Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να άργησε δυόμισι χρόνια αλλά τελικά αποφάσισε ότι δεν θέλει «να τον καταπιεί» ο ΣΥΡΙΖΑ – όπως θα ‘λεγε κι ο… Γιάννης Λούλης. Οι κάλπες και ο κόσμος της αριστεράς και της κεντροαριστεράς θα πουν αν το αποφάσισε νωρίς ή αργά, προσώρας όμως, για τα δεδομένα της Κουμουνδούρου, κάνει επανάσταση.
Πολιτικά, η πρότασή του για απ’ ευθείας εκλογή του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής από την βάση είναι η μεταχρονολογημένη υλοποίηση της δέσμευσής του για μετασχηματισμό του κόμματος και αντιστοίχηση με την εκλογική του βάση. Είναι η επιστροφή των οφειλόμενων για την «δανεική» – όπως ο ίδιος την είχε χαρακτηρίσει την βραδιά των εκλογών– ψήφο που έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ ο κόσμος του δημοκρατικού και προοδευτικού χώρου τον Ιούλιο του 2019.
Είναι επίσης η προσωπική του απάντηση στο νέο, ανοιχτό πια, παιχνίδι στον χώρο της κεντροαριστεράς. Η βολική ανάγνωση για πολλούς στην Κουμουνδούρου ήταν πως η προσέλευση 270.000 ψηφοφόρων στις κάλπες εκλογής προέδρου στο ΚΙΝΑΛ δεν σήμαινε και τίποτα. Απλώς, λέει, πήγαν και ψήφισαν λίγοι περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους του Κινήματος Αλλαγής. Ο Αλέξης Τσίπρας όμως είδε την απειλή του πολιτικού κενού – όπως είδε, στις δημοσκοπήσεις, και την ανάγκη επαναβεβαίωσης της δικής του ηγεμονίας στην κεντροαριστερά. Επιπλέον, όταν Νέα Δημοκρατία και ΚΙΝΑΛ εκλέγουν πρόεδρο με διαδικασία ανοιχτή όχι μόνον στα μέλη, αλλά και στους φίλους, ένας ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγούς και όργανα κομματικού σωλήνα κινδυνεύει να διαπρέψει μόνον ως τιμημένη πολιτική οπισθοφυλακή.
Πρακτικά, η απόφαση Τσίπρα σημαίνει την αποδέσμευσή του από τάσεις, φράξιες και ποσοστώσεις. Σημαίνει το τέλος του αριστερόμετρου και του κομματικού μοντέλου που θέλει τον πρόεδρο απλώς «πρώτο μεταξύ ίσων». Με υποχρέωση έκφρασης του συλλογικού μέσου όρου και με ισχυρές δόσεις ομηρίας. Μπορεί να μοιάζει δημοκρατικό, αλλά δεν είναι πάντα λειτουργικό. Και, κυρίως, δεν είναι απαραιτήτως αντιπροσωπευτικό – πόσο μάλλον, όταν ο κομματικός συλλογικός μέσος όρος απέχει μακράν από τον κοινωνικό μέσο όρο.
Για όλους αυτούς τους λόγους η επιλογή Τσίπρα σημαίνει και ανοιχτή σύγκρουση. Είναι η σύγκρουση που ήδη ξεκίνησε στο Πολιτικό Συμβούλιο, με τον Νίκο Βούτση να ζητά ψηφοφορία για να καταγραφούν οι διαφωνίες και με το τελικό αποτέλεσμα να καταγράφει και τους – τρέχοντες – συσχετισμούς της αναμέτρησης:
H πρόταση Τσίπρα πέρασε με 27 υπέρ και 11 κατά, με τους έντεκα να συγκροτούνται από σύσσωμη την ηγεσία της «Ομπρέλας»: Ευκλείδης Τσακαλώτος, Νίκος Βούτσης, Νίκος Φίλης, Πάνος Σκουρλέτης, Θοδωρής Δρίτσας, Δημήτρης Βίτσας, Τασία Χριστοδουλοπούλου, Ράνια Σβίγγου, Εφη Καλαμαρά, Πάνος Λάμπρου και Κωνσταντίνος Βλαχάκης καταψήφισαν και έδωσαν καθαρά το στίγμα της αντιπαράθεσης.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν ο πιο κάθετος όλων, έθεσε ζήτημα απώλειας συλλογικότητας, λογοδοσίας και ρευστοποίησης του κόμματος, άπαντες εγκάλεσαν τον Αλέξη Τσίπρα για δημιουργία αρχηγικού κόμματος που εγκαταλείπει τις ιστορικές αρχές και αξίες της αριστεράς και πολλοί μίλησαν για κίνηση που οδηγεί σε συστημική μετάλλαξη – στην προσχώρηση στο μοντέλο του πολιτικού «star system».
Η συνέχεια αυτής της σύγκρουσης θα δοθεί στο συνέδριο και δεν διαγράφεται ανώδυνη. Εν πολλοίς, είναι η σύγκρουση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος διακυβέρνησης και εξουσίας και του ΣΥΡΙΖΑ ως θεματοφύλακα της αριστερής καθαρότητας.
Του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να αποτελεί ώριμη πρόταση εναλλακτικής διακυβέρνησης, και του ΣΥΡΙΖΑ που δεν κατάφερε ποτέ να μεταβολίσει και να απενοχοποιήσει το κυβερνητικό του παρελθόν. Μπορεί να είναι μια σύγκρουση ιδεολογική έως και υπαρξιακή, μπορεί να είναι και μια σύγκρουση ιδιοτέλειας. Στην οποία, ωστόσο, διακυβεύεται το εάν όντως αποτελεί προτεραιότητα η «πολιτική αλλαγή» ή η περιχαράκωση στο οχυρό των «πεφωτισμένων». Κοινώς, το εάν θα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ να συναντήσει την κοινωνία, ή θα αξιώνει από την κοινωνία να πάει να τον συναντήσει εκείνη.
Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε καθαρά το πρώτο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το έκανε εγκαίρως…