Tο πρώτο «σήμα» ήρθε την περασμένη εβδομάδα από το Βερολίνο αλλά πέρασε στα ψιλά: Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών έστειλε μήνυμα στις υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες – ήτοι, ειδικά στην Ελλάδα και την Ιταλία – να αρχίσουν πάραυτα να μαζεύουν τα δημόσια οικονομικά τους και να ξεχάσουν την χαλάρωση της πανδημίας, ειδάλλως να είναι προετοιμασμένες να «τιμωρηθούν» λίαν συντόμως από τις αγορές.
Το μήνυμα εστάλη δια στόματος του Φλόριαν Τόντσαρ, στενού συμβούλου του γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και κοινοβουλευτικό γραμματέα του συγκυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο Τόντσαρ δεν μάσησε τα λόγια του, δεν κατέφυγε σε διπλωματικές αβρότητες και δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάγκη του νέου κοινωνικού και οικονομικού που, θεωρητικά, ανέδειξε στην Ευρώπη η πανδημία. Είπε ορθά- κοφτά πως οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να περιορίσουν τον δανεισμό τους και να επιστρέψουν στην δημοσιονομική πειθαρχία πιο γρήγορα απ’ ότι αρχικά εκτιμάτο- διαφορετικά, «οι αγορές θα αρχίσουν να τιμωρούν σκληρά τις υπερχρεωμένες οικονομίες».
“Είμαι πεπεισμένος ότι πολύ πολύ σύντομα η Ευρώπη δεν θα αναρωτιέται ποιο επίπεδο χρέους επιτρέπουν οι δημοσιονομικοί κανόνες και κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες – αντίθετα, θα αναρωτιέται τι επιτρέπουν και τι δεν επιτρέπουν οι αγορές”, δήλωσε σε κλειστή σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου που, όμως, αποκαλύφθηκε με βίντεο από το Reuters.
Και τόνισε πως εκείνο που πρέπει να κάνει τώρα η Γερμανία δεν είναι να συζητά εάν θα πρέπει να χαλαρώσει το Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά να διασφαλίσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι, με το πέρας της πανδημίας, θα υπάρξει επιστροφή σε πιο συντηρητικό δημοσιονομικό μοντέλο.
Το δεύτερο «σήμα» ήρθε χθες, αυτοπροσώπως πια, από τον Κρίστιαν Λίντνερ. Προσερχόμενος στο Eurogroup ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ζήτησε, επίσης ορθά-κοφτά μείωση των χρεών της ευρωζώνης. Είπε ότι η Γερμανία ζητά από όλα τα κράτη-μέλη «σεβασμό στους από κοινού συμφωνημένους δημοσιονομικούς κανόνες» επειδή αυτό θα βοηθήσει να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, πρόσθεσε ότι οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας απέδειξαν την ευελιξία τους στην διάρκεια της πανδημίας αλλά τώρα «ήρθε η ώρα να δημιουργήσουμε ξανά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας» και τόνισε: «Χρειαζόμαστε ανθεκτικότητα όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στον δημόσιο τομέα. Γι’ αυτό είμαι πολύ υπέρ της μείωσης του δημόσιου χρέους».
Κατά τα λοιπά, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών παρέπεμψε την όποια συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας στον Ιούνιο – «όταν θα καταθέσει τις προτάσεις της η Κομισιόν» – και κατέστησε σαφές ότι οι αλλαγές που ενδεχομένως θα αποδεχθεί το Βερολίνο στους δημοσιονομικούς κανόνες θα είναι επουσιώδεις και, σε καμία περίπτωση, δεν θα σηματοδοτούν ριζική αλλαγή οικονομικού και δημοσιονομικού δόγματος.
Εν ολίγοις, ο Σόιμπλε μπορεί και να επιστρέφει. Δείχνοντας για μια ακόμη φορά τον δρόμο της λιτότητας. Και διαψεύδοντας, σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον, όσους πίστεψαν ότι η αλλαγή κυβέρνησης στην Γερμανία, μαζί με τα διδάγματα της πανδημίας, μπορεί να σημάνουν και ριζική αλλαγή δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη.
Ο αντίλογος λέει ότι απέναντι στον Λίντερ – τον «νέο, μικρό Σόιμπλε» κατά τους Financial Times – κι ενδεχομένως κι απέναντι στον Σολτς, θα βρεθούν ο Μάριο Ντράγκι και ο Εμμανουέλ Μακρόν. Ο ιταλο-γαλλικός άξονας πιέζει έντονα για χαλάρωση του δημοσιονομικού «γύψου» του Συμφώνου Σταθερότητας και για χαλάρωση των κανόνων για το χρέος (60% του ΑΕΠ) και για το έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) που, όντως, μετά την εποχή της πανδημίας μοιάζουν εξωπραγματικοί.
Η πρόσφατη ιστορία όμως λέει πως η σχέση Παρισιού και Βερολίνου είναι γεμάτη με μικρότερους ή μεγαλύτερους συμβιβασμούς made in Germany.
Η παλαιότερη ιστορία λέει επίσης πως ο πληθωρισμός είναι το μεγάλο φάντασμα που στοιχειώνει την γερμανική πολιτική και την γερμανική οικονομία – από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του παγκόσμιου δράματος που ακολούθησε. Και πολύ δύσκολα θα βρεθεί εκείνος ο καγκελάριος, σοσιαλδημοκράτης ή χριστιανοδημοκράτης, που θα ιεραρχήσει την κοινωνική συνοχή ως προτεραιότητα έναντι της πληθωριστικής απειλής. Οι δε πληροφορίες από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες λένε ότι ο πιθανός συμβιβασμός που συζητείται και κυοφορείται είναι μια πιο «ελαστική ερμηνεία» των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας που όμως θα περιλαμβάνει «κόφτη» χρέους: Θα ενεργοποιεί, δηλαδή, αυτομάτως μέτρα μείωσης του χρέους – δηλαδή μέτρα λιτότητας – εάν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μιας χώρους υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια.
Μοιάζει με νέο, πανευρωπαϊκό Μνημόνιο. Και δεν είναι καλό νέο για την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει αυτή την στιγμή το υψηλότερο χρέος σε όλη την ευρωζώνη – κοντά 200% του ΑΕΠ -, και το κόστος δανεισμού της μπορεί να παραμένει χαμηλό αλλά έχει διπλασιαστεί μέσα σε τρεις μήνες. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου από το 0,8% του Οκτωβρίου έχει ανέβει στο 1,6%, υπό το βάρος της στροφής των κεντρικών τραπεζών σε περιοριστική νομισματική πολιτική. Η Ελλάδα επίσης δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα, ο κύκλος του φθηνού χρήματος κλείνει μαζί με το τέλος του προγράμματος ποσοτικής PEPP τον Μάρτιο – δεν θα μπορεί δηλαδή να απολαμβάνει εγγυημένου και φθηνού δανεισμού από την ΕΚΤ – κι έχει επίσης ένα έλλειμμα που φθάνει στο 7%.
Εάν ισχύσει το δόγμα Λίντνερ και η επιστροφή στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας από το 2023, η Ελλάδα θα πρέπει να μετατρέψει αυτό το έλλειμμα σε πλεόνασμα.
Θα πρέπει, δηλαδή, μέσα σε έναν χρόνο να πάει σε δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή σε μέτρα λιτότητας, της τάξης τουλάχιστον του 8% του ΑΕΠ. Ισως κι αυτός είναι λόγος που δεν είναι λίγοι εκείνοι στο Μαξίμου οι οποίοι εισηγούνται πως μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο πρέπει οπωσδήποτε να έχουν γίνει οι εκλογές…