Ολόκληρο χρόνο η θάλασσα ξέβραζε σταυρούς,
κανείς δεν βούτηξε να πιάσει έναν.
Από τη ζέστη των πληκτρολογίων
υποδεχόμασταν στρατιές από σταυρούς,
ώσπου χειμώνιασε κι οι σταυροί κρύωναν έτσι,
ξεχασμένοι στις ακτές.
Όμως έφτασε η μέρα να ρίξουμε εμείς σταυρό στη θάλασσα.
Ξύλινο ασφαλείας, να επιπλέει επί των υδάτων
κι ένας τυχερός βουτηχτής να τον σηκώσει να τον βγάλει στη στεριά με δόξα και τιμή κι απολυτίκια.
Για τους άλλους, τους πολλούς ανώνυμους σταυρούς,
που έντεχνα αποσιωπούμε την ύπαρξη τους,
δε θα βουτήξουμε ποτέ πραγματικά,
έτσι ποτισμένοι που είμαστε
από την ηδονή της επιβράβευσης
της δικής μας ανέχειας.
Γιατί εκείνοι δεν αντιπροσωπεύουν κάποια πίστη,
δεν θα γίνουν ποτέ τους αφορμή για γιορτή,
ούτε καν μια μέρα αργίας θα διεκδικήσουν από μας.
Θα μένουν εκεί, έξω απ’ το νερό,
να περιμένουν πότε θα αποφασίσουμε από τη στεγανή ζωή μας,
να βουτήξουμε στην υγρασία των δικών τους ζωών,
για να λουστούμε σαν σε αποτοξίνωση,
από τον τόσο εγωισμό μας
«καί τό Πνεύμα εν είδει περιστεράς, θα εβεβαίου τού λόγου τό ασφαλές.»
Τέλλος Φίλης
φωτογραφία:Σπύρος Ζερβουδάκης, από τη σειρά «Epiphany», 2009 – Μουσείο Μπενάκη
*Επιφάνια – ελληνιστική κοινή: Ἐπιφάνια – αρχαία ελληνική: ἐπιφαίνω -φαίνω.Επιφάνια: ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό :τα Θεοφάνια