Στις 18 Νοεμβρίου, οι πρόεδροι του Ισραήλ και της Τουρκίας Ισαάκ Χέρτζογκ και Ταγίπ Ερντογάν είχαν τηλεφωνική επικοινωνία, η οποία εξελίχθηκε σε θερμό κλίμα όπως μεταδώθηκε ταυτοχρόνως στο Τελ Αβίβ και την Άγκυρα. “Οι συνομιλίες διεξάχθησαν σε κλίμα αμοιβαίας κατανόησης και εστιάσθηκαν σε θέματα κοινοή ενδιαφέροντος”, αναφέρεται σχετικά επισημαίνοντας, μάλιστα, πως ένα από αυτά αφορά τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Διπλωματικοί αναλυτές αναφέρουν πως πρόκειται για την πρώτη επικοινωνία σε αυτό το πολιτικό επίπεδο μετά από αρκετά χρόνια ψυχρότητας στις σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες μάλιστα έφτασαν κάποιες φορές ακόμα και σε απειλές και “πολεμική” ρητορική.
Την προηγούμενη ημέρα, ο Ταγίπ Ερντογάν υποδέχθηκε στην Άγκυρα τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ και υπέγραψαν μία γιγαντιαία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας των δύο χωρών που περιλαμβάνει την επέκταση της αγοράς ισπανικής καατασκευής εξοπλιστικών συστημάτων.
Ο Ερντογάν, όπως μεταδίδει το euractic, υπενθύμισε ότι η Τουρκία σε συνεργασία με την Ισπανία κατασκεύασε το αμφίβιο επιθετικό πλοίο του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού «Anadolu», το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί ως ελαφρύ αεροπλανοφόρο.
Ο Τούρκος Πρόεδρος πρότεινε επίσης την κατασκευή ενός ακόμη μεγαλύτερου αεροπλανοφόρου για τη χώρα του.
«Στόχος μας είναι να κατασκευάσουμε ένα μεγάλο αεροπλανοφόρο. Ίσως κάνουμε προσπάθειες και στον τομέα των υποβρυχίων. Θα κάνουμε αυτά τα βήματα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μαζί στην αμυντική βιομηχανία», είπε ο Ερντογάν.
Ο Ερντογάν πρόσθεσε ότι η στάση της Ισπανίας απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται ως «πρότυπο» από άλλα κράτη της ΕΕ και εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις επενδύσεις περισσότερων από 600 ισπανικών εταιρειών στην Τουρκία.
«Η παρουσία της ισπανικής τράπεζας BBWA είναι το πιο συγκεκριμένο σημάδι εμπιστοσύνης στην Τουρκία», είπε.
Η Ισπανία, όπως επισημαίνεται από διεθνή μέσα ενημέρωσης, αντιτίθεται στο αίτημα της Ελλάδας για κυρώσεις της ΕΕ κατά της Τουρκίας από την αρχή των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο για τις δραστηριότητες εξερεύνησης φυσικού αερίου.
Τον Οκτώβριο του 2020, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έστειλε επιστολή στους ομολόγους του από τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία, επισημαίνοντας την ανάγκη επιβολής εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ευρωπαίοι προμηθευτές όπλων στην Τουρκία.
Ειδικότερα, για την περίοδο 2015-2019, το 43% των εισαγωγών όπλων στην Τουρκία προέρχονταν από την Ιταλία και την Ισπανία.
Δικαίως, η συμφωνία Σάντσεθ-Ερντογάν έχει προκαλέσει την αντίδραση της Αθήνας.
Ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης Γιάννης Οικονόμου είπε ότι «εξυπακούεται» ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ σε θέματα που αφορούν «τις σχέσεις με την Τουρκία και τις προκλήσεις της τελευταίας και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου».
«Ο σοσιαλιστής Ισπανός πρωθυπουργός θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τη συνολική στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου», είπε ο Έλληνας αξιωματούχος.
Στην Αθήνα, οι επικριτές προτείνουν ότι η ισπανοτουρκική προσέγγιση δεν είναι τυχαία, ιδίως μετά την υπογραφή μιας στρατιωτικής συμφωνίας ορόσημο από την Ελλάδα και τη Γαλλία που παρέχει αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση που ένα μέρος δεχτεί επίθεση από τρίτη χώρα, ακόμη και αν η τελευταία ανήκει ΝΑΤΟ.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η Ισπανία δεν βλέπει θετικά την αυξανόμενη εμπλοκή της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει απόλυτο δίκιο σχετικά με το πολιτικό “unfair” του Ισπανού πρωθυπουργού. Αντίδραση, άλλωστε, προκάλεσε η κίνηση Σάντσεθ και από την αξιωματική αντιπολίτευση στην Μαδρίτη. Ο Πάμπλο Κασάντο, εκπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος τόνισε πως “μετά την επίσκεψη του Sánchez στην Τουρκία, εμείς στο Λαϊκό Κόμμα (PP) επαναλαμβάνουμε ότι υπερασπιζόμαστε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και της Κύπρου ως μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινής πολιτικής ασφάλειας και μετανάστευσης στις διεθνείς μας σχέσεις. “
Είναι επίσης σωστή η ελληνική επισήμανση πως η Ισπανία “σπάει” τις ευρωπαϊκές αποφάσεις σχετικά με την Τουρκία. Πόσο στέρεες και ειλικρινείς ήταν όμως αυτές οι αποφάσεις; Είναι γνωστό πως Ισπανία και Ιταλία αντιστάθηκαν, όντως, στις ελληνικές προτάσεις για κυρώσεις στην Τουρκία, η Γερμανία ήταν, όμως, εκείνη η χώρα που πρωτοστάτησε στο να μην επιβληθούν κυρώσεις. Και ο υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ, Χάϊκο Μάας ήταν εκείνος που επισκέφθηκε αρκετές φορές την Άγκυρα και ναρκοθέτησε τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εξωτερικών Υποθέσεων, ενώ ο Ύπατος Αρμοστής (Ισπανός) Ζοζέ Μπορέλ ήταν εκείνος που καθυστέρησε τις όποιες αποφάσεις και λειτούργησε -κατ΄ εντολή Μέρκελ- ως καταλύτης της ανεκτικής στάσης της ΕΕ απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα.
Το παιχνίδι, λένε αρκετοί, έχει χαθεί πολύ καιρό πριν και όχι, τώρα, με την επίσκεψη Σάντσεθ στην Άγκυρα.
Υπάρχει, ωστόσο, μια αλληλουχία γεγονότων που πρέπει να μας προβληματίσει: Η προσπάθεια “γεφυροποίησης” των σχέσεων Ισραήλ- Τουρκίας, η τουρκοϊπανική αμυντική συμφωνία ως αντίβαρο στην ελληνογαλλική,η επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Άγκυρα, η αποκάλυψη πως η άμυνα της Ουκρανίας (την οποία στηρίζουν οι Βρυξέλλες έναντι της Τουρκίας) βασίζεται στα τουρκικά drones, η δήλωση Ρώσων παραγόντων πως η Μόσχα θα στηρίξει την Τουρκία στην κατασκευή κινητήρων μαχητικών αεροσκαφών, και η συνέχιση αμερικανοτουρκικών διαβουλεύσεων σε υψηλό επίπεδο στο πλαίσιο της κατηγορηματικής θέσης του State Department και του ΝΑΤΟ για τον πολύ σημαντικό στρατηγικό ρόλο της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή.
Όλα αυτά δεν πρέπει να υποτιμώνται στο πλαίσιο του αφηγήματος για την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας (η οποία …καταρρέει εδώ και χρόνια) και της νέας υποτίμησης της τουρκικής λίρας. Ούτε να εντάσσονται στο “επιχείρημα” της απομόνωσης του Ερντογάν από το διεθνή παράγοντα. Ούτε, φυσικά, να θεωρούν κάποιοι πως είναι θέμα χρόνου το πολιτικό τέλος του Τούρκου προέδρου με αφορμή τις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών του 2023, σαν να πιστεύουν πως η “μετά τον Ερντογάν” εποχή θα σημάνει δια μαγείας την ύφεση της τουρκικής επιθετικότητας-πιθανώς θα ζήσουμε περαιτέρω κλιμάκωση δεδομένων των ακραίων απόψεων της κεμαλικής αντιπολίτευσης και του κυβερνητικού εταίρου Μπαχτσελί.
Η Ελλάδα πέτυχε να αναβαθμίσει την γεωπολιτική μετοχή της με τις δύο συμφωνίες: με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Αυτό είναι ακριβές και σημαντικό. Αυτό, όμως, δεν σήμανε τη λήξη του γεωπολιτικού παιχνιδιού. Ο Ερντογάν δεν είναι απομονωμένος, όχι επειδή δεν πιέζεται (κυρίως για την αντι-ΝΑΤΟϊκή στάση του με την συνεργασία με τη Ρωσία), αλλά επειδή ηγείται μιας χώρας που γεωστρατηγική έχει πολύ μεγάλη αξία για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη (Συρία, Ιράν, προσφυγικό, Λιβύη κ.ά). Η αντίληψη περί “απομόνωσης” δρα αποπροσανατολιστικά, όπως και η άποψη ότι με τα Rafale και τις Belharra, ή ότι με την επέκταση της αμερικανικής παρουσίας στη χώρα μας, η Ελλάδα έχει αποκτήσει υπεροπλία.