Υπάρχουν πολλοί Ζορμπάδες. Πρώτα ο πραγματικός, ο Γεώργιος (1865-1941). Τον συνάντησε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άγιον Όρος (1915) όπου ο Ζορμπάς είχε πάει για να γίνει καλόγερος, σε ηλικία περίπου 50 ετών και ο Καζαντζάκης είχε πάει παρέα με τον Άγγελο Σικελιανό για να συναντήσουν το Θεό. Μετά οι δυο τους βρέθηκαν στη Μάνη, για να εκμεταλλευτούν ένα ορυχείο.
Ο Ζορμπάς ακολούθησε τον Καζαντζάκη στην αποστολή που του ανέθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για τη διάσωση των Ποντίων του Καυκάσου (1920) Αργότερα ο Γεώργιος Ζορμπάς βρέθηκε στα Σκόπια, όπου δημιούργησε νέα οικογένεια και όπου πέθανε, πιθανόν νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της πείνας και των δυσκολιών εκείνης της περιόδου.
Ο δεύτερος Ζορμπάς ήταν ο Αλέξης. Γεννήθηκε, ως μυθιστορηματικός ήρωας, στην Αίγινα από τον Νίκο Καζαντζάκη. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα 1946. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε στη Γαλλία, όπου με την επανέκδοση του 1954 βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Ο Γεώργιος έδωσε την έμπνευση για τον Αλέξη, αλλά ο δεύτερος είναι καθαρά προϊόν της μυθοπλαστικής τέχνης του Καζαντζάκη. Και βέβαια είναι καθαρή μυθοπλασία όλα όσα συμβαίνουν στο κρητικό ακρογιάλι: η μαντάμ Ορτάνς, ο Μαθιός, η ποθητή χήρα, ο Μαυραντώνης και ο γιος του, μπορεί να βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα και τοπικές ιστορίες, αλλά δεν είχαν καμία σχέση με τον πραγματικό Ζορμπά.
Ο τρίτος Ζορμπάς δημιουργήθηκε στα 1964 από τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Μίκη Θεοδωράκη, για τη γνωστή ταινία. Ο ήρωας, που τον ενσαρκώνει ο Άντονι Κουήν, έχει μικρή μόνο σχέση με τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη και ελάχιστη ή καμία με τον πραγματικό Γεώργιο Ζορμπά. Αυτή είναι μια υποκειμενική άποψη, την οποία έχω διαμορφώσει αφού διάβασα αρκετές φορές το βιβλίο, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, και είδα μερικές φορές την ταινία.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε κάποιες διαφορές ανάμεσα στον μυθιστορηματικό και τον κινηματογραφικό Αλέξη Ζορμπά. Η πρώτη και σημαντικότερη γίνεται στο πεδίο της απλούστευσης: το μυθιστόρημα είναι αρθρωμένο γύρω από φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία στην ταινία έχουν χλωμή αντανάκλαση ή απλώς είναι ανύπαρκτα. Πρόκειται για τα περίφημα δίπολα γύρω από τα οποία βασανίστηκε ο Καζαντζάκης – και εν μέρει ταλαιπώρησε τους αναγνώστες του: πνεύμα και ύλη, νους και καρδιά, Θεός και άνθρωπος, θεωρία και πράξη, Δύση και Ανατολή, Απόλλωνας και Διόνυσος. Καθώς είχε μελετήσει σε βάθος την ευρωπαϊκή φιλοσοφία του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά και τις φιλοσοφίες της Ανατολής, ιδιαίτερα τον βουδισμό, βρέθηκε σε αδιέξοδο. Είναι το φιλοσοφικό αλλά και πρακτικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει ο αφανής πρωταγωνιστής του βιβλίου, το “αφεντικό”, δηλαδή το alter ego του συγγραφέα: όλα μέσα του είναι μπερδεμένα, σαν ένας κόμπος που δεν μπορεί να λύσει. Αυτή τη δουλειά (να λύσει ή να κόψει τον κόμπο) αναλαμβάνει ο μυθιστορηματικός Αλέξης Ζορμπάς.
Το σχήμα αυτό το συναντάμε ξανά στον “Καπετάν Μιχάλη” (γράφτηκε στα 1950, εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα) Ο διανοούμενος ανιψιός του καπετάν Μιχάλη έρχεται στην Κρήτη με αποστολή να τον πείσει να εγκαταλείψει, για το καλό της Κρήτης, την ήδη αποτυχημένη εξέγερση κατά των Οθωμανών, την οποία συνεχίζει πεισματικά με μια χούφτα συντρόφους, αρνούμενος να υποταχτεί. Η αντίθεση “νου” και “καρδιάς” λύνεται με την προσχώρηση του ανιψιού στη λογική του θείου του, που συνοψίζεται στο “ελευθερία ΚΑΙ θανατος”, δηλαδή ελευθερία μέσω του ασυμβίβαστου θανάτου. Είναι μια ριζοσπαστική συγγραφική επιλογή, αφού η προηγούμενη, αυτή που κάνει το “αφεντικό” μέσω του Ζορμπά, να απελευθερωθεί χορεύοντας, έχει στεφθεί από απόλυτη αποτυχία: Δεν ξέρω αν υπάρχει κόλαση, του γράφει ο μυθιστορηματικός Ζορμπάς, όταν αρνείται την πρόσκληση του να πάει στα Σκόπια (“εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως”) αλλά πρέπει να υπάρχει, για μερικούς καλαμαράδες.
Όλα αυτά συμβαίνουν, στη ζωή και στα βιβλία, επειδή επικράτησαν τα επινοημένα δίπολα των αντιθέσεων, τα οποία περιέγραψε αριστοτεχνικά ο Πλάτωνας, και μέσω των νεοπλατωνικών, ειδικά του Πλωτίνου, πέρασαν στο Χριστιανισμό, ο οποίος βρήκε σε αυτά μια αξιοπρεπή και νόμιμη κάλυψη (επίχρισμα) στην απλοϊκή βασική του θεολογία. Έχουν τη ρίζα τους στις αντιλήψεις ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό με κάποιο “τέλος” (σκοπό), ότι ο υπόλοιπος κόσμος φτιάχτηκε για χάρη του ανθρώπου και ότι την πορεία προς την επιτυχία (δηλαδή την ένωση με τον Θεό) τη σαμποτάρουν οι δυνάμεις του Κακού. Ο Καζαντζάκης δεν μπόρεσε, ως το τέλος της ζωής του, να ξεπεράσει αυτούς τους διχασμούς. Η μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή του Καζαντζάκη θα είχε, ενδεχομένως, εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, αν αντί να κυνηγάει ίσκιους (όπως έλεγε ο ίδιος) δεχόταν την ενότητα των πάντων (εν το παν) του Ηρακλείτου. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση.
Έκανα αυτή την παράκαμψη για να δείξω ότι ο μυθιστορηματικός Αλέξης Ζορμπάς έχει στις αποσκευές του πολύ μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Είναι έργο μεγάλης ωριμότητας του συγγραφέα του, αλλά και των μεγάλων αδιεξόδων στις υπαρξιακές αναζητήσεις του. Και για να φανεί ότι ο κινηματογραφικός Αλέξης Ζορμπάς είναι εντελώς άλλη περίπτωση.
Φυσικά, μια κινηματογραφική ταινία ελάχιστα μπορεί να αναπαραστήσει ένα φιλοσοφικό κατά βάση μυθιστόρημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, οι στόχοι του σκηνοθέτη Κακογιάννη, ο οποίος προσπαθούσε επί μία δεκαετία να γυρίσει την ταινία, κινούνται σε άλλο επίπεδο: θέλει να δώσει ένα εναλλακτικό (ελληνικό) πρότυπο ζωής ή, πιο σωστά, επιλογών απέναντι στη ζωή. Και να το παρουσιάσει αυτό στο διεθνές κοινό (δηλαδή στη Δύση) ως τον άλλο πόλο στο δίπολο του δυτικού ορθολογισμού. Πήρε λοιπόν την ιστορία και τα πρόσωπα του Καζαντζάκη και δημιούργησε κάτι δικό του. Το οποίο θα είχε επιτυχία, όπως η προηγούμενη δική του “Στέλλα” και θα ξεχνιόταν, αλλά έγινε παγκόσμιο και διαχρονικό σουξέ, εξαιτίας του Μίκη Θεοδωράκη, που έγραψε τη μουσική της ταινίας.
Ο Θεοδωράκης είχε από τότε ξεπεράσει, θεωρητικά τουλάχιστον, τις έννοιες των αντιθετικών διπόλων, του Καζαντζάκη και του Κακογιάννη, μέσω της δικής του επινόησης για τη “Συμπαντική Αρμονία”. Έτσι δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιήσει δυτικά μέσα (ευρωπαϊκή μουσική και χορό) για να σκιαγραφήσει ανατολικές αξίες. Δήθεν ανατολικές, δηλαδή, γιατί και σε αυτό το επίπεδο η αντίθεση Ανατολής – Δύσης είναι εν πολλοίς λόγιο (και αναπαραγόμενο από λογίους) κατασκεύασμα και όχι εμπειρία ζωής των ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση έκανε κάτι ιδιοφυές, ακολουθώντας τις οδηγίες του Κακογιάννη: ξεκινώντας από το αργό χασάπικο πέρασε στο γρήγορο χασαποσέρβικο, χρησιμοποιώντας έναν κρητικό σκοπό, που κατέληγε σ’ ένα αφηνιασμένο κρεσέντο: από τον Απόλλωνα στον Διόνυσο! Ταυτόχρονα έδωσε την καλύτερη ένδειξη ότι αυτά τα δύο… είναι ένα!
Ο μουσικός Ζορμπάς είναι το τελευταίο μεγάλο λόγιο έργο στη νεότερη ελληνική μουσική ιστορία που βασίστηκε στο λαϊκό τραγούδι. Είχαν προηγηθεί τα έργα του Χατζιδάκι (σε κονσέρτα και κινηματογραφικές ταινίες) και ο “Επιτάφιος” του ίδιου του Θεοδωράκη. Αργότερα εμφανίστηκαν κι άλλα (από τους ίδιους και από άλλους) αλλά αυτή είναι μια άλλη αφήγηση, με μικρότερο ενδιαφέρον. Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως η “Μελισσάνθη”, ο “Διόνυσος” και, φυσικά το “Ρεμπέτικο” (των Γκάτσου – Ξαρχάκου) που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.