Αν ζούσαμε σε κανονικές συνθήκες, σε συνθήκες όπου κάποιοι ελάχιστοι κανόνες της ελευθερίας και της έκφρασης ήταν δεδομένοι και σεβαστοί, θα συζητούσαμε σήμερα δημόσια για άλλα πράγματα σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ, παλιά ή νέα.
Θα συζητούσαμε, για παράδειγμα, για τον περιορισμό των ΜΜΕ σε θέματα που προέρχονται από την οικονομική και πολιτική μας γειτονιά (Βαλκάνια, Α. Μεσόγειος, ΕΕ κ.λπ.) και την απουσία της διεθνούς οπτικής. Ή για το γεγονός ότι ελάχιστα ελληνικά ΜΜΕ διαθέτουν πλέον ελάχιστους ανταποκριτές στο εξωτερικό και κανένα στην Κίνα ή την Ινδία, μια περιοχή προς την οποία μετατοπίζεται το κέντρο της διεθνούς οικονομίας και πολιτικής. Θα μιλούσαμε για τον ρόλο των εμπορευματοποιημένων διεθνών πρακτορείων στην ενημέρωση, για τη συρρίκνωση των πωλήσεων εφημερίδων και για τη μείωση της τηλεθέασης και την εκτίναξή της κατά την περίοδο της πανδημίας. Ή πάλι θα ανταλλάσσαμε επιχειρήματα για το πόσο μας επηρεάζουν τα ΜΜΕ στις καθημερινές μας αποφάσεις, για τη μεγάλη ή μικρή προβολή της εγκληματικότητας από τα ΜΜΕ ή για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία που αποπνέουν. Ή πάλι για την κακοποίηση της γλώσσας και άλλα πολλά παρόμοια, όπως κάνουν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, τουλάχιστον σε αυτές που είναι ψηλά στην κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου.
Μορφή περιστολής της δημοκρατίας
Αντιθέτως, στη βαλκανική μας γωνιά, εδώ και δύο σχεδόν χρόνια συζητάμε για πολύ διαφορετικά πράγματα από τα προηγούμενα. Συζητάμε για την κρατική επιχορήγηση των ΜΜΕ με κύριο κριτήριο την απόστασή τους από την κυβέρνηση και την προβολή της, συζητάμε για την ανυπαρξία σημαντικών θεμάτων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στα μεγάλα μέσα επικοινωνίας ή και επαρκούς κάλυψης της δραστηριότητας άλλων, πέρα από την κυβέρνηση, πολιτικών, κοινωνικών κ.ά. οντοτήτων και δράσεων, συζητάμε για τις επιθέσεις αστυνομικών οργάνων εναντίον δημοσιογράφων ή την προσπάθεια δημιουργίας ενσωματωμένων δημοσιογράφων, για τις προσαγωγές, τις δίκες, τον εκφοβισμό τους και άλλες μορφές παραβίασης της ελευθερίας του Τύπου. Η θεματολογία της δημόσια συζήτησης για τα ΜΜΕ που επικρατεί σήμερα στη χώρα δεν θυμίζει τις ανάλογες συζητήσεις σε πολλές από τις άλλες χώρες της ΕΕ, παρά μόνο την Ουγγαρία, την Πολωνία, και σιγά σιγά την Γαλλία ή την Γερμανία. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, ευτυχώς περιορισμένες για την ώρα, θυμίζει και την Τουρκία. Δεν θυμίζει όμως ούτε την Ελλάδα προ εικοσαετίας. Μάλλον κάποιες τριτοκοσμικές χώρες φέρνει στο νου, αν και αρκετές από αυτές βρίσκονται σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου, όπως για παράδειγμα η Μογγολία, το Μπουτάν, το Μαλάουι, ο Αγ. Μαυρίκιος, η Μαδαγασκάρη, η Χιλή, η Μπουρκίνα Φάσο, η Γκάνα, η Ν. Αφρική, η Ουρουγουάη, το Τρινιντάντ και Τομπάγκο, η Γουϊάνα, ο Νίγηρας, η Παπούα-Νέα Γουινέα και αρκετές άλλες. Οι αναφορές των διεθνών οργανισμών δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνεία του ποια είναι η κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου, αλλά και άλλων ελευθεριών, στη χώρα μας.
Ωστόσο και μόνο η θεματολογία δείχνει πως έχουμε μπροστά μας μια χώρα στην οποία η ανελευθερία και η έλλειψη δικαιοσύνης στη δημοσιότητα, αποτελεί μια από τις μορφές περιστολής της δημοκρατίας, εξαιτίας της οποίας η χώρα κατατάσσεται στις ελλαττωματικές δημοκρατίες, την οποία, μακάρι να διαψευσθώ, την περιμένουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στους μήνες και τα χρόνια που έπονται, αν όχι δεινά – φυσικά όχι για όλους.
Απουσία αντιδράσεων
Θα έλεγε κάποιος ότι η προηγηθείσα επισήμανση αυτών των αρνητικών εξελίξεων θα οδηγούσαν σε βελτίωση, έστω μερική, της κατάστασης της ελευθερίας του Τύπου. Δυο πράγματα όμως χαρακτηρίζουν πλέον την επαύριον παρόμοιων επισημάνσεων. Πρώτο, η σιωπή ή το ψέλλισμα όσων η κριτική δείχνει ως υπεύθυνους. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον στην απουσία επαρκούς αντίδρασης από το εσωτερικό. Δεύτερον στην απουσία αντιδράσεων από θεσμικούς παράγοντες στο εξωτερικό (ΕΕ, Ευρωκοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρώπης κ.ά.), αντίθετα με ό,τι συμβαίνει για παραβιάσεις σε χώρες όπως η Λευκορωσία, η Ρωσία, κ.ά.) – αν εξαιρέσουμε μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με την ελευθερία του Τύπου, όπως οι ECPMF, RSF, MMF, EFJ, IPI, Index of Censorship κ.ά.
Έτσι, με δεδομένη την απουσία σημαντικών αντιδράσεων για τις παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στην χώρα, σημειώνεται περεταίρω επιδείνωση. Πέρα από τις «πατροπαράδοτες» τακτικές παρεμπόδισης των δημοσιογράφων να ασκήσουν το έργο τους, λ.χ. στην καταγραφή των επαναπροωθήσεων, της προσαγωγής δημοσιογράφων όπως συνέβη στα Εξάρχεια και στην Αντίπαρο, της δυσφήμισης δημοσιογράφων όπως της Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ κ.ά. η καταστολή της ελευθερίας τους Τύπου επεκτάθηκε και στη δικαστική δίωξη δημοσιογράφων επειδή απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Τι έκαναν; Απλά έκαναν ερευνητική δημοσιογραφία, ένα σπανίζον δημοσιογραφικό είδος στη χώρα, πέρα από τον σχολιασμό και τη δημοσίευση έτοιμων πληροφοριών από τις πηγές, που συνήθως είναι οι φορείς της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, της ΕΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων.
Ερευνητική δημοσιογραφία και ελευθερία Τύπου
Το τελευταίο δείχνει από την πλευρά του τρία πράγματα. Πρώτον είναι προάγγελος ακόμα μεγαλύτερης επιδείνωσης της ελευθερίας του Τύπου και πιθανόν και άλλων ελευθεριών. Δεύτερον ότι τα ευρωπαϊκά όργανα στα οποία από τη δεκαετία 1980 είχαμε εναποθέσει την εξωτερική προάσπιση της δημοκρατίας με τη συμμετοχή μας στην τότε ΕΟΚ, μας έχουν αφήσει στη μοίρα μας με διαφαινόμενο αντάλλαγμα την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών εδώ ώστε να μην φθάσουν ποτέ στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Τρίτον ότι η ερευνητική δημοσιογραφία, αυτή που είναι προορισμένη, μεταξύ άλλων, να αποκαλύπτει την παραβίαση των συνταγματικών κανόνων και των νόμων «πονάει» πολύ όσους διαπράττουν τις παραβάσεις, περισσότερο από ότι οι καταγγελίες γνώμης στα κοινωνικά μέσα ή και σε άλλα φόρα, και γι’ αυτό πρέπει να συνεχιστεί.
Με άλλα λόγια, όπως διαμορφώνεται η κατάσταση στα ελληνικά ΜΜΕ σήμερα, δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία του Τύπου χωρίς ερευνητική δημοσιογραφία, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει ερευνητική δημοσιογραφία χωρίς ελευθερία του Τύπου είτε μας αρέσει είτε όχι στο στυλ και η αισθητική του. Το στυλ και η αισθητική μιας εφημερίδας ή ενός σταθμού δεν μπορεί να είναι άλλοθι για τη δίωξή της, για την καταστρατήγηση της ελευθεροτυπίας. Αν γίνει αυτό τότε διακινδυνεύουμε η αισθητική του δημόσιου λόγου να γίνει το κριτήριο, το μέτρο και πρόσχημα μιας νέας τυραννίας.
Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.