“Mission accomplished”; Εάν ο βασικός στόχος του Αλέξη Τσίπρα ήταν να αναδείξει μία εικόνα κυβερνητικής δυστοπίας εξαιτίας των χειρισμών στην αντιμετώπιση της πανδημίας, της κακοκαιρίας και το “βαθύ” κράτος που συνομιλεί και συνδιαλλέγεται με υποδίκους-τηλεπερσόνες, μπορεί κανείς πως το πέτυχε. Το ερώτημα που προκύπτει από όσα ειπώθηκαν κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή είναι εάν υπάρχει, και ακόμα περισσότερο εάν είναι πολυπληθές, το (εκλογικό) ακροατήριο που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει πλέον αυτές τις αντιπαραθέσεις. Οι Φουρθιώτηδες, από τη μία, και η διαρκής υπόμνηση της τραγωδίας στο Μάτι, από την άλλη, ενθουσιάζουν ίσως τους σκληρούς οπαδικούς πυρήνες των κομματικών κερκίδων, όμως υπάρχει και πολύς κόσμος που δεν πλησιάζει το γήπεδο…
Ναι, ο Αλέξης Τσίπρας πέτυχε να περιχαρακώσει τον χώρο του. Ανέδειξε, για ακόμα μία φορά, την κοινοβουλευτική χαρισματικότητά του σε συνθήκες οξύτητας, και, ναι, απέδειξε πως είναι σε θέση να δώσει μέχρι τέλους σκληρή μάχη απέναντι στον πρωθυπουργό.
Προκύπτει, ωστόσο, ένα μειονέκτημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί γρήγορα για να σταθεί εφικτό να φτάσει στις εκλογές με αφήγημα επόμενης μέρας. Επί τρεις ημέρες, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παρέταξε μια ομάδα ομιλητών που παραπέμπουν στην διακυβέρνηση 2015-19, αυτή, δηλαδή, την ομάδα που -στα μάτια πολλών πολιτών, ακόμα και ψηφοφόρων του- χρεώνεται λάθη και ηττήθηκε στις εκλογές. Βεβαίως, δεν μπορούσε να κάνει, υπό τις παρούσες συνθήκες, κάτι διαφορετικό. Η ανανέωση είναι ένας στόχος που εκ των πραγμάτων επιτυγχάνεται -εφόσον υπάρχει η βούληση- μόνο σε εκλογικό χρόνο.
Εάν ήταν εφικτό με κάποιο μαγικό τρόπο να αντικαταστήσει αρκετούς από τους βουλευτές που μίλησαν κατά την τριήμερη αντιπαράθεση με εκείνα τα στελέχη που διαθέτει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ή το πλησιάζουν εσχάτως στο πλαίσιο της διεύρυνσης, ίσως η τελική εικόνα να ήταν πιο γοητευτική. Αναμφίβολα, αρκετοί από εκείνους που έδωσαν τη μάχη της πρότασης δυσπιστίας (Αχτσιόγλου, Χαρίτσης -που δυστυχώς έλλειπε λόγω νόσησης από τον κοροναϊό-, Τσακαλώτος, Ξανθός, Ραγκούσης κ.ά) μπορούν να εκπροσωπήσουν την ανανέωση μέσα από τη συνέχεια. Το “νέο αίμα”, όμως, που θα σηματοδοτήσει την ανθρωπογεωγραφία της κεντροαριστεράς δεν βρίσκεται ακόμα στα κοινοβουλευτικά έδρανα, όπως και δεν έχει ακόμα τον χρόνο και την προβολή που του αξίζει και έχει ανάγκη η πρόταση προοπτικής που θα μετεξελιχθεί σε πρόταση νέας διακυβέρνησης.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως η Ν.Δ αντιπαρέταξε κάποια “αχτύπητη” ομάδα. Οι περισσότεροι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος απευθύνθηκαν στα καφενεία των εκλογικών περιφερειών τους, συναγωνίστηκαν στο να εγκωμιάζουν τον πρωθυπουργό και σε τετριμμένες ατάκες κατά του πολιτικού αντιπάλου. Ακούστηκαν πολλές παλαιοκομματικές ανοησίες και “ευτράπελα” που θα τροφοδοτήσουν πολλές εκπομπές του “Ράδιο Αρβύλα”. Με μία διαφορά: η κυβέρνηση διαθέτει, εκ της θέσεώς της, της μιντιακής υπεροπλίας και του δημοσκοπικού προβαδίσματος, την δυνατότητα να κρύβει αυτές τις ατέλειες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, από την άλλη, δεν έχει την άνεση χρόνου να περιγράφει το νέο, με προσωπικό που -δικαίως ή αδίκως- παραπέμπει στην προηγούμενη περίοδο. Γι’ αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να επιταχύνει την συγκρότηση μιας ομάδας με πολιτική αλλά και τεχνοκρατική επάρκεια (το περίφημο think tank είναι ένα τέτοιο δείγμα που δεν προβάλλεται αρκετά) που να δημιουργεί την αίσθηση ότι η επόμενη διακυβέρνηση θα είναι μία δημιουργική επανεκκίνηση και όχι επιστροφή.
Η επένδυση στην τακτική της οργής για την κυβέρνηση μπορεί να συσπειρώνει τον σκληρό πυρήνα, η κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, όμως, που μπορεί να εγγυηθεί ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα απαιτεί νέα πρόσωπα και αλλαγή νοοτροπίας. Μόνο έτσι, άλλωστε, είναι εφικτό να οικοδομηθούν και κυβερνητικές συνεργασίες.