Όσοι μελετούν τις δημοσκοπήσεις ως προς τα ποιοτικά τους στοιχεία και δεν αναδεικνύουν μόνο (τυπικά) την διαφορά των δύο μεγαλύτερων κομμάτων στην “Πρόθεση Ψήφου” -χωρίς αυτό να υποτιμάται- δεν μπορεί παρά να παρατηρήσουν με ενδιαφέρον κάποια “ύποπτα” σημεία στην τελευταία μέτρηση της ProRata (για το ieidiseis).
Πρώτον, η μεγάλη μείωση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος/κυβέρνηση ως προς την διαχείριση της πανδημίας (δείτε αναλυτικά τα στοιχεία εδώ). Εκείνο, ωστόσο, που ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι οι πολίτες βαθμολογούν αρνητικά την κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της πανδημίας (61% αρνητικά και μάλλον αρνητικά, έναντι 38% που τη χαρακτηρίζει θετικά και μάλλον θετικά). Το γεγονός και μόνο ότι η κυβέρνηση ξεκίνησε με 85% θετικές κρίσεις ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας και έχει φτάσει στο 38%, δείχνει και το μέγεθος του προβλήματος για το μέγαρο Μαξίμου. Όσοι εισηγούνταν στον πρωθυπουργό να αξιοποιήσει το θριαμβευτικό κλίμα του καλοκαιριού του 2020 και να προσφύγει σε εκλογές για να “κάψει” την απλή αναλογική είναι βέβαιο πως θα θεωρούν ότι δικαιώνονται.
Δεύτερον, η υποχώρηση της πανδημίας στη δεύτερη θέση ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και η “πρωτιά” της ακρίβειας και του τσουνάμι των ανατιμήσεων με την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Εάν, μάλιστα, αθροίσει κανείς το 42% της ακρίβειας και το 28% των χαμηλών μισθών και του εργασιακού, γίνεται ακόμα πιο προφανές πως η πολιτική μάχη θα δωθεί (και) στα σούπερ μάρκετ. Επιπροσθέτως, η πρόβλεψη της Κομισιόν (εδώ) , πως βρισκόμαστε μόλις στην αρχή του φαινομένου (διαψεύδοντας τις βεβαιότητες για παροδικότητα), περιγράφει μία δύσβατη δίοδο προς τις επόμενες εκλογές και εξηγεί την σπουδή της κυβέρνησης να βάλει εσπευσμένα στο τραπέζι το θέμα της μεγαλύτερης, απ΄ ότι αρχικά είχε ειπωθεί, αύξησης του κατώτατου μισθού αλλά και άλλες παροχές.
Μελετώντας, ωστόσο, βαθύτερα την συγκεκριμένη μέτρηση (αλλά και άλλες που έχουν ήδη αποτυπώσει παρόμοιο κλίμα) διαπιστώνει και μερικά “ύποπτα” στοιχεία.
Για πρώτη φορά σε μη εκλογικό timing, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (συνήθως πολύ πιο χαλαρή) φθάνει και ξεπερνάει ελάχιστα την αντίστοιχη της Ν.Δ (71% έναντι 70%). Το εκλογικό σώμα στο οποίο απευθύνεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως έχει μπει σε “προεκλογική διάθεση”, αφενός λόγω της πόλωσης που εντείνεται και αφετέρου εξαιτίας της υποβολής αιτήματος για εκλογές από τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτό επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να μειώνει ελάχιστα την διαφορά του από τη Ν.Δ αλλά να αντιμετωπίζει λίγο πιο αισιόδοξα τις προοπτικές.
Επί της ουσίας, οι συσχετισμοί δεν αλλάζουν (ακόμα) και η πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρείται αλλά με πλήγματα, όμως δημιουργούνται προϋποθέσεις μείωσης της διαφοράς κάτι διόλου αμελητέο ενόψει απλής αναλογικής αλλά και στη βάση του αφηγήματος της Κουμουνδούρου για “προοδευτική διακυβέρνηση”.
Το δεύτερο στοιχείο, στον ίδιο πίνακα (πάνω), είναι οι μετακινήσεις ψηφοφόρων. Η συγκεκριμένη δημοσκόπηση παρουσιάζει μία ισοπαλία ως προς τις μετακινήσεις από τη Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προς το ΚΙΝ.ΑΛ/ΠΑΣΟΚ, αλλά και μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.
Το πρώτο επιβεβαιώνει εκείνους που έλεγαν πως η δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως σε διαρροές ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Διαπιστώνεται πως το 8% των ψηφοφόρων (2019) της Ν.Δ μετακινείται προς το τρίτο κόμμα του Κοινοβουλίου (και αντίστοιχα το 9% εκείνων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ), γεγονός που εξηγεί την προσπάθεια του πρωθυπουργού να ωθήσει τον Νίκο Ανδρουλάκη στην “κεντροαριστερή πολυκατοικία” (συνέντευξη στον Ant1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου), ώστε να περιορίσει τυχόν απώλειες και να καταστήσει τον νέο αρχηγό αντίπαλο του Αλέξη Τσίπρα και όχι του ιδίου.
Ας σημειωθεί πως οι πληροφορίες αναφέρουν ότι προσεχώς οι επιθέσεις από την κυβέρνηση προς το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ θα ενταθούν, ενώ ήδη καταγράφεται και μια ποιοτική μεταστροφή των φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση μέσων ενημέρωσης.
Παρατήρησης αξίζει και η περιγραφή της λεγόμενης “γκρίζας ζώνης” ή “ζώνης αδιευκρίνιστης ψήφου”. Εκεί η ανάγνωση είναι διττή:
με βάση την προηγούμενη ψήφος τους (2019) ποσοστό 26% του εκλογικού κοινού της Ν.Δ εμφανίζεται να μην έχει αποφασίσει την επιλογή του στην επόμενη κάλπη, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι 14%. Το κυβερνών κόμμα έχει από τη μία να προσδοκά αύξηση του ποσοστού του εάν καταφέρει να πείσει τους περισσότερους από τους “δικούς του” αναποφάσιστους να το επιλέξουν ξανά, από την άλλη, ωστόσο, εφόσον αυτό δεν συμβεί κινδυνεύει να δει να ενισχύονται είτε μικρότερα κόμματα (και λόγω περιβάλλοντος απλής αναλογικής), ή ακόμα και ο βασικός αντίπαλός του. Παρόμοιο κίνδυνο διατρέχει, αν και σε μικρότερο βαθμό, και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Με βάση όλα τα παραπάνω διαπιστώνεται πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν “νεκρά σημεία” (κατά την οδήγηση είναι εκείνα τα σημεία που δεν είναι εύκολα ορατά από τους καθρέφτες του αυτοκινήτου) στο πολιτικό τοπίο που ενδεχομένως να μεταβάλλουν λιγότερο ή περισσότερο τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Η εκτίμηση της “Πρόθεσης Ψήφου”, πάντως, δείχνει μικρή μείωση της διαφοράς- στις 7 μονάδες-, με το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ να εγκαθίσταται σε διψήφιο ποσοστό (12%), κάτι που αναμφίβολα του δίνει ρυθμιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Με ποσοστό 32-33% στην κάλπη της απλής αναλογικής η Ν.Δ μπορεί να χάνει 7 έως 8 μονάδες από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, μπορεί, όμως, να προσδοκά πως με το δίλημμα “αυτοδυναμία ή ακυβερνησία” ίσως καλύψει την απόσταση από το 38% (υπό προϋποθέσεις και λίγο λιγότερο) που απαιτείται για να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όπως, αντιστοίχως, και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί να αυξήσει σημαντικά το ποσοστό του και να καλλιεργήσει -εφόσον δείξει να το επιθυμεί και ο “ρυθμιστής”-Ανδρουλάκης- προσδοκία κυβέρνησης συνεργασίας προοδευτικής, όπως λέγεται, κατεύθυνσης.