Τον Μάιο του 2020 η Βουλή των Ελλήνων κύρωσε (ν. 4687/2020), πανηγυρικά, με ευρύτατη πλειοψηφία, τη διακυβερνητική συμφωνία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Ιταλίας για ένα σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο στις ευρωπαϊκές αγορές, για τον γνωστό αγωγό EastMed. Παραδόξως τη συμφωνία υπέγραψαν μόνο οι τρεις πρώτες χώρες. Το όνομα της Ιταλίας παρέμεινε στο κείμενο, αλλά η υπογραφή δεν τέθηκε. Δηλώθηκε απλώς με επιστολή η εκ μέρους της στήριξη του σχεδίου.
Την ίδια περίοδο αρκετοί μπέρδευαν τον αγωγό EastMed με τον νόμο που εισηγήθηκαν στην αμερικανική Γερουσία οι γερουσιαστές Μενέντες και Ρούμπιο, την EastMed Act (Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act of 2019) ή με τον διεθνή οργανισμό EastMed Gas Forum, στον οποίο μετέχουν οκτώ (προς το παρόν) χώρες της περιοχής.
Την περίοδο 2012-2015 σε συνεργασία με τον Γιάννη Μανιάτη προσπαθήσαμε να τεκμηριώσουμε και να προωθήσουμε το σχέδιο του αγωγού γνωρίζοντας το προφανές, ότι ένα έργο τέτοιας κλίμακας μπορεί να υιοθετηθεί, να χρηματοδοτηθεί, να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει μόνο αν είναι εφικτό και βιώσιμο τεχνικά και οικονομικά αλλά και αν είναι αποδεκτό πολιτικά από τους κρίσιμους παίκτες. Ηταν συνεπώς δεδομένο εξαρχής ότι ένα τέτοιο σχέδιο συνδέεται αφενός μεν με την οριοθέτηση και αξιοποίηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, αφετέρου δε με την προβολή των αναγκών των ευρωπαϊκών αγορών σε φυσικό αέριο τα επόμενα περίπου τριάντα χρόνια, άρα με την πρόβλεψη για το σχήμα και τον ρυθμό της πράσινης μετάβασης και τον ρόλο του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου υπό την πίεση της κλιματικής κρίσης. Το σχέδιο του αγωγού EastMed ήταν συνεπώς εξαρχής πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα.
Το επιμύθιο άλλωστε όλων των παρεμβάσεών μου ως προς την οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδίως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι ότι ο χρόνος τείνει να μειώσει ή ακόμη και να εξαλείψει την οικονομική και πολιτική σημασία των ορυκτών καυσίμων ως φυσικού και άρα οικονομικού και πολιτικού αντικειμένου. Συνεπώς, 47 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια άνετη αίσθηση του χρόνου και για τα επόμενα 47.
Πρέπει επειγόντως να ξανασκεφτούμε το στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι κινήσεις μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εχει άρα μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα η θέση της αμερικανικής διοίκησης, που δηλώθηκε με διάφορους τρόπους την προηγούμενη εβδομάδα, ότι δεν στηρίζει (πολιτικά προφανώς, αλλά αυτό συνιστά και μήνυμα προς την αγορά) το σχέδιο του αγωγού EastMed, ενώ αποδίδει πολιτική σημασία στην ενεργειακή συνεργασία της με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ. Στο πλαίσιο όμως αυτής της συνεργασίας στρέφει την προσοχή της στην ηλεκτρική διασύνδεση της Αιγύπτου με την Κρήτη και την ελληνική ηπειρωτική χώρα (EuroAfrica interconnector) και στην ηλεκτρική διασύνδεση του Ισραήλ και της Κύπρου με τα ευρωπαϊκά δίκτυα (EuroAsia interconnector).
Αυτά τα σχέδια θεωρεί ότι είναι ζωτικά και προετοιμάζουν την περιοχή για την καθαρή ενεργειακή μετάβαση. Η ηλεκτρική ενέργεια που θα διοχετεύεται στις διασυνδέσεις θα παράγεται (στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό και ασφαλές στις εκτός Ευρώπης περιοχές εγκατάστασης των μονάδων παραγωγής) βέβαια από ανανεώσιμες πηγές και σε πολύ μεγάλο βαθμό από φυσικό αέριο, αλλά προφανώς νέες υποδομές, όπως ο αγωγός EastMed, δεν υποστηρίζονται. Aρα ενισχύονται οι υποδομές που αφορούν υγροποιημένο ή συμπιεσμένο φυσικό αέριο είτε υφιστάμενοι αγωγοί και οι χώρες προέλευσης (π.χ. Ρωσία) και όδευσης (π.χ. Τουρκία).
Αν αποδειχθεί, όπως είναι πολύ πιθανό, ότι αρκεί μια παρόμοια πολιτική τοποθέτηση της αμερικανικής διοίκησης για να εγκαταλειφθεί πρακτικά από τις χώρες που έχουν υπογράψει σχετική διακρατική συμφωνία ένα σχέδιο όπως ο αγωγός EastMed, που τελεί υπό μελέτη με επιλογή και χρηματοδότηση της Ε.Ε., τότε πρέπει επειγόντως να ξανασκεφτούμε ποιο ακριβώς είναι το στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι κινήσεις μας στο πιο ευαίσθητο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, βασικό κεφάλαιο των οποίων είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Πρέπει επίσης να ξανασκεφτούμε αν έχουν υπολογιστεί πλήρως και σε βάθος όλες οι παράμετροι της πράσινης μετάβασης στη χώρα μας και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η χρήση του φυσικού αερίου στη μακρά μεταβατική περίοδο. Oταν λέω τρόπος, εννοώ κυρίως ασφάλεια και επάρκεια εφοδιασμού, διαθεσιμότητα των αναγκαίων υποδομών και διακύμανση τιμών.
Υπάρχει βέβαια πάντα η εύκολη απάντηση ότι τέτοια σχέδια κρίνονται από την αγορά με επιχειρηματικά κριτήρια. Κατά τη λογική αυτή θα έπρεπε όμως να δεχθούμε ότι π.χ. η κοινοπραξία με κορμό την Total και την ExxonMobil μπορεί, όπως ήδη φαίνεται, να «παγώσει» τις έρευνες στα τεμάχια νότια και δυτικά της Κρήτης για τα οποία έχουν συναφθεί με την Ελληνική Δημοκρατία συμβάσεις παραχώρησης.
Πρόκειται, θυμίζω, για περιοχές με υψηλή πιθανότητα ύπαρξης πολύ σημαντικών κοιτασμάτων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων. Ελπίζω να είναι προφανές ότι η απόφαση για το πώς θα διαμορφωθεί η σχέση μας με τους φυσικούς αυτούς πόρους βεβαίως λαμβάνει υπόψη της τη στάση της αγοράς και των μεγάλων διεθνών εταιρειών, είναι όμως μια βαριά απόφαση εθνικού χαρακτήρα. Μια απόφαση που πρέπει να ληφθεί με ρεαλιστικά κριτήρια.
Αλλά να ληφθεί, όχι να αφεθεί ο χρόνος να γλιστρήσει και η αδράνεια να εκλαμβάνεται ως δραστήρια πολιτική. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη διεθνή ενεργειακή αγορά, ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται ή μάλλον εκτινάσσεται η τιμή του φυσικού αερίου για λόγους εν πολλοίς διεθνοπολιτικούς, καθιστούν απολύτως προφανή τη στενή σχέση εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικής. Ούτως ή άλλως και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, στο οποίο αναφερόμαστε συνεχώς, ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό ενεργειακού χαρακτήρα ζητήματα.
Είχα διατυπώσει («Καθημερινή» της Κυριακής 2.1.2022) τη σκέψη ότι οι διεθνείς εξελίξεις που αναδιατάσσουν τον παγκόσμιο χάρτη και διαμορφώνουν ουσιαστικά ξανά τις σφαίρες επιρροής και στην ευρύτερη Ευρώπη, μπορεί να καταστήσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και το Kυπριακό ζητήματα παρακολουθηματικού χαρακτήρα, με τον ρόλο των άμεσα ενδιαφερομένων χωρών να μειώνεται επειδή καθοριστικό θα είναι το υπερκείμενο επίπεδο, όπως οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, που επικαθορίζουν και τις σχέσεις ΝΑΤΟ – Ρωσίας, και εντέλει οι σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας.
Οι νέοι αυτοί συσχετισμοί καθορίζουν και τα περιθώρια ευελιξίας των περιφερειακών παικτών. Iσως το ζήτημα του αγωγού EastMed να είναι μια πρώτη πρακτική ένδειξη για τον τρόπο λειτουργίας του νέου συστήματος διεθνών σχέσεων σε πολιτικό και ενεργειακό επίπεδο. Εμείς πάντως οφείλουμε να αναζητήσουμε και να διαβάσουμε σωστά όλα τα συμφραζόμενα στο πεδίο τόσο της εξωτερικής όσο και της ενεργειακής πολιτικής.
- Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών. Πρώην υπουργός Ανάπτυξης (και Ενέργειας)
Πρώτη δημοσίευση στην “Καθημερινή”