Πάντοβα, Ιταλία, 1978
Κελί μικρό, γεμάτο υγρασία. Ο αέρας τόσο κρύος που γδέρνει τα ρουθούνια και τα λαιμά. Πάγκος στον τοίχο, απέναντι από την πόρτα, κι ένας ακόμα στον άλλο, από τη δεξιά μεριά. Αριστερά κάθονται ο Βαγγέλης και ο Τάκης, δεξιά ο Χάρης και ο Χρήστος.
Προσπαθούν να ζεσταθούν χτυπώντας που και που τα χέρια και σφίγγοντας τα πέτα των μπουφάν ανάμεσα στο σαγόνι και το στήθος. Οι ώρες δεν περνούν.
«Τι θα μας κάνουν» σπάει τη σιωπή ο Τάκης.
«Υπουργούς!» κοροϊδεύει ο Χρήστος.
«Δημοκρατία…» λέει ο Βαγγέλης, με τόση αηδία σα να έλεγε «σκατά». Βλέπει πως ο Κοσμάς τον κοιτάζει απορημένος, και εξηγεί:
«Εμάς μας πιάσανε γιατί δουλεύαμε παράνομα, εντάξει. Είναι όμως γεγονός πως η ιταλική δημοκρατία εκμεταλλεύεται το κλίμα με τις Μπριγκάντε Ρόσσι και τα ρέστα, για να μπάσει το φασισμό από το παράθυρο, όπως κάνουν και οι Γερμανοί…»
«Κόφτο ρε Βαγγέλη, δε μ’ ενδιαφέρουν τα πολιτικά, στο έχω πει χιλιάδες φορές. Τι σχέση έχει ο φασισμός, με το γεγονός ότι εμείς δουλεύαμε παράνομα;»
«Η αφέλειά σου συναγωνίζεται μόνο με τη μαλακία που σε δέρνει, καημένε Χάρη! Δε σ’ ενδιαφέρουν τα πολιτικά, αλλά εξαιτίας τους θα τραβηχτούμε άσχημα με τους καραμπινιέρους! Εξαιτίας τους, ο κάθε Ιταλός ρουφιάνος βρίσκει την ευκαιρία να καρφώσει, εξαιτίας τους, ο κάθε μπάτσος μπορεί και γίνεται ένας μικρός δικτάτορας. Τώρα, σε βάρος μας»
Η κουβέντα δεν προκόβει, γιατί κανείς εκτός απ’ τον Βαγγέλη δεν έχει κέφι. Αναλογίζονται το χάλι τους. Φοιτητές, οι δυο στην Κτηνιατρική, οι άλλοι δυο στο Πολυτεχνείο. Λεφτά από Ελλάδα λιγοστά, να μη φτάνουν ούτε για τα νοίκια. Ήταν ένας Ιταλός, ο σινιόρ Βιττόριο, που έπαιρνε γκαρσόνια στην τρατορία του ξένους φοιτητές, για τους ίδιους λόγους που όλοι οι εργοδότες προτιμάνε τους αλλοδαπούς. Μικρότερος μισθός, καμιά ασφάλιση, κανένας κίνδυνος για απεργία, απόλυση όποτε γουστάρει το αφεντικό. Είχε εφτά Σύρους, Ιορδανούς και Μαροκινούς, έναν Πορτογάλο και τέσσερις Έλληνες. Κάποιο καρφί έπεσε, είχε πάρει μετάθεση ο γνωστός αρχιμπάτσος της περιοχής και ο σινιόρ Βιττόριο δεν είχε προλάβει να πιάσει επαφή με τον καινούριο, του τα μάζεψε τα γκαρσόνια η κλούβα.
Η πόρτα ανοίγει, μπαίνουν τέσσερις καραμπινιέροι, με κλομπ στη μέση. Το κελί, μόλις που χωράει όλον αυτόν τον κόσμο. Οι δικοί μας σηκώνονται όρθιοι. Λέγονται ελάχιστες διαδικαστικές φράσεις και, χωρίς να εξακριβωθεί ποτέ το γιατί, πέφτει μια δυνατή γροθιά στην κοιλιά του Χρήστου. Την ατμόσφαιρα φορτίζει περισσότερο μια κλωτσιά που τραβάει ο οξύθυμος Βαγγέλης στο καλάμι του Ιταλού που χτύπησε το Χρήστο. Ακολουθεί σφαγή εις βάρος των Ελλήνων. Έρχονται κι άλλοι καραμπινιέροι, τραβάνε το Βαγγέλη και τον Τάκη έξω στο διάδρομο, για να υπάρχει άνεση χώρου και δέρνουν όλοι μαζί. Δέρνουν και οι άλλοι, μέσα στο κελί.
Οι καραμπινιέροι χτυπάνε άφοβα, ξέρουν ότι είναι το ευκολότερο πράγμα να δέρνεις έναν ξένο. Μαροκίνο, τους λένε όλους τους μαυριδερούς, περιφρονητικά. Κανείς δε θα σου ζητήσει εξηγήσεις. Κι αν το κάνει, κάποιος που τις έφαγε, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν. Θα γίνουν οι τυπικές διαδικασίες και θα αποδειχτεί πως αυτός, ο ξένος, χτύπησε πρώτος τους καραμπινιέρους, γιατί δεν ήθελε να υπακούσει σε κάποια εντολή τους. Απείθεια και αντίσταση κατά της αρχής. Άλλωστε, ένας από τους σημερινούς μαροκίνο είναι γνωστός αριστεριστής. Αν κάνουν το ζόρικο, θα απελαθούν κανονικά και θα ξεχάσουν τις σπουδές στα πανεπιστήμιά μας. Μέχρι τώρα κάναμε τα στραβά μάτια, φίλιι ντι πουτάνε, αλλά τώρα τα ψέματα τελείωσαν. Βία, έξω από την Ιταλία!
Δέρνουν παραπάνω από το συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις. Είναι και η συναισθηματική φόρτιση του καιρού. Η πατρίδα κινδυνεύει, η δημοκρατία κινδυνεύει, η οικονομία κινδυνεύει, ο μισθός κινδυνεύει. Ας πέσει καμιά παραπάνω, να γλιτώσει η δημοκρατία!
Τους αφήνουν σε κακό χάλι. Ο Βαγγέλης μουγκρίζει και βρίζει ασταμάτητα, σε άπταιστα καραγκούνικα. Το ζόρι έχει βγάλει προς τα έξω τη Θεσσαλική του προφορά, ακόμα κι όταν ανακατεύει τα γαμοσταυρίδια με μαοϊκά τσιτάτα. Ο Χάρης κι ο Τάκης βογγάνε και μυξοκλαίνε. Ο Χρήστος, πιο ψύχραιμος απ’ όλους κι ας είχε εισπράξει το περισσότερο ξύλο, φτύνει προς την κλειδωμένη σιδερόπορτα.
«Που είσι μανούλα μ’ να μι διείς, του γιό σ’ να καμαρώσεις…» μουρμουρίζει. Αυτός κατάγεται από τη Χαλκιδική.
Πριν προλάβουν να κρυώσουν, καταφθάνει φουριόζος και πολυλογάς ο σινιόρ Βιττόριο, μ’ έναν μικρογαλονά καραμπινιέρο. Τους ξεκλειδώνουν, ορμάει και τους αγκαλιάζει, τους λέει κάρι αμίτσι, τους βάζει μπροστά και τους βγάζει σε χρόνο μηδέν από την καραμπινιερία.
Στο στενό παραδίπλα έχει παρκαρισμένο το φορτηγάκι του, τους φορτώνει και τραβάνε όλοι για την τρατορία. Ακριβώς απέναντι έχει το σπίτι και το ιατρείο του ο ντοτόρε Τζιάννι, αυτός θα τους περιποιηθεί.
Για τους τρεις από τους τέσσερις η ιστορία τελειώνει εδώ. Χρειάστηκαν σχεδόν δέκα χρόνια, τους έπιασαν κι άλλες φορές, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν και γύρισαν πίσω πτυχιούχοι. Ο τέταρτος, είχε άλλη εξέλιξη. Αμέσως μετά το περιστατικό του ξυλοδαρμού άρχισαν να εκδηλώνονται τα σημάδια της αρρώστιας.
Μικρό Χωριό, 1983
Σκοτάδι, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα. Οι γυναίκες μπροστά στους νεροχύτες, οι άντρες μπροστά στην τηλεόραση ή τα φύλλα του Θανάση. Οι περισσότεροι όμως είναι στην εκκλησία, όπου ακούνε τις ψαλμωδίες της Μεγάλης Δευτέρας.
Ψιλοβρέχει, με εκνευριστική επιμονή. Μια ψιχάλα που τρυπά το μυαλό και μουσκεύει για τα καλά όσα βρίσκονται φυλαγμένα εκεί.
Ο Χάρης νοιώθει να πνίγεται. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, το στόμα του χάσκει, τα χέρια του τρέμουν. Η ψιχάλα άνοιξε τη μικρή κερκόπορτα της μνήμης και τα υλικά της αποθήκης μετουσιώνονται σε αίμα και χολή, αναβράζουν, ζητάνε κοίτη για να κυλήσουν – αλλιώς θα τον πνίξουν.
Ωστόσο κοίτη δεν υπάρχει, διέξοδος δεν υπάρχει, τον πιάνει ένας φοβερός πονοκέφαλος, σα νάπιασε το κεφάλι του ένα βαρύ σιδερένιο στεφάνι και σφίγγει ανελέητα. Πονούν οι κρόταφοι, τα μάτια, ο σβέρκος. Ο Χάρης βγαίνει τρεκλίζοντας από το σπίτι στην έρημη, μουσκεμένη πλατεία του χωριού. Οι λάμπες από τους στύλους φωτίζουν μ’ ένα χλωμό, κίτρινο φως τη βροχή, ο αέρας που φυσά σχηματίζει υδάτινα πετάσματα που κινούνται σπασμωδικά εδώ και κει – και παραμορφώνει τους όγκους των σπιτιών και των μεγάλων δέντρων αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα.
Ο Χάρης νοιώθει τις αισθήσεις του ευαισθητοποιημένες στο έπακρο. Καθώς βαδίζει με αλλοπρόσαλλα βήματα, κάπου μπερδεύεται, γλιστρά και πέφτει. Γδέρνεται η παλάμη του δεξιού του χεριού, νοιώθει δυνατό τσούξιμο. Σηκώνεται και απλώνει το χέρι του στη βροχή, να ξεπλυθεί από τα λασπόνερα. Ο πονοκέφαλος υποχώρησε κάπως, τώρα τον σκεπάζει κάτι σαν υγρό σύννεφο και του προξενεί ατονία και σύγχυση. Σκουπίζει με το μανίκι του σακακιού τα μάτια. Κάποια χαλικάκια, κολλημένα από το πέσιμο, είναι ακόμα εκεί, ένα σκαλώνει στο αριστερό βλέφαρο αποκάτω. Ο Χάρης αισθάνεται να τον διαπερνούν αμέτρητες βελόνες, πυρωμένες σ’ ένα τεράστιο μπρούτζινο μαγκάλι. Βάζει τα κλάματα. Κλαίει σπαραχτικά και περπατά παραπατώντας μέσα στη βροχή, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.
Προχωρά σ’ ένα δρόμο που τον ξέρει από ένστικτο, τον έχει περάσει χιλιάδες φορές, στα είκοσι πέντε του χρόνια. Κάπου σκουντουφλάει. Τοίχος. Σηκώνει το βλέμμα, προσανατολίζεται, είναι έξω από το νεκροταφείο του χωριού. Βρίσκει τη διπλή σιδερένια εξώπορτα, τη σπρώχνει και βαδίζει ανάμεσα στα μνήματα.
Ταφόπετρες, σταυροί, πλαστικά διακοσμητικά, αληθινά και ψεύτικα λουλούδια. Σε μερικά μνήματα καίνε ακόμα τα καντηλάκια που άναψαν νωρίτερα οι γυναίκες, μπροστά στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των πεθαμένων. Ο Χάρης αναρωτιέται αν τη νύχτα οι νεκροί συναντιούνται και κάνουν παρέα – ή μένουν συνεχώς στη μοναξιά τους. Τριγυρίζει άσκοπα εδώ κι εκεί μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή. Ξαφνικά, κάτι τον αγγίζει στην πλάτη. Παγώνει. Στρέφει σιγά σιγά, είναι ένα χοντρό ραβδί, ξεχασμένο πάνω σ’ ένα ψηλοχτισμένο μνημείο.
Ο Χάρης το παίρνει στα χέρια του, το παρατηρεί έκπληκτος. Ψηλαφά τους ρόζους. Το πιάνει από τη μια άκρη και το γυρίζει στον αέρα. Γελάει, παίζει σαν παιδί. Βλέπει ξαφνικά μπροστά του τον πεθαμένο να τον κοιτάζει ειρωνικά μέσα από την κορνίζα του και να χαμογελάει – θαρρείς με την αφέλεια του Χάρη – μ΄ αυτό το ίδιο χαμόγελο που τον φέρνει χρόνια τώρα σε απόγνωση. Αγριεύεται, ανασαίνει ακανόνιστα. Βγάζει ένα πνιχτό ουρλιαχτό και κατεβάζει με δύναμη το ραβδί που κρατά. Το τζάμι γίνεται θρύψαλα, ο αέρας σβήνει αμέσως το καντήλι, το χαμόγελο του πεθαμένου εξαφανίζεται. Ο Χάρης γελά ευχαριστημένος. Πάει παραδίπλα και κάνει το ίδιο. Βρίσκεται σε τρομερή διέγερση, θέλει και μπορεί να εξαφανίσει όλα τα ειρωνικά χαμόγελα, τσακίζει όσα κρύσταλλα βλέπει να φέγγουν. Τον πλημμυρίζει μια υγρή, ζεστή, ηδονική αίσθηση. Γελά και φωνάζει. Ασυνάρτητα.
Επιστρέφει βιαστικά στο χωριό. Μάνα και πατέρας είναι ακόμη στην εκκλησία. Βγάζει τα μουσκεμένα ρούχα, στεγνώνει το κορμί του με μια παλιά τριμμένη κουβέρτα και πέφτει κατάκοπος.
Κοιμάται πολλές ώρες, χωρίς εφιάλτες.
Επίλογος
Μετά τον βανδαλισμό στα μνήματα, βάλανε τον Χάρη σε «ίδρυμα», όπου έπαιρνε αντικαταθλιπτικά και αντιδιεγερτικά και έμενε ήσυχος. Κατά καιρούς είχε βίαιες εξάρσεις, αλλά τον ηρεμούσαν με καταδέσεις, ψυχοφάρμακα και θεραπευτικά ηλεκτροσόκ. Πέρασαν έτσι μερικά χρόνια.
Κι όμως, παρ’ όλη την επιστήμη με την αυθεντία και τη βία της, ο Χάρης δραπέτευσε από το τρελάδικο, κατάφερε με απανωτά ωτοστόπ να φτάσει στο χωριό του, μπήκε κρυφά στο σπίτι του και σκότωσε τον πατέρα του. Οι εφημερίδες εκείνης της μακρινής εποχής είχαν όλες τις λεπτομέρειες.