Ο ηλικιωμένος άντρας άφησε τη γυναίκα του να κοιμάται ήσυχη, στον τέταρτο όροφο του Imperial και ξεκίνησε για το πρωινό του ραντεβού, στο λόμπυ. Τον κούραζαν πολύ αυτές οι υποχρεωτικές συναντήσεις, έλεγε πότε να τελειώσει το πανηγύρι, να ξαναγυρίσει στο σπιτάκι του στην Αντίπ, στα γραφτά του.
Ωστόσο ήταν περίεργος, τι στην ευχή τον ήθελε ο μορφωτικός ακόλουθος της Ισραηλινής Πρεσβείας στη Γαλλία; Μάλλον για κάποια επίσημη πρόσκληση, να επισκεφθεί το Ισραήλ, με την ευκαιρία της ταινίας. Το Celui qui doit mourir θα προβαλλόταν απόψε στο Φεστιβάλ, εδώ στις Κάννες, σε επίσημη πρεμιέρα, όλοι περίμεναν πως και πως τη μεγάλη ντίβα και τον αμερικανοεβραίο σκηνοθέτη. «Οβρέοι…» μουρμούρισε χαμογελώντας. Ένοιωθε αδύναμος, αλλά βάδιζε στητός, στους διαδρόμους, προσεχτικά στα λίγα σκαλοπάτια που έπρεπε να κατέβει για να φτάσει στο σαλόνι που τον περίμεναν.
Το σαλόνι ήταν άδειο. Προχώρησε μερικά βήματα, κι ενώ συλλογιζόταν που να καθίσει για να περιμένει, άκουσε να τον φωνάζουν.
«Νικολάι Μιχαήλοβιτς!»
Έστρεψε προς το μέρος της φωνής, την είδε, αλλά δεν την αναγνώρισε. Αυτή στεκόταν ορθή, μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, κοντή, κοτσονάτη. Πλησίασε, διέκρινε το δυνατό πηγούνι, τη γερακωτή μύτη, τα χοντρά χείλια και τα μάτια με τις μεγάλες βλεφαρίδες, αλλά δεν την αναγνώρισε.
«Νικολάι Μιχαήλοβιτς;»
Στάθηκε απέναντί της αμήχανος.
«Μπονζούρ μαντάμ. Ξέρετε, έχω ένα ραντεβού και…»
«Εγώ είμαι το ραντεβού σας, Νικολάι Μιχαήλοβιτς!»
«Εσείς;»
Την κοίταξε εξεταστικά, με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Φοβάμαι πως…»
«Δεν πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια από τότε που ειδωθήκαμε τελευταία φορά, Νικολάι Μιχαήλοβιτς… Άλλαξα κάπως, αυτό είναι αλήθεια…»
«Ραχήλ!»
Έκανε ένα βήμα, έκανε κι αυτή ένα, άγγιξαν τα χέρια τους. Έμειναν δισταχτικοί, για λίγο, μετά αγκαλιάστηκαν. Ο άντρας έσκυψε, αυτή τεντώθηκε προς τα πάνω, τα χείλη τους συναντήθηκαν σ’ ένα φευγαλέο φιλί. Η Ραχήλ τον αγκάλιασε πιο σφιχτά και ακούμπησε για λίγο το κεφάλι της στο στήθος του. Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς σήκωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η Ραχήλ τραβήχτηκε πρώτη.
«Ας καθίσουμε…»
Κάθισαν σ’ ένα μικρό καναπέ, ο ένας δίπλα στον άλλον.
«Σας ξάφνιασα…»
«Νόμιζα πως…»
«Πως είμαι πεθαμένη; Πολύ φυσικό… Αλλά ήμουν τυχερή…»
«Βρεθήκατε σε…»
«Όχι, από το ’31 και μετά ζούσα στην Αμερική…»
«Δε μείνατε στην Μόσχα;»
«Όχι, επέστρεψα στο Βερολίνο κι από κει φύγαμε με τον άντρα μου, πριν κλείσουν τα σύνορα για μας…»
Την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Παντρευτήκατε;»
Η γυναίκα γέλασε καλόκαρδα, αλλά και κάπως ειρωνικά. Ο άντρας αναγνώρισε για τα καλά την εικοσάχρονη Ραχήλ του Βερολίνου.
«Σκεφτόμουν να σας περιμένω, αλλά εσείς ήσασταν κιόλας παντρεμένος όταν συναντηθήκαμε στη Μόσχα, την τελευταία φορά… Εξάλλου, όποιος Κρητικός παντρεύεται Εβραία, δεν έχει καλό τέλος, ούτε αυτός ούτε η Εβραία, έτσι δε γίνεται στα βιβλία σας;»
«Διαβάζετε τα βιβλία μου;»
«Τα διαβάζω, όσα μεταφράζονται…»
Ο άντρας δίστασε για λίγο.
«Διαβάσατε και την Οδύσσεια;»
Η Ραχήλ τον κοίταξε με ιλαρή σοβαρότητα.
«Τη διάβαζα στα εγγλέζικα, επειδή τη γράψατε εσείς, Νικολάι Μιχαήλοβιτς, μεγάλη η χάρη σας. Αν την είχε γράψει άλλος, δε θα έμπαινα στον κόπο να κολυμπήσω σε τόσες χιλιάδες στίχους! Μου πήρε σχεδόν ένα μήνα!»
Ο άντρας χαμογέλασε πρόσχαρα, για πρώτη φορά. Ξαλάφρωσε γιατί θυμήθηκε ότι οι μνήμες ήταν δεμένες γερά, σμιλεμένες στους στίχους, τα πάθη ξορκισμένα μια για πάντα, ο πρώτος και τελευταίος λόγος δικός του, στον αιώνα. Η Ραχήλ θα άφηνε το ίχνος της, θα υπήρχε, μονάχα επειδή αυτός την έκανε τραγούδι. Όχι μονάχα αυτό, αλλά θα υπήρχε με το δικό του τρόπο, με τη μετουσίωση που της ετοίμασε ο ίδιος!
«Τι σκέφτεστε, Νικολάι Μιχαήλοβιτς;»
«Σκέφτομαι πως πλακώνουν τον άνθρωπο τα βιώματα, οι εμπειρίες, με βάρος ασήκωτο και μετά πως ξαφνικά μετουσιώνονται σε ανάλαφρα πνεύματα, όταν τ’ αγγίξει η πένα και γίνουν τραγούδι, παραμύθι, θέατρο…»
«Σας ήμουνα, λοιπόν, τόσο μεγάλο βάρος, που έπρεπε να με σκοτώσετε, στο τραγούδι σας;»
«Θα προτιμούσατε να…»
«Ένα λεπτό… Θέλω να σας παρακαλέσω κάτι… Μιλάμε τόση ώρα στα Γαλλικά. Ποτέ δε μιλήσαμε σ’ αυτή τη γλώσσα, όσο είμαστε μαζί. Θα σας πείραζε να συνεχίσουμε στα Γερμανικά;»
«Όπως θέλετε…»
«Λέγατε, λοιπόν…»
«Έλεγα, θα προτιμούσατε μήπως αντί για το θάνατο πάνω στον ανθό της νιότης, να παντρευτείτε ένα καλό εργατικό παλικάρι, να κάνετε μαζί του πολλά παιδιά, να γίνετε μια καλή νοικοκυρά και να πεθάνετε στα βαθιά γεράματα;»
Η Ραχήλ γέλασε καλόκαρδα.
«Καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Αν ζούσα, θα ήμουνα άχρηστη, ως ηρωίδα… Αλλά, να πάρει η ευχή, γιατί στερήσατε τον έρωτα από την αθάνατη σκιά μου; Εντάξει, να πεθάνω, δε χάλασε ο κόσμος, αφού αυτό θέλει ο ποιητής! Αλλά εγώ όταν έτρεχα με τους πεινασμένους στο Βερολίνο δεν ήμουνα καμιά μυξοπαρθένα και εσείς το ξέρετε πολύ καλά! Μονάχα γι’ αυτό σας παραπονιέμαι! Θα μπορούσατε τουλάχιστο να δημιουργήσετε ένα παθιασμένο ερωτικό ιντερμέδιο με τον Οδυσσέα, δηλαδή με το alter ego σας, να πάω ευχαριστημένη!»
Γέλασαν και οι δύο. Η Ραχήλ κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του, περίμενε να της απαντήσει. Στο μεταξύ, καθώς τον κοίταζε, άρχιζε να συνειδητοποιεί πόσο είχε κακομεταχειριστεί ο χρόνος εκείνον τον εντυπωσιακό σαραντάρη άντρα, που την είχε ερωτευτεί παράφορα στο Βερολίνο, τόσο πολύ, που, έστω για λίγα χρόνια, παράτησε για χάρη της το Βούδα και παθιάστηκε με το Λένιν!
Μόλις έκανε αυτή τη σκέψη, η Ραχήλ ντράπηκε για τη ματαιοδοξία της και τα μάγουλά της κατακοκκίνισαν.
Ο άντρας, που έμενε σιωπηλός, το πρόσεξε.
«Ο Οδυσσέας δεν είχε πια διάθεση για έρωτες, όταν συνάντησε τη σκιά σας. Είχε ξεθυμάνει η επιθυμία, τον έτρωγαν άλλες έγνοιες… πάλευε με τον ίδιο το Θεό και όταν παλεύεις με το Θεό, ο έρωτας για τη γυναίκα μοιάζει πάρεργο, λοξοδρόμισμα από το τη μεγάλη αποστολή…»
«Να νικήσεις το Θεό;»
«Μη θυμώνετε, Ραχήλ. Η αποστολή είναι να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι παλεύεις με κάτι ανύπαρκτο έξω από σένα… μ’ έναν ίσκιο… Μόνο που μέχρι να το καταλάβεις αυτό ματώνεις και ξεματώνεις και αφοσιώνεσαι όλο και περισσότερο, μέχρι που…»
«Μέχρι που…»
«Μέχρι που αδειάζεις εντελώς, δεν έχεις πια άλλη δύναμη για να συνεχίσεις τον αγώνα. Τότε είσαι έτοιμος να αγκαλιάσεις τον ίσκιο και να γίνεις ένα μαζί του»
Μιλούσε ήσυχα, αλλά η Ραχήλ διέκρινε το πάθος να σιγοκαίει κάτω από τις λέξεις του. Του αντιγύρισε ήρεμα, κρύβοντας την οργή της για το παράλογο που έβλεπε στα λεγόμενά του.
«Εσείς, είστε έτοιμος να αγκαλιάσετε τον ίσκιο του Θεού, Νικολάι Μιχαήλοβιτς;»
Εκείνος απάντησε αμέσως, πριν σβήσει ο τελευταίος ήχος του ονόματός του, με πείσμα.
«Όχι! Δεν είμαι έτοιμος και δε θα είμαι, μέχρι την τελευταία ανάσα!»
Η Ραχήλ ένοιωσε την οργή της να εξατμίζεται και τη θέση της να παίρνει η πόνεση. Ωστόσο, όσο μιλούσε, ερεθιζόταν απ’ τα ίδια τα λόγια της και θύμωνε με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, ακριβώς όπως της συνέβαινε πριν αμέτρητα χρόνια, στο Βερολίνο.
«Οι άντρες είσαστε άμυαλα πλάσματα, Νικολάι Μιχαήλοβιτς, και να με συμπαθάτε. Ένας στους χίλιους, τι λέω, ένας στους εκατό χιλιάδες έχει μυαλό στο κεφάλι του κι ένας στο εκατομμύριο έχει και μυαλό και νεφρά δυνατά, να βοηθήσει στο μοναδικό που έχει σημασία, ν’ αλλάξει η ζωή, ν’ απαλλάξει τους ανθρώπους από το πάτημα της μπότας που λιώνει το πρόσωπό τους… Αυτούς τους άντρες προτιμώ, αυτούς που αλλάζουν τον κόσμο, αντί να παλεύουν με τους ίσκιους και να ξοδεύονται άδικα… Κι εσείς, που ήσασταν ένας από τους καλύτερους, ξοδέψατε τη ζωή σας άδικα, παίζοντας με φαντάσματα… Γιατί χαμογελάτε;»
«Είστε ακόμα μπολσεβίκα, Ραχήλ;»
«Όχι! Αλλά παλεύω πάντα για τους ανθρώπους, στήνουμε ένα κράτος εκεί κάτω!»
«Δεν παλεύετε για τους ανθρώπους, Ραχήλ, παλεύετε για τους Εβραίους, δεν είναι το ίδιο. Οι Άραβες, οι φελάχοι που διώχνετε από τα σπίτια τους για να χτίσετε το κράτος σας, δεν είναι άνθρωποι; Να που θυμώσατε για τα καλά, μου θυμίζετε τώρα την άγρια τίγρη του Βερολίνου… Αλλά, εγώ δεν κατηγορώ την πράξη σας, την καταλαβαίνω. Σας δείχνω μονάχα τον ίσκιο που ρίχνετε πάνω στην πράξη για να την αγιοποιήσετε, για να μη σας πνίξει η σκληράδα της, για να μπορέσετε να τη φέρετε ως το τέρμα. Μόνο που…»
«Μόνο που; Τι θέλετε να πείτε;»
«Μόνο που δεν υπάρχει τέρμα»
«Είστε μηδενιστής, Νικολάι Μιχαήλοβιτς!»
«Μου το έχουν ξαναπεί. Αλλά μου αρέσει να το ακούω από εσάς και να σας βλέπω ξαναμμένη, να τρέμουν τα χείλια σας από το πείσμα και τα μάτια σας να πετάνε φλόγες…»
«Αφήστε τα αυτά!»
Τους πλησίασε ένας σερβιτόρος και υποκλίθηκε ελαφρά.
«Μαντάμ, μεσιέ, θέλετε να σας ετοιμάσουμε κάτι;»
Τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Παρήγγειλαν τσάι. Η διακοπή τους οδήγησε ν’ αλλάξουν τη συζήτηση.
«Θυμάστε, Νικολάι Μιχαήλοβιτς, τσάι ήπιαμε την πρώτη βραδιά που γνωριστήκαμε…»
«Θυμάμαι. Ήταν εκεί, στο δωμάτιό σας και σας περίμεναν τρεις φίλες σας, δυο Εβραίες και μια Βιεννέζα. Ήπιαμε το τσάι καθισμένοι διπλοπόδι, στο πάτωμα… μιλήσαμε πολύ κι όταν αυτές σηκώθηκαν να φύγουν, εσείς μου γνέψατε να μείνω…»
«Ήμουνα κιόλας ερωτευμένη, Νικολάι Μιχαήλοβιτς. Όσο κι αν με εξόργιζαν τα βουδιστικά σας κηρύγματα για την απάθεια… Σας είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που σας είδα, σ’ εκείνη την έκθεση με τις αφρικάνικες μάσκες»
«Κι όμως, δε διστάσατε να με παρατήσετε, εμένα που με κρατούσατε στην αγκαλιά σας και να φύγετε για τη Ρωσία, για χάρη ενός ίσκιου»
«Μη λέτε ίσκιο την Επανάσταση! Κι αν θέλετε να ξέρετε, δεν έφυγα εγώ, εσείς είσαστε που δε με κρατήσατε! Έφυγα απελπισμένη, ούτε καν προσπαθήσατε να μου αλλάξετε γνώμη!»
«Θα σας άλλαζα γνώμη και θα μένατε;»
«Δεν ξέρω αν θα έμενα… Αλλά τι νόημα έχει; Η ουσία είναι ότι εσείς δεν κάνατε καμιά προσπάθεια, γιατί την ώρα που κρατούσατε εμένα στην αγκαλιά σας, στην ψυχή σας είχε μόνιμη κατοχή ο Βούδας, ο Χριστός, οι ίσκιοι που παλεύατε μαζί τους, κι ακόμα παλεύετε… Εσείς δε θέλατε μια πραγματική γυναίκα δίπλα σας, θέλατε μια νοσοκόμα να σας παρηγορεί επειδή οι πραγματικοί έρωτές σας έμεναν πάντα άπιαστοι… Κι αν θέλετε να ξέρετε, ναι, θα έμενα, χίλιες φορές θα έμενα, αν μου λέγατε μια λέξη!»
Ο άντρας την κοίταξε τρυφερά και μίλησε σιγανά.
«Είναι πολύ δύσκολη αυτή η λέξη… Φοβάται κανείς να την ξεστομίσει…»
Η Ραχήλ σήκωσε τους ώμους, παραιτήθηκε, χωρίς άλλο θυμό. Τον ήξερε καλά και τον είχε αγαπήσει, πολύ περισσότερο απ’ όσο μπόρεσε αυτός να καταλάβει. Αλλά, αυτό που είπε στη συνέχεια ο άντρας την έκανε να πανιάσει.
«Είναι το μεγάλο κρίμα της ζωής μου, Ραχήλ, που δεν την είπα αυτή τη λέξη… Έζησα τη ζωή μου με άλλες γυναίκες, αλλά εσάς, σας… σας αγαπούσα!»
Καθώς τον κοίταζε, περήφανο και στητό όπως πάντα, αλλά τόσο αδύνατο και εύθραυστο, τόσο μέσα στα γηρατειά και την ανημπόρια, με τα στρογγυλά μαύρα κοκάλινα γυαλιά και το σκελετωμένο, όλο γωνίες πρόσωπο, την πάρεση αριστερά που παραμόρφωνε το στόμα του, το λαιμό που έπλεε στο γιακά του πουκάμισου, τα γεροντικά μαυράδια εδώ και κει και πάνω απ’ όλα τα κοκαλιάρικα χέρια του, με τα δάχτυλά του όλο ζάρες… Μονάχα το μυαλό του άστραφτε το ίδιο, όπως πάντα. Καθώς τον κοίταζε η Ραχήλ τον είδε για πρώτη φορά πραγματικά και τον είδε ακριβώς τη στιγμή που της έλεγε αυτό, που ήθελε να της έχει πει πριν μια ολόκληρη ζωή. Δε μπόρεσε να συγκρατήσει το ζεστό κύμα που ανάβλυσε από μέσα της και δάκρια κύλησαν απ’ τα μάτια της.
«Κλαίτε;»
«Όχι… Σας ευχαριστώ Νικολάι Μιχαήλοβιτς γι’ αυτό που είπατε… Ξέρω πως δεν ήταν καθόλου εύκολο για σας…»
Ο άντρας χαμογέλασε και της έδωσε ευγενικά το μαντήλι του. Η Ραχήλ το πήρε, σκούπισε τα μάτια της.
Ο σερβιτόρος τους έφερε το τσάι, με τα συνοδευτικά του. Ώσπου να τα αραδιάσει στο τραπεζάκι μπροστά τους, κατάφεραν και οι δύο να αυτοσυγκεντρωθούν και να ηρεμήσουν.
«Θα ήθελα να σας αγκαλιάσω και να σας κρατήσω ώρα πολλή, Νικολάι Μιχαήλοβιτς… Αλλά δε γίνεται, είσαστε πια ίσκιος για μένα κι εγώ ίσκιος για σας… Μπορούνε, τάχα, οι ίσκιοι να αγκαλιάζονται;»
«Μη πικραίνεστε έτσι, Ραχήλ. Δεν είμαστε ακόμα ίσκιοι, ζωντανοί είμαστε. Ίσκιος είναι ό,τι ζήσαμε στο Βερολίνο… Αλλά κι αυτά θα μείνουν, οι άνθρωποι θα τα διαβάζουν κάποτε και θα μιλάνε για σας και για μένα…»
«Επειδή με βάλατε σ’ εκείνο το ποίημα; Αχ, δε με παρηγορεί αυτό, Νικολάι Μιχαήλοβιτς…»
«Αυτό το ποίημα που λέτε θα ζήσει όσο υπάρχουν άνθρωποι στη γη, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Τελειώνω τώρα το τελευταία μου μυθιστόρημα, την Αναφορά μου κι εκεί αφηγούμαι και τη δική μας ιστορία… Μόνο που δε σας ονομάζω Ραχήλ, αλλά Ίτκα…»
«Ίτκα! Και τα διηγιέστε όλα όπως συνέβησαν;»
«Ραχήλ, το ξέρετε πως είμαι παραμυθάς… Η ακρίβεια ενδιαφέρει περισσότερο τους φαρμακοτρίφτες, όταν ετοιμάζουν τις συνταγές στον πάγκο τους. Κι εδώ που τα λέμε, αν καθίσουμε τώρα οι δυο μας και αφηγηθούμε την ιστορία μας, μήπως δεν θα βγουν δυο διαφορετικές ιστορίες;»
«Δεν ξέρω…»
«Και κάτι ακόμα, είστε σίγουρη πως μετά από τόσα χρόνια και με όσα μεσολάβησαν στη ζωή σας, μπορείτε να με δείτε με τα μάτια που με βλέπατε τότε, χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά που μας φόρεσαν τα βιώματα και τα παθήματά μας;»
«Ναι, αλλά…»
«Και κάτι άλλο. Είστε σίγουρη πως αν τα ξεπεράσουμε, αν τα ξεπεράσετε όλα αυτά, με βλέπατε στ’ αλήθεια τότε, θέλω να πω βλέπατε την αλήθεια μου; Ή βλέπατε αυτό που θέλατε να δείτε σε μένα, αυτό που είχατε ανάγκη να δείτε και όχι τον πραγματικό Νικολάι Μιχαήλοβιτς και πάντως όχι ολόκληρο τον Νικολάι Μιχαήλοβιτς, αλλά μονάχα ό,τι σας ενδιέφερε και σας συγκινούσε απ’ αυτόν…»
«Ίσως έχετε δίκιο…»
«Κι αν δεν έχετε φυλάξει μέσα σας όλο τον άνθρωπο, παρά ένα κομμάτι του, κι αν αυτό το κομμάτι το βλέπετε πίσω από την αχλή του τότε και του τώρα, πώς θα μπορούσατε ποτέ να αφηγηθείτε την αλήθεια του ρομάντζου μας, να βγάλετε από μπροστά σας ό,τι δεν έχει σημασία, τα επιφαινόμενα και να φτάσετε στην τόσο καλά κρυμμένη αλήθεια των πράξεων και των γεγονότων; Γιατί αυτό έχει αξία, όχι τα περιστατικά αυτά καθ’ εαυτά!»
«Εσείς, Νικολάι Μιχαήλοβιτς… μπορέσατε να το κάνετε για μένα, στο βιβλίο που ετοιμάζετε;»
Ο κουρασμένος άντρας χαμογέλασε πάλι, ρούφηξε σιγαλά την τελευταία γουλιά από το φλιτζάνι και σήκωσε το βλέμμα του ίσα στο δικό της.
«Η Τέχνη μου είναι ένα σύμπαν αυτεξούσιο… Παίρνει τα υλικά της από τον κόσμο που συμβατικά τον λέμε πραγματικό και τα δημιουργεί εξ αρχής, τα ξαναπλάθει με θεϊκή ελευθερία, πασχίζοντας να αποδώσει το μύχιο νόημά τους… Σας το λέω θετικά, κανένας δε θα μπορέσει ποτέ να διαβάσει διαφορετικά αυτά που γράφω για την Ίτκα, παρά μονάχα αυθαιρετώντας. Ούτε καν εγώ ο ίδιος…»
«Με άλλα λόγια…»
«Με άλλα λόγια περάσατε κιόλας στο χώρο του μύθου, αγαπημένη μου Ραχήλ. Και θα ζήσετε για πάντα ως μυθική γυναίκα, που την ερωτεύτηκε ο ήρωας μου, που είναι και δεν είναι εγώ, ο τάχα πραγματικός Νικολάι Μιχαήλοβιτς»
Η Ραχήλ σήκωσε το κορμί της, τέντωσε πίσω το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια. Στοχαζόταν όσα είχε ακούσει. Μετά από μια σύντομη σιωπή, επέστρεψε.
«Γεράσατε, Νικολάι Μιχαήλοβιτς, αλλά μένετε πάντα ίδιος και απαράλλαχτος… Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω, βλέπουμε πάντοτε τη ζωή εντελώς διαφορετικά, όπως συνέβαινε και στο Βερολίνο… Αλλά τώρα πια δε μπορώ να σας πάω κόντρα, έχετε κερδίσει με το σπαθί σας, θέλω να πω με την Τέχνη σας, το προνόμιο να δίνετε στους ίσκιους το σχήμα που σας αρέσει. Εμένα η σκέψη μου είναι κάτω, στη γη μας, στα κιμπούτς που στήνουμε, στα παιδιά μας που τα πηγαίνουν στο σχολείο οι πατεράδες τους με τα αυτόματα στα χέρια… Είμαστε μακριά, όσο μακριά είναι η γη από τον ουρανό! Δεν καταλαβαίνω γιατί σας αγάπησα τότε και γιατί σας αγαπάω ακόμα…»
«Ίσως επειδή σεργιανίζω πάντα στους ανέμους, Ραχήλ, κι εσείς, παθιασμένη της πράξης, και τότε που κάνατε την Επανάσταση και τώρα που χτίζετε το νέο Ισραήλ, έχετε μια ψυχή που μπαίνει στο ζυγό με ελεύθερη βούληση, αλλά λαχταράει η καημένη το ελεύθερο σεργιάνι στους ανέμους. Στο κάτω της γραφής, η γη και ο ουρανός δε απέχουν παρά ένα βλέμμα…»
«Κι εσείς…»
«Καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε… Τι νόημα έχει να σας απαντήσω; Αυτή είναι η τελευταία μας συνάντηση, είχα κατασταλάξει στο ποτέ πια, ξαναγυρίζω σ’ αυτό… Αλλά, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς σας νοιώθω δίπλα μου, εσείς ήσαστε ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, ο έρωτας που μια φορά τυχαίνει στον άνθρωπο»
Η Ραχήλ άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του.
«Δεν είναι κρίμα;»
«Μα τι λέτε; Σκεφτείτε, θα προτιμούσατε μήπως να μη συναντηθούμε ποτέ;»
«Έχετε δίκιο, Νικολάι Μιχαήλοβιτς…»
Η Ραχήλ τράβηξε το χέρι της και είπε χαμογελώντας:
«Μου επιτρέπετε να κρατήσω το μαντίλι σας; Αν δακρύσω ξανά στη θύμησή σας, θα ήθελα να το έχω…»
Ο άντρας έγνεψε. Εκείνη την ώρα, μια ζωηρή παρέα, με μια εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα ανάμεσά τους, ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς σηκώθηκε, η Ραχήλ έκανε το ίδιο. Η γυναίκα προχώρησε πιο γρήγορα από τους άλλους, έτρεξε κοντά του.
«Κυρία Μερκούρη!»
Η Μελίνα άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και φώναξε ενθουσιασμένη, στα ελληνικά «κύριε Καζαντζάκη, επιτέλους συναντιόμαστε!», καθώς τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε.
Η συνάντηση της Ραχήλ με τον Νικολάι Μιχαήλοβιτς είχε τελειώσει.
Η φωτογραφία είναι από την πρεμιέρα της ταινίας Celui qui doit mourir, δηλαδή Αυτός που πρέπει να πεθάνει, στο φεστιβάλ των Καννών, τον Μάιο του 1957. Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο του βιβλίου, στο οποίο βασίστηκε το σενάριο: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Εκτός από τον Καζαντζάκη και τη Μελίνα, διακρίνονται η Ελένη Σαμίου και ο Ζυλ Ντασσέν. Η Ραχήλ στεκόταν λίγα βήματα πιο πίσω, κρατώντας ένα άσπρο μαντίλι στο χέρι.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έζησε λίγους μήνες ακόμα, έφυγε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Η ποιήτρια Ραχήλ Λιπστάιν – Μινκ, γεννημένη στην Πολωνία στα 1899, πέθανε τον Ιούνιο του 1978, στη Zor’ah του Ισραήλ. Η «τελευταία συνάντηση» των δυο τους, στη πρεμιέρα των Καννών, είναι εντελώς φανταστική, αφού στην πραγματικότητα οι δυο εραστές του 1922 είχαν αποκαταστήσει την επαφή τους από το 1949, ίσως και νωρίτερα. Εξίσου αυθαίρετη είναι η σκιαγράφηση της Ραχήλ, για την οποία το διαδίκτυο δε μπόρεσε να με πληροφορήσει πολλά πράγματα, πέρα από τους τίτλους μερικών βιβλίων της και τις ακριβείς ημερομηνίες γέννησης και θανάτου.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Στο κραταιό Αιγυπτιακό βασίλειο των Θηβών επικρατεί πείνα και εξαθλίωση. Οι πεινασμένοι ξεσηκώνονται, αλλά δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν. Ώσπου συναντούν τη Ράλα, που τους οδηγεί στην Επανάσταση.
Κι ως έτρεμαν και κλωθογύριζαν το κατά που να πάρουν,
θωρούν κοπέλα με λυτά μαλλιά να δρασκελάει τον άμμο
και να χτυπάει το τούμπανο βαριά, με το κεφάλι ολόρθο.
Η νέα γυναίκα μπαίνει επικεφαλής του στρατού των πεινασμένων και τον οδηγεί την εισβολή στο κάστρο των ιερέων – αρχόντων, όπου οι επαναστάτες συντρίβονται. Όσο για τη Ράλα…
Σαλέψαν οι φρουροί, και ζωντανή λακούν να την αρπάξουν
Ξεσκίζαν πια την άσπρη μπόλια της, στρουφώναν τα μαλλιά της,
Δέναν πιστάγκωνα τα χέρια της με τα λουριά τους, σύντας
Φρουμάζοντας στη μέση της αυλής ορθώθηκε ο Δυσσέας.
Ο Δυσσέας δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί, αλλά τον παρακίνησε πιεστικά το μέσα του δαιμόνιο, ο Θεός του. Το αποτέλεσμα της άνισης συμπλοκής είναι αναπόφευκτο:
Ξάφνου κραυγή ξεσκίζει το σφιχτό βραχνό λαιμό της Ράλας’
Κυλίστη ο ξένος δίπλα της, κι ορθό στο πανωκαύκαλό του
Βαθιά παραχωμένο προύτζινο στραφτάλιζε ξιφάρι.
Οι φρουροί μεταφέρουν δεμένους τον τραυματισμένο Δυσσέα και τη Ράλα, στην υπόγεια φυλακή των ανακτόρων, όπου βρίσκονται κιόλας οι ηγέτες της Επανάστασης. Οι φυλακισμένοι επαναστάτες και ξεχωριστά η Ράλα φροντίζουν τον βαριά πληγωμένο Δυσσέα, ο οποίος εφτά μερόνυχτα αργότερα συνέρχεται, με το όνειρο της Ιθάκης και της Πηνελόπης.
Οι τρεις φυλακισμένοι επαναστάτες στο βασιλικό μπουντρούμι της Αραπιάς είναι ο Λένιν (Νείλος), ο Τρότσκι (Γέρακας) και ο Στάλιν (Μπούρμπουλας). Μετά από έντονες εσωτερικές αντιγνωμίες για την… ταξική συνείδηση του απρόσμενου συντρόφου, τις οποίες γεφυρώνει πολιτικότατα, ο Νείλος, προτείνουν στον Δυσσέα να ενωθεί μαζί τους στον αγώνα τους.
Ο Νείλος αναλύει την πολιτική κατάσταση στο Δυσσέα: επανάσταση στο εσωτερικό, πόλεμος με ξένους εισβολείς – ιδανική συγκυρία!
Την άλλη μέρα ο Νείλος σμουλωχτά του εφτάψυχου μιλούσε-
συντρόφοι μερμηγκιές στα σκοτεινά μέσα της γης δουλεύουν,
και πέρα απ’ τους γιαλούς ξεκίνησαν καράβια αρματωμένα…
Ο Δυσσέας δεν ενθουσιάζεται.
Αχ, πάντα αδόκητες αεροκορφές πετάει η ψυχή του ανθρώπου…
…αλλά επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του, με τους δικούς του όρους, τους οποίους επεξεργάζεται, πριν απαντήσει, ενώ η Ράλα εύχεται:
«Αχ, Θέ μου, να ‘ταν να ‘λεγε το ναι, μη φύγει από κοντά μου!»
Μια μέρα, ο νεαρός βασιλιάς, ποιητής και αλαφροΐσκιωτος, ζητάει να φέρουν μπροστά του το ζευγάρι, το Δυσσέα και τη Ράλα. Μόλις την αντικρίζει, λέει:
Καλώς τη μαυρομάτα, ανοίξετε τα ρόδα να περάσει!
Χείλια χοντρά και μάτι κάρβουνο και μύτη γερακάτη
και γύφτισσα αλανιάρισσα καρδιά, σπορά καταραμένη,
που μόλεψε παππού προσπάππου μου τ’ άγια τα χώματά μου!
Έτσι μαθαίνουμε κι εμείς ότι η Ράλα είναι Εβραία. Εντέλει, ο βασιλιάς τους αφήνει ελεύθερους, οι Δωριείς έρχονται, οι τρεις φυλακισμένοι αρχηγοί δραπετεύουν, η επανάσταση ξεσπάει και συντρίβεται. Η Ράλα βρίσκεται σε αδιέξοδο (δραματουργικά ξεκρέμαστο, εδώ που τα λέμε…) γιατί ο έρωτας για το Δυσσέα της ξυπνάει την, τάχα, ασύμβατη φύση της γυναίκας με την επανάσταση.
Μα ως μανταλώθη μοναχή στο ρημαδιό της πάλε η Ράλα,
(…)
περνάει διπλήν αμπάρα, κι αρχινάει τη χαραυγίτσα αγάλια
σα λείψανο το απάρθενο κορμί μες την αυλή να λούγει’
και βρύσες τρέχαν τα ματάκια της βουβά στα μάγουλά της.
Στην επόμενη ραψωδία, τη Λ, γράφεται το τέλος, καθώς η απελπισμένη και χαμένη Ράλα ποδοπατιέται από ένα ασκέρι επαναστατών:
Λάμψαν σαν αστραπή στον κουρνιαχτό τα δυο μικρά της στήθη
τ’ αλαφομάτια της τα χνουδωτά σαλέψαν με τρομάρα
μες τα πυκνά αλογίσια χάμουρα και στα χαλκά σκουτάρια –
και ξάφνου εχάθη το χλωμό κορμί στο αλογοποδοβόλι.
…αλλά όχι ακριβώς, γιατί η Ράλα εμφανίζεται και πάλι στην τελευταία ραψωδία. Πεθαίνοντας ο Δυσσέας καλεί τους φίλους, τους συντρόφους και τις γυναίκες της ζωής του, που «ανασταίνονται» και σπεύδουν κοντά του. Τότε της δίνεται η ευκαιρία να αναστοχαστεί το δρόμο που πήρε – και να τον απορρίψει ολότελα!
(…) έχετε γεια, χωριάτες κι αργατιά, καινούρια παίρνω στράτα,
άντρας δεν είμαι εγώ να νοιάζουμαι για το καλό του κόσμου,
γυναίκα εγώ στη γης γεννήθηκα κι αγάπη ΄ναι η χρεή μου…»
Ξεκινάει, λοιπόν η Ράλα, για το νεκροκάραβο του Δυσσέα, αλλά ο Καζαντζάκης της δίνει μιαν ακόμα, πολύ σημαντική, σκηνή. Καθώς πορεύεται, έρχεται κοντά της για συντροφιά ο νιός ψαράς που τα δίχτυα του στον ώμο εκράταε ακόμα, δηλαδή ο Χριστός. Η Ράλα στην αρχή τον αποφεύγει, καθώς δεν του έχει καμιάν εκτίμηση:
ήρθε και τούτος ο μωρόπιστος με τ’ άσαρκα αγαθά του
Ο νιός ψαράς, όμως, επιμένει να πορευτούν μαζί – και, φυσικά, αρχίζει να μιλάει και να λέει τα δικά του. Η Ράλα τον αποπαίρνει και τον τρέπει σε άτακτη φυγή.
Η Ράλα πρόγκηξε περγελαχτά το νιό το μαραζάρη:
(…) «Σύρε στον ουρανό σου να χαθείς και παρθενιές δε θέλω,
το άσπρο κρινάνθι σου μ’ αναγουλιάει κι η γλύκα σου με γκώνει’
εγώ στα χέρια μου τα δυο κρατώ το στήθος μου και πάω!»
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η πραγματική Ράλα, η Ραχήλ Λιπστάιν, δεν ξέχασε ποτέ τον Νικολάι Μιχαήλοβιτς. Στα 1961, έγραφε σε μια κάρτα με πίνακα του Franz Marc: “πιστεύω πως ζείτε δυνατά σε μένα Νίκο… Δεν είστε για μένα νεκρός. Μόνο ο θάνατός μου θα κάνει το βήμα σας να μην ακούεται για μένα.
Ράλα”