Λίγες σκέψεις για τον άνθρωπο που διεύρυνε τον μουσικό ορίζοντα της Ραδιοφωνίας στην Ελλάδα.
Με την στήριξη του Μάνου Χατζιδάκι, η Σοφία Μιχαλίτση υλοποίησε το όραμα του Γιώργου Σισιλιάνου για το άνοιγμα της Δημόσιας Ραδιοφωνίας, προς όλα τα μουσικά ιδιώματα χωρίς αποκλεισμούς καλλιτεχνών και ρεπερτορίου.
Η ραδιοφωνική ιστορία της, ξεκινά αρχές δεκαετίας των ’60 με την πρόσληψη της στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (νυν ΕΡΤ), ως Παραγωγός Μουσικών Προγραμμάτων στο 3ο Πρόγραμμα που διηύθυνε τότε, ο Γιώργος Σισιλιάνος (1960 – 1962). Παράλληλα, η Σοφία, δραστηριοποιόταν και ως επιμελήτρια μουσικών θεμάτων για διάφορες παραστάσεις σε θέατρα. Κάποιες φορές, συνεργάστηκε και με την Γίτσα Βαλμά η οποία αναλάμβανε την επιλογή των ηχητικών εφέ. Η Γίτσα ήταν υπεύθυνη για τον εμπλουτισμό και την συντήρηση της σπουδαίας Ηχοθήκης, της Ε.Ρ.Τ.
Στη διάρκεια τη χούντας των συνταγματαρχών, το 3ο Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας περνά στα χέρια του μουσικού Κωνσταντίνου Νόνη (1967 – 1971), ο οποίος επέκτεινε τα «απαγορευμένα» του συντηρητικού Ε.Ι.Ρ.Τ. και σε έργα Ρώσων Συνθετών.
Το 1969, η Σοφία, αφού έγινε δεκτή με υποτροφία στο Eastern Illinois University του Σικάγο, ζητά από την διοίκηση ετήσια άδεια άνευ αποδοχών με σκοπό να μεταβεί στη Αμερική για ένα μεταπτυχιακό που αφορούσε μια έρευνα της στην ιστορία της μουσικής. Η διοίκηση απέρριψε την αίτηση αδείας της. Η Σοφία φεύγει για Αμερική και την απολύουν.
Το φθινόπωρο του 1971, με την επιστροφή της, δίνει εξετάσεις και την προσλαμβάνουν ξανά στη Ραδιοφωνία. Τότε, τα γραφεία των Παραγωγών Μουσικών Προγραμμάτων ήταν στους δύο τελευταίους ορόφους του κτιρίου της οδού Ρηγίλλης 4 που συνδεόταν με το διπλανό κτίριο της οδού Μουρούζη 16.
Την ίδια χρονιά λίγους μήνες πριν την επιστροφή της Σοφίας, ξεκινώ τα πρώτα ραδιοφωνικά βήματα μου με δύο εκπομπές ξένου ρεπερτορίου που έως τότε είχε ο Γιώργος Παπαστεφάνου με τίτλο «Μουσική για νέους» τις οποίες μού ανέθεσε με την σύμφωνη γνώμη τού Αντώνη Λάβδα που προΐστατο της Υπηρεσίας Μουσικών Προγραμμάτων. Έτσι, ο Γιώργος ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό που ήθελε από καιρό: Το ελληνικό ρεπερτόριο.
Εκεί, στα δοκιμαστήρια ακροάσεων μουσικού ρεπερτορίου γνώρισα και την Σοφία Μιχαλίτση η οποία ερχόταν συχνά για να ακούσει τα καινούργια «περίεργα» τραγούδια που προγραμμάτιζα για το ραδιόφωνο και που η ίδια άκουγε όταν ήταν στην Αμερική, όπως των: Led Zeppelin, Frank Zappa, Iron Butterfly, Electric Prunes, Allman Brothers Band, King Crimson, Marvin Gaye, Luiz Bonfa, Mahavishnu Orchestra κ.ά.
Μεταξύ συναδέλφων, συχνά συζητούσαμε τις αποφάσεις της Επιτροπής Ακροαμάτων & Θεαμάτων της οποίας τα μέλη στεγάζονταν στο υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης και ήταν αυτά που ενέκριναν ή απέρριπταν κατά την κρίση τους, υπό την σκιά του Θωμά Βαΐδη, τα παραγόμενα ηχογραφήματα (ακροάματα τα έλεγαν, τότε). Εκτός από τον περιορισμό της έκφρασης των πνευματικών δημιουργών, οι απαγορεύσεις αυτές στένευαν και τα περιθώρια των μουσικών επιλογών των παραγωγών του ραδιοφώνου. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτή η επιτροπή, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και την Επιτροπή Ακροάσεων που υπήρχε εντός του Ε.Ι.Ρ.Τ. καθώς και έναν Ταγματάρχη των Λ.Ο.Κ, τον Δημήτρη Λούκουτο, ο οποίος ήλεγχε έως και τα σπίτια μας στις 02:00 τα μεσάνυχτα προκειμένου να δει αν κρύβονται στα πατάρια μας δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη.
Στη Δισκοθήκη του Ε.Ι.Ρ.Τ, οι άνθρωποι του Λούκουτου, έσπαγαν με σφυρί, όσους δίσκους βρήκαν του αείμνηστου Μίκη και χάρασσαν με καρφί τα tracks άλλων άλμπουμ βινυλίου που έκριναν ως «απαγορευμένα» όταν αυτά ήταν ανάμεσα σε άλλα tracks που θεώρησαν κατάλληλα, προς μετάδοση. Διαφορετικά καταστρεφόταν ολόκληρο το άλμπουμ.
Σε αυτή τη φιλύποπτη και βαριά ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο εσωτερικό της ραδιοφωνίας για το: «Ποιος είναι τι; Τι πρεσβεύει; Γιατί μετάδωσε αυτό από το ραδιόφωνο;», οι παραγωγοί μουσικών προγραμμάτων έθεταν στους αρμόδιους, άλλου τύπου ερωτήματα:
– «Γιατί, τα μουσικά ακούσματα προερχόμενα από την Ανατολή, όπως το Ρεμπέτικο, τα θεωρούν οπισθοδρομικά και είναι απαγορευμένα;»
– «Γιατί το Αστικό λαϊκό τραγούδι μας θεωρείται είδος που κακοποιεί την μουσική;»
Δίπλα σε αυτά τα απαγορευμένα είδη, στο μάτι των λογοκριτών μπήκε και η rock μουσική.
Ο Μουσικός Διχασμός εξελισσόταν μπροστά μας με μένος:
– «Σοβαρά, κόψανε τραγούδια του Λοΐζου;»
– «Παιδιά: Κόψανε το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου!» Έξη μήνες μετά, στο πρακτικό της ίδιας επιτροπής και κάτω δεξιά του εγγράφου των στοίχων, η σημείωση με μαύρο στυλό και με ημερομηνία 28/11/1972, γράφει: «Με εντολή Γενικού διευθυντή να εγκριθεί ως έχει άνευ βελτιώσεων». Στην επιτροπή λογοκρισίας του υπουργείου, «Βελτιώσεις» εννοούσαν την αντικατάσταση ή τη διαγραφή λέξεων σε στοίχους.
Όταν από την επταετή περίοδο της δικτατορίας περάσαμε σε δημοκρατική κυβέρνηση με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η προληπτική λογοκρισία συνέχισε κανονικά το έργο της με πιο χαλαρά κριτήρια.
Η πρώτη μεταπολιτευτική και ελπιδοφόρα διοίκηση του Ε.Ι.Ρ.Τ, με τον Δημήτρη Χορν Γενικό Διευθυντή, τον Παύλο Μπακογιάννη αναπληρωτή του, τον Οδυσσέα Ελύτη πρόεδρο του Δ.Σ με μέλη τη Ζωρζ Σαρρή, τον Γιώργο Βέλτσο, τον Γιώργο Σισιλιάνο, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Παύλο Ζάννα, τον Κωστή Σκαλιόρα, και την Τατιάνα Γκρίτση – Μιλιέξ, παραιτείται λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της για λόγους ανεξάρτητους από αυτούς που έγραψαν οι εφημερίδες εκείνης της εποχής. Ωστόσο, στις συνεδριάσεις εκείνου του Δ.Σ, εγκρίθηκαν προτάσεις οι οποίες υλοποιήθηκαν αργότερα από τις προσεχείς διοικήσεις. Ήδη, από τη διοίκηση αυτή, με εισήγηση του Γιώργου Σισιλιάνου δημιουργήθηκε το άνοιγμα της εισόδου από τη οποία ο Μάνος Χατζιδάκις μπήκε και ανέλαβε την διεύθυνση της Δημόσιας Ραδιοφωνίας, από την νέα διοίκηση, όμως, των Αλέξη Σολομού και Άγγελου Βλάχου και με πρόεδρο του Δ.Σ. τον λογοτέχνη Ιωάννη Μιχαήλ Παναγιωτόπουλο.
Στέκομαι στις λεπτομέρειες εκείνης της μεταβατικής περιόδου διότι το κλίμα μακαρθικής ψύχωσης υποχρέωσε την κυβέρνηση να αλλάξει, μέσα σε μια διετία, τρεις διοικήσεις του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Το 1975 ο Μάνος Χατζιδάκις αναλαμβάνει τη Διεύθυνση Ραδιοφωνίας, θέση την οποία κατείχε για λίγο διάστημα ο Μπάμπης Πραματευτάκης, στενός συνεργάτης του Παύλου Μπακογιάννη από τις εκπομπές τους στη Βαυαρική Ραδιοφωνία στο Μόναχο.
Εκεί, ο Μάνος, γνωρίζεται με τη Σοφία Μιχαλίτση και συζητούν τις ιδέες της για τον μουσικό χαρακτήρα ενός ραδιοσταθμού. Παράλληλα, άρχισε να αντιλαμβάνεται το πόσο τον «στενεύουν» οι ίντριγκες από διάφορες μεριές, εντός και εκτός ΕΙΡΤ. Κινείται γρήγορα και αμέσως περιορίζει το ενδιαφέρον του στο 3ο Πρόγραμμα.
Τον Ιανουάριο του 1976, ο Χατζιδάκις, ανακοινώνει τις αποφάσεις του με τις οποίες αναθέτει στην Βίκη Βαρουτσή την διεύθυνση του 1ου Προγράμματος έχοντας από δίπλα της, τον Κυριάκο Σφέτσα και στην Σοφία Μιχαλίτση, την διεύθυνση του 2ου Πρόγράμματος τοποθετώντας δίπλα της, τον Βασίλη Ριζιώτη.
Σοφία και Μάνος, δυο άνθρωποι διαφορετικής φιλοσοφίας σχεδιασμού ραδιοφωνικού προγράμματος, ωστόσο, ισοδύναμοι σε σύλληψη και υλοποίηση ιδεών καταφέρνουν να πετύχουν μια συνεργασία που βρίσκει λύσεις.
Ο Μάνος, ως μουσικοσυνθέτης με διεθνή αναγνώριση και δημόσιο λόγο που τραβούσε συχνά το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για περαιτέρω δημοσιεύσεις, κουτσομπολιά και αναλύσεις, βασίστηκε πολύ στην επιλογή των προσώπων για τη διαμόρφωση του προγράμματος, του 3ου. Γι αυτό, όταν παραιτήθηκε, έπαψε το 3ο Πρόγραμμα να είναι αυτό που ο ίδιος δημιούργησε.
Αντιθέτως, η Σοφία Μιχαλίτση επί εξάμηνο και σε συνεργασία με την παραγωγό Μαρία Μαλατέστα έκαναν «ασκήσεις επί χάρτου» προκειμένου να ενσωματωθεί στο πλάνο του νέου προγράμματος, όλη η παλιά και η καινούργια φουρνιά παραγωγών που βρήκε να εργάζεται στο 2ο Πρόγραμμα, δίχως τα πρόσωπα να είναι δικής της επιλογής.
Αυτό που ουδείς μπορούσε να φανταστεί, λοιπόν, βγήκε στον αέρα ως πρόγραμμα στις 4 Σεπτεμβρίου του 1976, ημέρα Δευτέρα. Βαθύτατα επηρεασμένη από τον Χατζιδάκι κατάφερε να σχεδιάσει έναν πολυσυλλεκτικό Μουσικό Ραδιοσταθμό, ο οποίος σε τίποτα δεν θύμιζε τον παλιό. Η αναλογία ρεπερτορίου στο πρόγραμμα ήταν 60% Ελληνικό και 40% Διεθνές.
Καταργείται ο κατακερματισμός της ροής προγράμματος και, σε απ’ ευθείας μετάδοση, καθιερώνονται οριζόντιες ζώνες ωριαίου προγράμματος από Δευτέρα έως Παρασκευή και ωριαίες ζώνες το Σαββατοκύριακο. Οι μουσικοί παραγωγοί για πρώτη φορά εκφωνούν και παρουσιάζουν τα προγράμματα τους απ’ ευθείας και είναι υπεύθυνοι για το εκπεμπόμενο προϊόν τους.
Από το 1954 που ήρθαν τα πρώτα μαγνητόφωνα στην Ε.Ρ.Τ, όλες οι εκπομπές υποχρεωτικά ήταν ηχογραφημένες προκειμένου να ελέγχονται πριν μεταδοθούν και να παρουσιάζονται μόνον από εκφωνητές. Αυτό, σταμάτησε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1976!
Οι ορχήστρες και τα άλλα μουσικά σύνολα άρχισαν να παράγουν περιεχόμενο για τα μουσικά προγράμματα της Ραδιοφωνίας. Στήριξε τους Μουσικούς δημιουργούς, τους εκτελεστές μουσικών οργάνων, τους στιχουργούς -νέους και παλιούς- με ειδικά αφιερώματα. Το 2ο Πρόγραμμα έδωσε για πρώτη φορά βάση στα κοινωνικά θέματα και τόλμησε να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Το 2ο μετέδιδε πρόγραμμα 24ωρης διάρκειας λαμβάνοντας υπ’ όψη και τους μοναχικούς ακροατές του τις μεταμεσονύκτιες ώρες.
Τα απαγορευμένα, από το 1938 και «αδέσποτα» είδη, Ρεμπέτικο και Αστικό Λαϊκό τραγούδι, βρήκαν τη θέση τους, σε καθημερινά βραδινά προγράμματα και σε ειδικά αναλυτικά αφιερώματα, όπως του Σπύρου Παπαϊωάννου!
Στην ΕΡΤ, όπως όλοι γνωρίζουμε η ενημέρωση είναι μισή και κουτσή. Το ένδοξο παρελθόν της το συναντά κανείς στο επιμορφωτικό και στο ψυχαγωγικό πρόγραμμα της.
Η συνεισφορά, της Σοφίας, στη καλλιτεχνική δημιουργία της χώρας, είναι τεράστια κι η σημερινή διοίκηση της Ε.Ρ.Τ. οφείλει να τιμήσει τη μνήμη της ονομάζοντας το στούντιο του 2ου προγράμματος, «Σοφία Μιχαλίτση».
Το 2ο Πρόγραμμα, ήταν ένα δημιουργικό τσουνάμι με διάρκεια το οποίο κάποιοι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί προσπάθησαν, να το υιοθετήσουν ως μοντέλο. Καλή η προσπάθεια τους, αλλά εκείνο που τους λείπει είναι οι υποδομές και η ουσία της φιλοσοφίας η οποία λειτουργεί ως σχολή.