O Γιάννης Λούλης διατήρησε για τον εαυτό του εδώ και αρκετά χρόνια την πολυτέλεια να αξιολογεί τις πολιτικές τάσεις από την απόσταση του συμβούλου στρατηγικής και αναλυτή που δεν εμπλέκεται με τον σκληρό πυρήνα της κυβερνητικής διαχείρισης. Ακόμα και κατά την περίοδο που διετέλεσε σύμβουλος του (πρωθυπουργού) Κώστα Καραμανλή φρόντισε να παραμείνει στην απόσταση ασφαλείας που επιτρέπει στον παρατηρητή να παρακολουθεί ολόκληρο το “κάδρο” και κυρίως τον πολιτικό ορίζοντα.
Όταν, για παράδειγμα, από το 1999 έλεγε πως “η Ν.Δ είναι ένα φθαρμένο προϊόν” δέχθηκε επικρίσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πέντε χρόνια αργότερα αυτό το φθαρμένο προϊόν κατακτούσε την εξουσία. Ελάχιστοι κατανοούσαν πως η εναλλαγή των κομμάτων εξουσίας δεν υπόκειται συχνά στους κανόνες του πόσο νέο είναι ένα πολιτικό υποκείμενο αλλά επιβάλλεται από τις συγκυρίες της απογοήτευσης και της αρνητικής ψήφου. Το 2012, για παράδειγμα, εξακολουθούσε να επιμένει στην ίδια άποψη και να αποδίδει την διακυβέρνηση Καραμανλή σε “επικοινωνιακά ρετουσαρίσματα” και στο -μάλλον συγκυριακό- άνοιγμα στον “μεσαίο χώρο” (όρος που του αποδίδεται).
Μετά το 2015 συνήθιζε να λέει πως “ο Τσίπρας ήρθε για να μείνει”, άποψη που είμαι σε θέση να γνωρίζω πως άρεσε στο τότε επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου καθώς απέδιδε στον πρώην πρωθυπουργό ένα ηγετικό προφίλ ικανό να εδραιώσει για τον ίδιο μια ακρετά μακρά περίοδο πολιτικής ηγεμονίας στον χώρο του. Είναι μάλλον βέβαιο πως όσα επισημαίνει στο τελευταίο άρθρο του στην “Εφημερίδα των Συντακτών” δεν θα ικανοποίησαν την Κουμουνδούρου, ιδιαίτερα καθώς συνδυάζονται με την διαπίστωση της δυναμικής που -κατά τον ίδιο- αποκτά το “φαινόμενο Ανδρουλάκης” υπό τον “μουσικό” τίτλο (από το γνωστό τραγούδι των Eagles)…”The new Kid in town”.
“Το να καταπιεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Τσίπρα, έναν αρχικά ιδιαίτερα επικοινωνιακό και φωτεινό πολιτικό, ήταν ο απόλυτος αυτοχειριασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οπερ και εγένετο.”, γράφει ο Λούλης.
Η διαπίστωση Λούλη δεν σημαίνει απαραίτητα πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επανέλθει στην εξουσία. Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια για “επικοινωνιακά ρετουσαρίσματα”, όπως συνέβη και παλαιότερα. Με την διαφορά πως οι χρόνοι παρέρχονται, οι συνθήκες μεταβάλλονται και τα περιθώρια στενεύουν.
Επ΄ αυτού προκύπτουν ορισμένα ζητήματα που αποκτούν εύλογα ιδιαίτερη αξία υπό το φως τριών δεδομένων: πρώτον, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οδεύει προς ένα συνέδριο (είχε προσδιοριστεί για τα τέλη Φεβρουαρίου, το πιθανότερο είναι, όμως, πως θα διεξαχθεί εντός του Μαρτίου), δεύτερον, το 2022 θα είναι εκλογική χρονιά, ή, έστω, έτος προπαρασκευής εκλογών που θα διεξαχθούν το αργότερο την άνοιξη του 2023, και, τρίτον, εμφιλοχωρεί, πλέον, στις αναλύσεις και προβλέψεις η παράμετρος της δημοσκοπικής ανόδου του νέου ΠΑΣΟΚ υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Η διαπίστωση Λούλη πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα όλων αυτών. Μία παρόμοια πρόβλεψη είχε κάνει και ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης όταν είχε μιλήσει για τον “καχεκτικό δικομματισμό”, ήτοι την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να υπερβεί την γραμμή μεταξύ του ισχυρού αντιπολιτευτικού κόμματος και να αναδειχθεί σε διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας.
Το ερώτημα παραμένει: έχει καταπιεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Τσίπρα;
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε αναμφίβολα το σημαντικότερο πλεονέκτημα του χώρου της κυβερνώσας Αριστεράς. Από τις δεύτερες εκλογές του 2015 (οι πρώτες έγιναν σε συνθήκες διαφορετικές που έχουν πολλαπλώς αναλυθεί) μέχρι την ήττα αλλά με το υψηλό ποσοστό του 32% των εκλογών του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πορευόταν με την δυναμική της χαρισματικότητας του Τσίπρα. Η προσωπική και αδιαμεσολάβητη σχέση που είχε κερδίσει με μία σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος ήταν το μεγάλο όπλο. Φάνηκε, άλλωστε, στον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε να μετατρέψει μέσα σε ένα μήνα το ποσοστό κατάρρευσης του 23% των ευρωεκλογών στο 32% των εθνικών εκλογών. Φάνηκε και από το ό,τι (όπως είχαν επισημάνει και οι δημοσκόποι) κατάφερε να κερδίσει δύο μονάδες μόνο με την τηλεοπτική του εμφάνιση στο “περιβάλλον Σκάϊ” (συνέντευξη στους Αλέξη Παπαχελά και Σία Κοσιώνη την Πέμπτη πριν τις εκλογές).
Τα πράγματα έχουν αλλάξει έκτοτε. Παρότι η πρόχειρη και “εύκολη” προσέγγιση ορισμένων για την δημοσκοπική χειραγώγηση της ηγεμονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη γίνεται συχνά “επιχείρημα”, η αλήθεια είναι πως δημιουργείται η εντύπωση πως τα “καύσιμα” Τσίπρα έχουν εξαντληθεί και στον δρόμο δεν είναι εύκολο να βρεθούν βενζινάδικα.
Κάποιοι έλεγαν πως στο ερώτημα-διαπίστωση Λούλη η απάντηση έπρεπε να είναι “να καταπιεί ο Τσίπρας τον ΣΥΡΙΖΑ”. Φυσικά, ούτε αυτό θα ήταν λύση. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε τον χρόνο, μαζί με την κριτική του στην κυβέρνηση, να οικοδομήσει ένα ανοικτό πολιτικό υποκείμενο που θα απεγκλωβιζόταν από τις μικρές αλλά βασανιστικές εμμονές του ριζοσπαστισμού και θα μεταβαλλόταν σε έναν μηχανισμό παραγωγής πολιτικής και αμφίδρομης σχέσης με την κοινωνία. Δυστυχώς, φαίνεται πως δεν συμβαίνει ούτε αυτό (παρά τις καλές προθέσεις του αρχηγού του).
Είναι αληθές πως σε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος μεγαλώνει η απογοήτευση για την κυβέρνηση. Το υπόβαθρο για αρνητική ψήφο υπάρχει. Υπάρχουν, όμως, και πολλές ενστάσεις για το εάν αυτή η αρνητική ψήφος διοχετευθεί στην αξιωματική αντιπολίτευση. Οι μετακινούμενες ψήφοι που κάνουν αντιπολιτεύσεις τις κυβερνήσεις και τούμπαλιν δεν συνιστούν πια μια μηχανιστική πράξη. Πολλοί μένουν αιχμάλωτοι στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου, άλλοι πάλι διαθέτουν τώρα την “τρίτη επιλογή” που λέγεται Ανδρουλάκης. Όχι γιατί απαραίτητα η μετονομασία από ΚΙΝΑΛ σε ΠΑΣΟΚ καθαγιάζει τα αμαρτήματα του παρελθόντος αλλά επειδή, κυρίως, η απολυτότητα περιορίζεται και οι ψηφοφόροι σκέπτονται με όρους του σήμερα και λιγότερο με αναδρομές στο παρελθόν.
Εάν, λοιπόν, έχει δίκιο ο Λούλης και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταπιεί τον Τσίπρα, το αντίδοτο δεν είναι να καθυποτάξει ο τελευταίος το κόμμα. Είναι αυτό το κόμμα να γίνει πράγματι κόμμα. Να υπερβεί την καλλιεργηθείσα αρνητική στάση πολλών και να δείξει πως το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι μόνο “να φύγει ο Μητσοτάκης” αλλά ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι και χειροπιαστοί λόγοι να κυβερνήσει το ίδιο. Ποιό ίδιο, όμως; Όχι, βεβαίως, η υβριδική φόρμουλα μετά το 2015 αλλά κάτι εντελώς νέο με κοινωνική γείωση και με ανοικτούς ορίζοντες.
Ο Μητσοτάκης θα προκηρύξει εκλογές όταν θα αισθάνεται πως μπορεί να τις κερδίσει. Είναι πιθανό να απαιτηθεί μια αλληλουχία αναμετρήσεων. Η πρώτη (απλή αναλογική), η δεύτερη (με κλιμακωτό μπόνους), ίσως και μια τρίτη. Το αφήγημα περί προοδευτικής διακυβέρνησης μπορεί να υπηρετεί την άποψη για έναν ΣΥΡΙΖΑ ευρύχωρο και ανεκτικό σε συνεργασίες, δημιουργεί, όμως, και την αίσθηση πως δεν μπορεί μόνος του, ό,τι δεν δύναται να προσδιορίσει τις εξελίξεις.
Τα πρόσωπα παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι προσλαμβάνουσες στο “ενδιάμεσο” εκλογικό σώμα είναι ενός αθροίσματος στελεχών που έχουν σημείο αναφοράς την διακυβέρνηση 2015-19. Ακόμα και τα πιο επιτυχημένα από αυτά έχουν καταστεί όμηροι στερεοτύπων και νοοτροπιών που εξακολουθούν να υφίστανται και ενίοτε να καλύπτουν την προσπάθεια ανανέωσης. Που είναι, για παράδειγμα, εκείνο το think tank που έμοιαζε ως μοντέλο της επόμενης ομάδας διακυβέρνησης;
Είναι βέβαιο πως στο συνέδριο ο Τσίπρας θα εισπράξει ένα απλόχερο και δυναμικό χειροκρότημα επιβεβαίωσης της αρχηγίας του. Ουδείς μπορεί να τον αμφισβητήσει και όλοι κατανοούν πως και τα επόμενα χρόνια η λάμψη του θα σκεπάζει το ημίφως των κομματικών διαδρόμων; Η λάμψη όμως φθίνει εάν δεν φροντίσει κανείς να την ανανεώνει. Σε καταπίνει, εν τέλει, ό,τι αφήσεις να σε καταπιεί.