμε αρκετές φορές στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, στη Σοφούλη, ακόμη κι όταν ζούσε εκεί ο Γιώργος Σαββίδης, είτε στο λοφώδες κτήμα του στον Πλαταμώνα. Συχνά εκεί ο σοφός Μαρωνίτης, η γενναία Τζίνα Πολίτη, πάντοτε η γοητευτική Πόπη, παιδιά, ήρεμες συνήθειες βρώσης και πόσης, σπινθηροβόλες συζητήσεις, πολλά γέλια, κάποτε σαρδώνεια. Στα ενδιάμεσα, συνέχιζα να εκνευρίζομαι δημοσίως με τα νεορθόδοξα και τα αγαπητικά του (αφιερώνοντας του πάντως ένα μιούζικαλ που έγραψα το 1985), αλλά όταν ξέσπασε το μακεδόνικο, παρότι δεν συμφωνούσε με την Χάρτα μου, απομονωθήκαμε τρεις τέσσερις φορές σε φουαγιέ επαρχιακών συνεδρίων και μου ζήτησε (με διάθεση να κατανοήσει) στοιχεία τεκμηριωτικά, ιστορικά και ιδίως του μεσοπολέμου. Στο βλέμμα του δεν υπήρχε η αθηναϊκή απαξιωτική απαρέσκεια. Ήταν ένας πεδινός, που η εικοσαετής σχέση του με ένα καμποτίνο, του έδινε θυμοσοφία.
Δεν γνώρισα πιο σκληρόν και πειθαρχημένον εσωτερικά άνθρωπο. Η δισενιαύσια επίσκεψη του Χάρου στο σώμα του δεν άφηνε ουλές, αλλά ανοιχτές διώρυγες. Ήταν καμωμένος για το Πανδιδακτήριο, ήταν αφοσιωμένος στην καταλλαγή, ήταν αριστοκρατικός και γι’ αυτό αόρατος.
Τελικά, μετά τον θάνατο του, οπότε είχα γραικωθεί αρκετά, τυλίχτηκα μέσα στο λίπος Ζελιάνας, στα μάτια μερικών επιζώντων. Κι ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω για την χάρη του. Ανήκε σε ένα μέγεθος και σε μια ποιότητα που με υπερβαίνει.Και σε εποχή θορύβων και σειρήνων, ορκίζομαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φωνή του.”
Π.Θ, 1998, εφημερίδα “Θεσσαλονίκη”. Αναδημοσιεύτηκε σε αρκετά έντυπα, έως το 2002