Κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη το πρόστιμο των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών είναι «αντίτιμο υγείας».
Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ – και τον καθηγητή και σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα Γρηγόρη Γεροτζιάφα – είναι «χαράτσι πινοσετικής έμπνευσης».
Κατά τον υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη μπορεί να είναι και βαθιά αντιδημοκρατικό μέτρο. Διότι ήταν ο ίδιος ο Αδωνις Γεωργιάδης που μόλις πριν από λίγες μέρες διακήρυττε από το τηλεπαράθυρο του Σκάι πως «ένα δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να βάλει κάποιον με το ζόρι να εμβολιαστεί».
Κατά τον συνταγματολόγο Γιώργο Κασιμάτη, επίσης, είναι μέτρο κατάφωρα αντισυνταγματικό, κατά τον καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη ουδεμία παραβίαση του συντάγματος υφίσταται καθώς τίθεται ζήτημα προστασίας του δημόσιου αγαθού της υγείας.
Εάν τα πάρουμε όλα τοις μετρητοίς, θα βουτήξουμε απλώς σε ένα ακόμη κύμα του διαχειριστικού χάους της πανδημίας – εν τέλει, μπορεί και να ζούμε κατά τύχη.
Εάν μείνουμε στον πυρήνα της απόφασης Μητσοτάκη, θα δούμε τις δύο βασικές – και μοναδικές – αγωνίες της κυβέρνησης.
Η πρώτη είναι να μην υπάρξει επ’ ουδενί lockdown. Να μην κλείσει η αγορά τα Χριστούγεννα και να μην κλείσει ξανά η οικονομία. Αφενός διότι δεν υπάρχει κανένα δημοσιονομικό περιθώριο νέων πακέτων στήριξης και αφετέρου διότι δεν υπάρχει και κανένα πολιτικό περιθώριο περαιτέρω σύγκρουσης με την μεσαία τάξη – τους επιχειρηματίες του λιανεμπορίου και της εστίασης. Και διότι επιπλέον, όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα στις τελευταίες συσκέψεις του Μαξίμου, ένα νέο lockdown θα «κάψει» τον στόχο για ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 7% φέτος και πάνω από 5% το 2022. Καίγοντας μαζί και τα περιθώρια για παροχές και φοροελαφρύνσεις την επόμενη, εκλογική χρονιά. Μοιάζει κυνικό, αλλά ισχύει ως κυβερνητική προτεραιότητα – προτεραιότητα πολιτικής επιβίωσης.
Η δεύτερη αγωνία στο Μαξίμου είναι να μην καταρρεύσει το ΕΣΥ.
Με πάνω από 140 ασθενείς διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, με πάνω από 18.000 θανάτους και με τον υψηλότερο δείκτη θνητότητας σε όλη την Ευρώπη, το Μπέργκαμο δεν απέχει και πολύ. Κι αυτό το πολιτικό τίμημα δεν το αντισταθμίζει καμία μεταχρονολογημένη παροχή.
Η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αγωνίες έβγαλε το πρόστιμο του 100άρικου στους ανεμβολίαστους 60άρηδες. Εκτιμήθηκε, κατά την ανάλυση Σκέρτσου, ότι εκείνοι που απειλούν περισσότερο το ΕΣΥ είναι οι 520.000 ανεμβολίαστοι πολίτες άνω των 60 ετών. Και το πολιτικό κόστος της σύγκρουσης μαζί τους κρίθηκε περισσότερο διαχειρίσιμο από μια ευθεία σύγκρουση με την ανεξέλεγκτη Εκκλησία.
Το μέτρο είναι τιμωρητικό και διχαστικό, είναι ταξικό – άλλο κόστος έχουν τα 100 ευρώ για τον συνταξιούχο των 450 ευρώ και άλλο για εκείνον των 2.000 ευρώ -, ποντάρει στον κοινωνικό αυτοματισμό, και ελέγχεται για την αποτελεσματικότητά του. Μπορεί, υπό το κράτος του οικονομικού εκβιασμού, να οδηγήσει άμεσα κάποιους 60άρηδες στα εμβολιαστικά κέντρα, δεν μπορεί όμως να δημιουργήσει κουλτούρα εμβολιασμού σε μια φάση της πανδημίας που όλα δείχνουν ότι μετά την τρίτη έρχεται και τέταρτη δόση, και πιθανότατα και νέας γενιάς εμβόλια.
Υπονομεύει επίσης, για μια ακόμη φορά, την αξιοπιστία των όποιων παρεμβάσεων της κυβέρνησης, καθώς ακυρώνει τον ίδιο τον πρωθυπουργό που δήλωνε ότι η υποχρεωτικότητα δεν λειτουργεί διότι χτυπά «τείχος αντίδρασης» στους ανεμβολίαστους.
Εντάσσεται όμως στην πάγια τακτική του Μαξίμου σε όλα τα… τελευταία μίλια των αποτυχών στην διαχείριση της πανδημίας: Πολιτική και κυβερνητική ευθύνη δεν υφίσταται και τα πάντα μετατίθενται στην ατομική ευθύνη – εν προκειμένω, δε, μετατίθεται και το κόστος ενδεχόμενης νοσηλείας των ανεμβολίαστων αφού ο οβολός του προστίμου θα διατεθεί «υπέρ ΕΣΥ». Του ίδιου ΕΣΥ που ήδη πληρώνουν με φόρους εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι και το οποίο η κυβέρνηση δεν θεώρησε σκόπιμο να ενισχύσει διότι, επίσης κατά τον Ακη Σκέρτσο,η χώρα δεν χρειάζεται πολυτελές σύστημα υγείας.
Αρκετοί επιστήμονες, ανάμεσά τους ο Ηλίας Μόσιαλος και η Αθηνά Λινού, αντιπρότειναν προσέγγιση θετικών κινήτρων στο εγχείρημα του εμβολιασμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκε, αλλά οι παλαιότερες θέσεις του μπέρδεψαν. To γεγονός ότι χαρακτήριζε «φιλοδώρημα» τα 150 ευρώ που δόθηκαν το καλοκαίρι στους νέους για τον εμβολιασμό αποδυναμώνει τις σημερινές του προτάσεις. Στην Κουμουνδούρου λένε πως το τότε και το τώρα δεν είναι ίδιο – ότι τα κίνητρα στους νέους ακολούθησαν την συστηματική στοχοποίηση και ενοχοποίησή τους ως ανεύθυνων μεταδοτών του κορονοϊού, εξ ου και τα οικονομικά κίνητρα παρέπεμπαν σε επιχείρηση εξαγοράς. Ενδεχομένως έχουν δίκιο – μένει όμως να το εξηγήσουν…