Η πιο επικίνδυνη «δημιουργία» του Εμφυλίου στις δομές του επίσημου κράτους ήταν ο τυπικά και ουσιαστικά παρακρατικός ΙΔΕΑ. Ένας σύνδεσμος πολλών εκατοντάδων αξιωματικών (γίνεται λόγος για 2.500) οι οποίοι οργανώθηκαν και συσπειρώθηκαν αρχικά σε αντικομμουνιστική βάση, στη συνέχεια όμως απέβλεπαν σταθερά στην ποδηγέτηση ή και την κατάληψη της εξουσίας: υπάρχει η ομολογημένη επιδίωξη για «δικτατορία του ΙΔΕΑ».
Ο μόνος λόγος που δεν επιχείρησαν πραξικόπημα από τα τέλη του 1944 έως και τη λήξη του Εμφυλίου είναι η σαφής αντίθεση – απαγόρευση των Βρετανών και των Αμερικανών σε μια τέτοια εξέλιξη, λόγω των διεθνών συνθηκών της εποχής. Άλλωστε ο στρατός από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε πλούσια παράδοση πραξικοπημάτων και δικτατορικών κυβερνήσεων.
Ο ΙΔΕΑ, ωστόσο, έκανε το πραξικόπημά του αμέσως μόλις του δόθηκε η ευκαιρία, δηλαδή μόλις χαλάρωσε κάπως η αυστηρή Αμερικανική επίβλεψη, στα 1951. Σ’ αυτό μάλιστα πήρε μέρος, ως λοχαγός, και ο Δημήτριος Ιωαννίδης. Το πραξικόπημα κατεστάλη με την απλή εμφάνιση του Παπάγου, ο οποίος (καθοδηγούμενος πολιτικά από τον Μαρκεζίνη, που απέβλεπε στη δική του επικράτηση, μέσω του Παπάγου) για χρόνια προετοίμαζε την ανάδειξή του σε νόμιμο κυβερνήτη – κάτι που συνέβη λίγο αργότερα. Οι πραξικοπηματίες έμειναν ατιμώρητοι, γεγονός που υποδείκνυε ότι το πλέγμα εξουσίας της εποχής αντιμετώπισε την απόπειρα εκτροπής ως απλή παρεκτροπή συμπεριφοράς κάποιων δικών του ανθρώπων. Μπορεί κανείς να υποθέσει μόνο τι εξελίξεις θα υπήρχαν αν οι πραξικοπηματίες του 1951 παραπέμπονταν σε στρατοδικείο με την κατηγορία της «στάσεως», για την οποία προβλεπόταν η ποινή του θανάτου.
Το μεγάλο παρακράτος ήταν άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνο για μια σειρά συνομωσιών, δολοφονιών και δολιοφθορών, από τη λήξη του Εμφυλίου ως την 21η Απριλίου 1967. Συμπεριλαμβάνονται η δίκη των αεροπόρων, οι εκτελέσεις «κατασκόπων», η έκρηξη της νάρκης στο Γοργοπόταμο, η δολοφονία του Λαμπράκη, το δήθεν σαμποτάζ του Έβρου και πολλά άλλα. Όλα αυτά έμειναν ουσιαστικά ατιμώρητα, αν και όλοι ήξεραν ποιοι κινούσαν τα νήματα ή (στην περίπτωση του Έβρου) ποιοι προστάτευσαν τον τρομοκράτη – προβοκάτορα Παπαδόπουλο.
Ο στρατός παρέμεινε φυτώριο συνομωσιών, εντός του οποίου σχηματιζόντουσαν και δρούσαν διάφορες ομάδες φιλόδοξων – τυχοδιωκτών αξιωματικών. Γνωστότερη και σημαντικότερη, εκ του αποτελέσματος, υπήρξε η ομάδα ΕΕΝΑ (Ένωση Ελλήνων Νέων Αξιωματικών) με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και μέλη της σχεδόν όλα τα μετέπειτα στελέχη της Χούντας, πλην Πατακού, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος και ένα βαθμό ανώτερος στην ιεραρχία.
Θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η εκκολαπτόμενη χούντα δρούσε σε καθεστώς παρανομίας, υπό αντίξοες συνθήκες κλπ. Δεν διατυμπάνιζαν βέβαια ότι είχαν ως στόχο την υφαρπαγή της εξουσίας, για λογαριασμό τους. Ήταν εκλεκτά στελέχη, ειδικά ο Παπαδόπουλος, στην υπηρεσία του μεγάλου «νόμιμου» παρακράτους, που κυριαρχούσε στο στράτευμα και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους (πχ ΚΥΠ), υπό την πολιτική και ηθική κάλυψη του Παλατιού. Οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ (Καραμανλής) τους χρησιμοποίησαν χωρίς ενδοιασμούς. Η βραχύβια κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (Παπανδρέου) προσπάθησε να τους εξουδετερώσει, με μεταθέσεις εκτός Αθηνών: ήταν όλοι, οι μελλοντικοί πραξικοπηματίες, ήδη γνωστοί ως ομάδα και ως πρόσωπα – και ο επικεφαλής τους Παπαδόπουλος σχεδόν διάσημος! Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (των «αποστατών»), προφανώς με την φροντίδα του μεγάλου παρακράτους, τους επανέφερε στην πρωτεύουσα σε θέσεις – κλειδιά.
Να σημειωθεί ότι το μεγάλο παρακράτος δεν σταμάτησε να λειτουργεί ανενόχλητο και να επιβάλει τους ανθρώπους του και στην περίοδο της κυβέρνησης Παπανδρέου. Για παράδειγμα, ο υποστράτηγος Σπαντιδάκης δεν αποστρατεύτηκε, με παρέμβαση των ανακτόρων, την ώρα που γινόντουσαν οι κρίσεις, απευθείας στον πρωθυπουργό. Αργότερα τοποθετήθηκε ως Αρχηγός ΓΕΣ. Στις παραμονές της χούντας ετοίμαζε τη χούντα των στρατηγών, σε συνεννόηση με το Παλάτι. Συνελήφθη από τους συνταγματάρχες και προσχώρησε σ’ αυτούς σε ελάχιστο χρόνο: χωρίς αυτόν (και τις δόλιες ενέργειές του για λογαριασμό του Παπαδόπουλου) δεν θα αχρηστευόταν το Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να συντρίψει τη χούντα της Αθήνας.
Δεν υπήρχε η παραμικρή πολιτική ή ιδεολογική (επί της αρχής) αντίθεση μεταξύ της μικρής χούντας που επικράτησε και του Παλατιού ή της ηγεσίας του στρατεύματος: κι αυτοί ετοίμαζαν τη δική τους χούντα, απλά ο Παπαδόπουλος, ικανότατος και αδίστακτος, τους πρόλαβε.
Αυτά ως προς τη μεγάλη πηγή της πολιτικής ανωμαλίας, το Παλάτι, και τους συνωμότες αξιωματικούς. Θεωρώ όμως ότι δεν υπήρχε περίπτωση επικράτησής τους (της μιας ή της άλλης χούντας) αν δεν υπήρχε μια ευρύτερη συναίνεση στον πολιτικό κόσμο της δεξιάς και μέρους του κέντρου, τουλάχιστον αυτού που αποτέλεσε τους «αποστάτες», στην ιδέα της εκτροπής, με κάποιες εξαιρέσεις. Όχι υποχρεωτικά μέσω στρατιωτικής δικτατορίας. Για να μην ασχολούμαστε με δευτερεύουσες περιπτώσεις, ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, ήδη αυτοεξόριστος, έκανε λόγο για κυβέρνηση έκτακτων εξουσιών, η οποία θα επανέφερε τον τόπο στη «σωστή πορεία». Είχε αναφέρει μάλιστα «προχείρως» τα ονόματα του Μαρκεζίνη και του Τσακαλώτου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ηγηθούν σε μια τέτοια προοπτική! Μια πρόταση που εύρισκε αντίθετο τον τυπικό αρχηγό της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, για τον οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Θεωρώ ότι το ουσιαστικό πρόβλημα πίσω απ΄ αυτές τις διεργασίες στην κεντρική πολιτική σκηνή, στο Παλάτι και στο στρατό ήταν η ισχυρή θέληση του «δεξιού κόσμου» να μην παραδώσει την εξουσία (την κυβερνητική – και πολύ περισσότερο την πραγματική) σε άλλα χέρια, δηλαδή στο κέντρο και τον Παπανδρέου. Έστω κι αν αυτό απαιτούσε εκτροπή. Φυσικά δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν «επισήμως» τον Γεώργιο Παπανδρέου ότι είχε «κομμουνιστικές» προθέσεις. Το έκαναν όμως ανεπισήμως, κατά κόρον: ο Παπανδρέου, έλεγαν, συνεργαζόταν και βοηθούσε τους κομμουνιστές, από τους οποίους κινδύνευε η χώρα. Ειδικά με την (υποτιθέμενη) σύμπραξή του ανερχόμενου ραγδαία τότε Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος θα έβγαζε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και θα την οδηγούσε στις αγκάλες «της Ρωσίας». Φυσικά κανένας κομμουνιστικός κίνδυνος δεν υπήρχε. Ο μόνος πραγματικός κίνδυνος ήταν η απώλεια της εξουσίας, κυβερνητικής και γενικότερης: γι’ αυτό ετοιμαζόταν η χούντα του μεγάλου παρακράτους, ενόψει των εκλογών του Μαΐου 1967, με τις ευλογίες του Παλατιού και συντονιστή τον εκλεκτό του Σπαντιδάκη.
Καμιά εκτροπή και πολύ περισσότερο καμιά χούντα δεν θα μπορούσε να γίνει αν ο κυρίαρχος πολιτικός κόσμος της εποχής, στο σύνολό του, δεν παρίστανε ότι φοβόταν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», ως πρόσχημα και ως άλλοθι για να εξακολουθήσει να κρατά την εξουσία για λογαριασμό του.
Ακόμα και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είπε, εκ των υστέρων, ότι κακώς πίστευε στον εν λόγω κίνδυνο «ως το τέλος του 1965». Αν δει κανείς τι δήλωναν δημόσια κορυφαίοι πολιτικοί όπως ο Ράλλης, ο Στεφανόπουλος και άλλοι λίγο πριν το πραξικόπημα, θα απορήσει γιατί δεν είχε επιβληθεί χούντα πολύ νωρίτερα, για να σωθεί ο τόπος από τον «κομμουνισμό»!
Στο μεταξύ η χούντα ετοιμαζόταν και αλώνιζε ανενόχλητη. Γιατί να μην το κάνει, όταν ο Μακαρέζος υπέβαλε στον υπουργό Εθνικής Άμυνας Παπαληγούρα έκθεση σύμφωνα με την οποία οι κομμουνιστές εξοπλίζονταν με χιλιάδες ρωσικά δίκαννα (τα οποία είχαν τροποποιηθεί σε… τρίκανα) και ο υπουργός αντί να τον πετάξει με τις κλωτσιές από τον στρατό, διέταζε «έρευνα». Η οποία κι όταν αποδείκνυε ότι ο Μακαρέζος διακινούσε ασύστολα και προφανώς κατασκευασμένα ψεύδη, δεν είχε καμιά συνέπεια για τον συνωμότη αξιωματικό. Ο οποίος, όταν ήρθε η ώρα, έδεσε (κυριολεκτικά) τον υπουργό και ολόκληρη την κυβέρνηση, μαζί με τη χώρα.
Ως συμπέρασμα μπορούμε να διατυπώσουμε την καθόλου ευχάριστη διαπίστωση ότι για τη χούντα 1967- 1974 φέρουν ευθύνες πάρα πολλοί απ’ όσους είχαν θεσμικά το καθήκον (και τα μέσα) να προστατέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα και να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του. Αντ’ αυτού, κύριο μέλημά τους ήταν η προστασία της προσωπικής τους εξουσίας, έστω κι αν αυτό για να εξασφαλιστεί θα χρειαζόταν μια μορφή εκτροπής, υπό τον έλεγχό τους. Αθέλητα αλλά αποφασιστικά βοήθησε σ’ αυτή την κατεύθυνση και η εν πολλοίς ανεύθυνη στάση της ηγεσίας και πολλών στελεχών της «Ενώσεως Κέντρου» – πέραν των «αποστατών» οι οποίοι φέρουν βαρύτατες ιστορικές ευθύνες για τις εξελίξεις που ακολούθησαν.
*
Εικόνα: Βενετούλιας Λουκάς, Οι Ανώτατοι 1970