Έκτακτο κέρασμα – γιατί σας ψυχοπλάκωσα με τα Κυριακάτικα.
Μου επιτρέπετε να σας πω κάτι πολύ σοβαρό; Εμένα οι γονείς μου είχαν τέσσερα παιδιά, το πρώτο αγόρι και τρία κορίτσια, αλλά το αγόρι πέθανε και ξαναβάλανε μπρος για να κάνουν γιο και εγεννήθηκα. Το σοβαρό τώρα. Μέχρι να σαραντίσει το μωρό, άλλος κανείς από τους δικούς του δεν πρέπει να μπαίνει στο σπίτι μέσα. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι με πολύ κακό μάτι. Σου λέει η άλλη, τι ωραίος πλάτανος αυτός εδώ στην πλατεία και σε δυο μέρες ο πλάτανος έχει μαραθεί και ξεραίνεται! Γι’ αυτό σας λέω να προσέχετε πολύ το κακό μάτι, διότι μετά προκύπτουν επιπλοκές μεγάλες – δεν ξέρω αν συμφωνεί ο κύριος. Σε μένα ήρθε μια γειτόνισσα και ήμουν ακόμα ασαράντιγο μωρό και λέει καλέ τι παίδαρος είναι αυτός! Πάει, μ’ έκαψε! Εμένα που με βλέπετε τώρα, πρέπει να πούμε πως το κεφάλι μου διαφέρει από των άλλων ανθρώπων, πώς να το κάνουμε, να λέμε την αλήθεια, όχι, διαφέρει, έχει μεγάλη διαφορά. Αλλά, μωρό δεν ήταν έτσι, ήταν στρογγυλό!
Βλέπετε κυρία μου εδώ, ανάμεσα στα φρύδια κάτι διαφορετικό; Μια κοκκινάδα; Ε, είχα το σημείο του σταυρού – μ’ αυτό γεννήθηκα! Και είπε η μάνα μου, ήταν πολύ θρήσκα η μάνα μου, αυτό το παιδί θα το κάνω δεσπότη! Δεσπότη, ε; Ούτε καντηλανάφτης δεν αξιώθηκα! Εξαιτίας της βασκανίας.
Από την ώρα που μπήκε στο σπίτι το κακό το μάτι, το κεφάλι μου πήρε να φουσκώνει, να φουσκώνει σαν το μπαλόνι. Τεράστιο έγινε. Και περνούσε ο καιρός και έφτασα δυο χρονών και είχε γίνει τεράστιο, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, ούτε μιλούσα, κρεμόμουνα μονάχα από το βυζί της μάνας μου. Είπε κάποιος στον πατέρα μου, κυρ Γιάννη, ο πατέρας μου ήτανε στρατιωτικός και είχε έρθει εδώ στη Λέσβο με την απελευθέρωση και μετά που πήρε σύνταξη έκανε το δικηγόρο. Μανωλακάκης Ιωάννης. Μανώλης Μανωλακάκης ονομάζομαι. Είμαι εβδομήντα εφτά ετών. Τι έλεγα; Α, είπε κάποιος στον πατέρα μου, κυρ Γιάννη, αυτό το παιδί πρέπει να το δουν οι γιατροί και με πήρε και με πήγε στους γιατρούς κι αυτοί με διορίσανε ότι θα πεθάνω και δε μπορούν να κάνουν τίποτα, ούτε μία στο εκατομμύριο δεν υπάρχει ελπίδα. Με πήρε ο πατέρας μου και με έφερε πίσω και με περιμένανε. Αλλά εγώ ζούσα, άλλο που το κεφάλι μου μεγάλωνε και είχε γίνει πια τεράστιο και ολοστρόγγυλο και από κάτω ένα σωματάκι τόσο δα.
Έφτασα πέντε χρονών. Τα άλλα τα παιδιά στα πέντε χαλούσανε τον κόσμο, έξω στις ρούγες, εγώ δεν είχα μιλήσει ακόμα, δεν είχα βγει από το σπίτι. Ώσπου μια μέρα ήρθε μια γειτόνισσα στη μάνα μου και της λέει το παιδί θα το πάτε στην εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη, ξέρετε ποιος είναι ο Άγιος Ταξιάρχης, είναι, να μη τα πολυλογούμε, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές, ε; Θα το πάτε στην εκκλησία – εδώ παραπάνω είναι, στην Άντισσα, έχει στη μέση μια λιμνούλα πέτρινη που βγάζει αγίασμα, θα το ραντίσετε το παιδί με αγίασμα. Και θα θυμιάσετε τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, του σπιτιού μου δηλαδή, πριν το φέρετε πίσω! Μόλις με φέρανε πίσω είπα μαμά, πρώτη φορά. Και άνοιξε το κεφάλι μου, να τρέχουν τα νερά αβέρτα!
Σε ένα χρόνο μέσα το κεφάλι είχε ξεφουσκώσει, από ολοστρόγγυλο που ήταν έγινε έτσι που το βλέπετε. Πήγα σχολείο κανονικά και ήμουν εκ των αρίστων μαθητών. Και το εξήγησε ο Άγιος Ταξιάρχης στη μάνα μου, είκοσι χρόνια μετά ήρθε στον ύπνο της και της λέει εξεπίτηδες το κάναμε το κεφάλι έτσι, γιατί αν έμενε στρογγυλό, ποιος θα το πίστευε;
Αλλά, θέλω τώρα να σας πω κι ένα άλλο, πολύ σοβαρό…