To ΠΑΣΟΚ είναι ΕΔΩ. Για το υπόλοιπο του γνωστού συνθήματος, που δονούσε τις συγκεντρώσεις του Ανδρέα και κάποιων εκ των επιγόνων του, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι. Μέχρι τώρα, το τρίτο κόμμα της Βουλής που συγκέντρωσε το 8,1% του εκλογικού σώματος στις τελευταίες εκλογές, “έκλεψε” πολλά λεπτά δημοσιότητας και ο πρώτος γύρος για την ανάδειξη νέας ηγεσίας κατόρθωσε να γίνει πρώτη είδηση στα ίδια τηλεοπτικά δελτία και πάνελ που το αγνοούσαν για αρκετά χρόνια, ή το εξελάμβαναν ως ένα απαραίτητο συμπλήρωμα λόγω προϊστορίας.
Αναμένοντας την τελική ετυμηγορία της προσεχούς Κυριακής αξίζει να επιχειρήσει κανείς μια πρώτη ακτινογραφία των “παρενεργειών” που προκαλεί αυτή η ενδιαφέρουσα αναστάτωση στα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής.
1ον Η ευρεία νίκη του Νίκου Ανδρουλάκη διαθέτει και πρωτογενή χαρακτηριστικά αλλά και μία έμμεση αρνητική ψήφο προς τους βασικούς ανταγωνιστές του ευρωβουλευτή. Αποτελεί, δηλαδή, μια εντολή ελπίδας για επανεκκίνηση και έως ένα βαθμό ανανέωσης, αποτελεί, δε, και την τάση όσων έσπευσαν να ψηφίσουν να απορρίψουν αφενός τον Ανδρέα Λοβέρδο, αφετέρου τον Γιώργο Παπανδρέου ως πρότυπα του “παλαιού” και εν μέρει και τοξικού. Από την άλλη, ωστόσο, η υποψηφιότητα του δεύτερου ανέβασε και τον πήχη των προσδοκιών, και το ενδιαφέρον του κόσμου. Κάτι που το πιστώθηκε με την οριακή, έστω, είσοδό του στον δεύτερο γύρο.
2ον Το αποτέλεσμα αποτελεί κόλαφο για τις δημοσκοπήσεις. Όχι για το “εργαλείο” αυτό καθ΄ αυτό όσο για την επιμονή μιντιακών και πολιτικών κύκλων να το καταστήσουν μοχλό πίεσης και καλλιέργειας κλίματος. Σε όλες τις μετρήσεις ο Ανδρέας Λοβέρδος εμφανιζόταν περίπου ως βέβαιος νικητής, κάτι που διαψεύσθηκε με τον πλέον ηχηρό τρόπο. Παρότι κάποιοι εκ των δημοσκόπων επισήμαιναν πως το εκλεκτορικό σώμα αποτελεί terra incognitta και ως εκ τούτου δεν είναι επαρκές το επιστημονικό δείγμα για να εξαχθούν συμπεράσματα, τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης βομβάρδισαν με δημοσκοπικές προβλέψεις. Ο κλάδος οφείλει εξηγήσεις και σκληρή αυτοκριτική.
3ον Η κυβέρνηση εμφανίζεται εκ των υστέρων ικανοποιημένη για τη νίκη Ανδρουλάκη επειδή θεωρεί πως μπορεί να υφαρπάξει πασοκογενείς ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς, ταυτόχρονα, να απειλεί το δικό της εκλογικό ακροατήριο. Μετατοπίστηκε, μέσα σε λίγες ώρες, από την ευαρέσκεια για το δημοσκοπικό προβάδισμα του Ανδρέα Λοβέρδου -τον οποίο πολλά κυβερνητικά στελέχη θεωρούσαν αξιόπιστο συνομιλητή- και την διακίνηση σεναρίων σχετικά με τα οφέλη που θα προέκυπταν από μία επικράτηση του Γιώργου Παπανδρέου, στον …ενθουσιασμό για τη νίκη του ευρωβουλευτή. Η αλήθεια είναι πως το Μέγαρο Μαξίμου πρέπει να επανασχεδιάσει την στρατηγική του και ορισμένοι λένε πως δημιουργείται “παράθυρο ευκαιρίας” για πρόωρες εκλογές την άνοιξη “με το ΚΙΝΑΛ σε μετάβαση και τον ΣΥΡΙΖΑ αιφνιδιασμένο”.
Ο μεγάλος κίνδυνος για την κυβέρνηση, ωστόσο, προκύπτει από την αδυναμία της να αντιληφθεί την κοχλάζουσα κοινωνική βάση. Μένει στην επιδερμίδα των βαρύγδουπων θετικών προβλέψεων και προβάλλει τους διθυράμβους των οίκων αξιολόγησης υποβαθμίζοντας την φωνή των αποκλεισμένων και απογητευμένων.
4ον Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε την εσωκομματική εκλογή στο ΚΙΝΑΛ με αμφιθυμία. Ήθελε και τον Ανδρέα Λοβέρδο προσδοκώντας μετακίνηση κεντροαριστερών ψηφοφόρων, ήθελε και τον Γιώργο Παπανδρέου επειδή ενίσχυε το αφήγημα της “προοδευτικής διακυβέρνησης”. Η λύση Ανδρουλάκη προβάλλει πλέον ως αχαρτογράφητη περιοχή, αφήνοντας ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Για κάποιους είναι ίσως η καλύτερη εκδοχή αφού θεωρείται πως μπορεί να προσδιορίσει μεν το ΚΙΝΑΛ στον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς (άρα δυνητικά να αποτελεί ένα συνομιλητή στο μέλλον), από την άλλη, όμως, δεν διαθέτει την δυναμική να προσελκύσει σημαντικό αριθμό πασοκογενών ψηφοφόρων. Δεν είναι σαφές εάν στην Κουμουνδούρου έχουν κατανοήσει πως ποτέ ο ετεροπροσδιορισμός δεν αποτέλεσε καλό σύμβουλο στην πολιτική, υπό την έννοια ότι πρωταρχική σημασία έχει εάν ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορέσει να ολοκληρώσει το πέρασμα στην (αριστερή) σοσιαλδημοκρατία ή θα παραμείνει μετέωρος και εσωστρεφής.
Στην Κουμουνδούρου επαίρονται κάποιοι πως αποτελούν την ηγεμονική δύναμη στην κεντροαριστερά, η ηγεμονία, ωστόσο, καθορίζεται από την δυνατότητά της να εκπέμπει μακροπρόθεσμα την ισχύ της. Αυτό, όμως, παραμένει ακόμα υπό διαπραγμάτευση και δεν αφορά μόνο την εκλογική αριθμητική αλλά, κυρίως, την πολιτική και ιδεολογική επικράτηση και την πεποίθηση των πολιτών πως δεν κινδυνεύει να κλείσει “ένδοξα” τον κύκλο της.
Ενώ, για παράδειγμα, διαθέτει ανοικτό γήπεδο απέναντι στην αλλοπρόσαλλη κυβερνητική πολιτική σε πολλούς τομείς (όπως στην πανδημία), αδυνατεί να αναλάβει το κόστος της πρωτοπορίας. Ως προς την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών, φερ’ ειπείν, και παρά τις εισηγήσεις Παπαδημούλη, Γεροτζιάφα, Φίλη κ.ά, η ηγεσία υποκύπτει στην κριτική του προστίμου -και ορθώς- και δεν διατυπώνει καθαρή άποψη.
Υπό την έννοια αυτή και λαμβάνοντας υπόψιν τις εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να είναι ούτε μία διαδικασία εσωτερικής “τακτοποίησης” μέσω ποσοστώσεων και μεθόδων παρακάμαρας, ούτε (μόνο) θεωρείο επιβεβαίωσης της εσωκομματικής ισχύος του αρχηγού του. Πρέπει να γίνει εφαλτήριο πολιτικής και ιδεολογικής επανατοποθέτησης και διεκδίκησης της εξουσίας με σαφές εναλλακτικό αφήγημα. Βάσει αυτών, άλλωστε, θα σταθεί ίσως εφικτό να συναντηθεί και με απογοητευμένους με την κυβέρνηση ψηφοφόρους του κέντρου αλλά και με το νέο ΚΙΝΑΛ.