H Θεσσαλονίκη έχει μακρά παράδοση αγώνων για την προάσπιση της δημοκρατίας, της πολυπολιτισμικότητας, της συναδέλφωσης των λαών και της εθνικής ανεξαρτησίας, παράλληλα όμως έγραψε ιστορία με τη δράση ενός μαύρου μετώπου εθνικισμού, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, στη διαδρομή ενός και πλέον αιώνα. Η πρόσφατη δολοφονία του 19χρονου Άλκη από μία συμμορία άνανδρων φονιάδων, που υπό τον μανδύα του οπαδού και με στενές σχέσεις με το νεοναζισμό λειτουργούσαν σπέρνοντας τη βία και το θάνατο, μας οδηγεί να θυμηθούμε τη διαδρομή των ακροδεξιών συμμοριών στην πόλη.
Από τις 24 Ιουλίου του 1909, που δημιουργήθηκε από τον Αβραάμ Μπεναρόγια η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης», η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή ως Φεντερασιόν και άρχισε να διεκδικεί αγωνιστικά τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, αρχίζουν να ξεφυτρώνουν και μία σειρά “λουλούδια” του παρακράτους, με την ενίσχυση των εργοδοτικών οργανώσεων αλλά και τη στήριξη του κράτους, συγκροτώντας ένα “μαύρο μέτωπο”. Στόχος, η αναχαίτιση του διαρκώς αναπτυσσόμενου εργατικού κινήματος που εκδηλώνονταν κυρίως με απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες, πέρα από τη ζημία που προκαλούσαν στα εργοδοτικά συμφέροντα, αμφισβητούσαν και την κυριαρχία του κατεστημένου της εποχής.
Όλα έδειχναν ότι τα όργανα του κράτους και οι δυνάμεις του παρακράτους έδιναν ιδιαίτερη έμφαση και ανέπτυσσαν την πιο έντονη δραστηριότητά τους στην εργατούπολη, όπως ήταν τότε, Θεσσαλονίκη, η οποία μετά τη Μικρασιατική καταστροφή αποκλήθηκε και “πρωτεύουσα των προσφύγων”, λόγω της συρροής εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην περιοχή, πολλοί από τους οποίους πλαισιώνοντας το εργατικό δυναμικό, βιώνουν στο πετσί τους την άγρια εκμετάλλευση και ριζοσπαστικοποιούνται.
Για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού και αριστερού κινήματος, θα κάνει την εμφάνισή του ως αντίπαλο δέος ο ελληνικός φασισμός, που συγκροτήθηκε σαν ένα μείγμα εθνικισμού, αντισημιτισμού και αντικομμουνισμού.
Μέχρι το 1928 θα εμφανιστούν στη Θεσσαλονίκη περισσότερες από δέκα αντικομμουνιστικές κι αντισημιτικές συμμορίες, ανάμεσά τους οι «Λεγεώνες Εθνικής Σωτηρίας», η «Αντικομμουνιστική Ένωση “η Πατρίς”», η «Εθνική Παμφοιτητική Ένωση», ο «Σύλλογος Εθνικιστών Φοιτητών» κ.α. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη ακριβώς την περίοδο, το φθινόπωρο του 1931, εκδίδεται και κυκλοφορεί στην πόλη και εβδομαδιαία εφημερίδα με τίτλο “Αντικομμουνιστική” ως δημοσιογραφικό όργανο της “Αντικομμουνιστικής παρατάξεως”, η οποία είχε δημιουργήσει μάλιστα τμήματα σε πολλά χωριά του νομού, οργανώνοντας παράλληλα μια σειρά από αντισωματεία, όπως στους καπνεργάτες και τους υποδηματεργάτες για να αντιπαρατεθούν στα ελεγχόμενα από την Αριστερά σωματεία της δύναμης του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.
Η πιο “διάσημη” από εκείνες τις οργανώσεις, ήταν ως γνωστόν η φασιστική Ε.Ε.Ε. (“Εθνική Ένωσις Ελλάς”), που εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη, στην περίοδο του μεσοπολέμου και η οποία δεν προπαγάνδιζε μόνο τη φασιστική ιδεολογία, καλλιεργώντας το ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά επιδίδονταν και σε αιματηρές επιθέσεις των τραμπούκων της κατά απεργιακών κινητοποιήσεων, εργατικών σωματείων και στελεχών του ΚΚΕ.
Από τα “κατορθώματα” αυτής της ακροδεξιάς και ρατσιστικής οργάνωσης, ήταν η πυρπόληση, στις 29 Ιουνίου 1931, του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ, με συνέπεια το θάνατο δύο τουλάχιστον ατόμων και τον ξεσπιτωμό 300 και πλέον φτωχών Εβραίων.
Όταν μετά λίγες ημέρες ήρθε το θέμα στη Βουλή και ο αρχηγός της «Δημοκρατικής Ενώσεως» Αλέξανδρος Παπαναστασίου, κατέκρινε την κυβέρνηση Βενιζέλου για τη στήριξη που παρείχε στην Ε.Ε.Ε., εμφανίστηκαν υπέρμαχοι της, ο “προσφυγοπατέρας” υπουργός Προνοίας, Λεωνίδας Ιασωνίδης, ο Διοικητής Μακεδονίας Στυλιανός Γονατάς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Απαντώντας στις καταγγελίες του Α. Παπαναστασίου, ο Γονατάς έπλεξε το εγκώμιο της Ε.Ε.Ε.: «ο σκοπός της οργανώσεως αυτής είναι η εξύψωσις του εθνικού φρονήματος, η τόνωσις του θρησκευτικού συναισθήματος, η εδραίωσις των θεμελίων της ελληνικής οικογένειας και η προστασία των εγχώριων προϊόντων». Ενώ ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, σύμφωνα με την εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της 11ης Δεκεμβρίου 1931, δικαιολογώντας τη δράση της Ε.Ε.Ε. είχε δηλώσει από το βήμα του κοινοβουλίου ότι “την ίδρυσιν και λειτουργίαν συνδέσμων σκοπούντων να συντάξουν την οργανωμένην κοινωνίαν κατά των ενεργειών των κομμουνιστών, την ευρίσκω απολύτως άμεμπτον”. Αν και έσπευσε λίγο μετά να συμπληρώσει ότι η Ε.Ε.Ε. δεν είναι σωματείο εθνικό αλλά εθνικιστικό και ότι “ο εθνικισμός αποτελεί την υπερβολήν του εθνισμού, η οποία οδηγεί εις καταστροφάς”.
Ενδυναμωμένοι από την πολιτική κάλυψη που τους παρέχονταν και την πλούσια οικονομική τους ενίσχυση από το Σύνδεσμο Βιομηχάνων και άλλους οικονομικούς παράγοντες της εποχής, οι ακροδεξιοί φασίστες της ΕΕΕ έφτασαν στο σημείο να πραγματοποιήσουν δυναμική εμφάνιση και στην πρωτεύουσα, κατά το πρότυπο της “πορείας προς τη Ρώμη” του Μουσολίνι. Κι έτσι στις 25 Ιουνίου 1933, ενοικιάζοντας δύο αμαξοστοιχίες, κάπου 1.500 “Χαλυβδόκρανοι”, όπως αποκαλούνταν τα μέλη της οργάνωσης, κατεβαίνουν στην Αθήνα και στην τελετή υποδοχής που τους έγινε στην πλατεία Συντάγματος, μετείχαν οι υπουργοί της κυβέρνησης Τσαλδάρη Ιωάννης Ράλλης (ο μετέπειτα κουίσλιγκ κατοχικός “πρωθυπουργός”) και Ταλιαδούρος. Όπως επίσης ο πρόεδρος της Γερουσίας, Γονατάς. Ενώ τους τριεψιλίτες ευλόγησε στην πλατεία Συντάγματος ο μητροπολίτης Βέροιας Πολύκαρπος.
Και επειδή σ’ αυτό τον τόπο κανείς δεν χάνεται, από την ώρα που μπει στο “λούκι” της ακροδεξιάς, να πούμε ότι δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία αυτών των “Χαλυβδόκρανων”, στη διάρκεια της χιτλερικής κατοχής, στελέχωσε τις παραστρατιωτικές συμμορίες του Πούλου, του Κισά-Μπατζάκ, του Δάγκουλα και άλλων αστέρων του δοσιλογισμού. Αυτοί οι τάχα θεματοφύλακες της “εθνικοφροσύνης” και του “πατριωτισμού”, όχι μόνο υπηρέτησαν τυφλά τους κατακτητές επί 3,5 χρόνια, αλλά συμμετείχαν στο “πλιάτσικο” και τη λεηλασία των εβραϊκων περιουσιών, μετά την ομαδική αποστολή των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια του χιτλερικού θηρίου.
Ένα από τα ακραία γεγονότα εκείνης της προπολεμικής περιόδου, χαρακτηριστικό παράδειγμα του σκοταδισμού που ενέπνεε τους θιασώτες της φασιστικής ακροδεξιάς, ήταν το κάψιμο “εν χορδαίς και οργάνοις” χιλιάδων βιβλίων μπροστά στο Λευκό Πύργο στις 16 Αυγούστου 1936, δέκα μόλις ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά. Μεταξύ των “κομμουνιστικών”, “αναρχικών” και “ανατρεπτικών” βιβλίων που κάηκαν εκείνη τη μέρα μπροστά στον πύργο-σύμβολο της Θεσσαλονίκης, ήταν αντίτυπα της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή και του «Επιτάφιου» του Περικλή, η «Ζωή εν Τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, μαζί με έργα του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ενώ επίσης στην πυρά ρίχτηκαν αντίτυπα βιβλίων του Φρόιντ, του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Ανατόλ Φρανς, του Μαξίμ Γκόρκι, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε και πολλών άλλων, όπως περιγράφω στο τελευταίο μου βιβλίο “Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης”.
Η δράση όλων αυτών των φασιστικών ακροδεξιών στοιχείων, εντάθηκε μετά το τέλος της Κατοχής και στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, για να χτυπηθεί το μεγαλειώδες κίνημα της Εθνικής Αντίστασης που όπως και στην υπόλοιπη χώρα είχε αναπτυχθεί και στη Θεσσαλονίκη. Η οποία, εκτός των άλλων, είχε και το προνόμιο να δημιουργηθεί εδώ, ένα μόλις μήνα μετά την είσοδο των Ναζί στην πόλη, η πρώτη σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους χιτλερικούς Ευρώπη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση, η “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, σαλπίζοντας το μήνυμα της αντίστασης κατά των κατακτητών.
Κάποιοι από αυτόν τον εσμό του φασισμού και της κίβδηλης “εθνικοφροσύνης”, ήταν που στελέχωσαν τις παρακρατικές οργανώσεις τύπου “Καρφίτσας”, οι οποίες έδρασαν στην πρωτεύουσα της ελληνικής Μακεδονίας, όταν η ηττημένη στον Εμφύλιο Αριστερά, άρχισε να σηκώνει και πάλι κεφάλι.
-Να μην ξεχνάμε ότι ο Χρήστος Βλάχος, που δολοφόνησε στις 20 Μαρτίου 1947 το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννη Ζεύγου, ήταν τρόφιμος της ΕΣΑ και έμμισθος πράκτορας της Ασφάλειας.
-Να μην λησμονούμε ότι ο δολοφόνος του νεολαίου στελέχους της ΕΔΑ, Στέφανου Βελδεμίρη, στις 26 Οκτωβρίου 1961, προπαραμονή των βουλευτικών εκλογών, ήταν αστυνομικός και μάλιστα σε διατεταγμένη υπηρεσία.
-Να θυμόμαστε πάντα ότι για τη διάπραξη της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς και μαραθωνοδρόμου της Ειρήνης, Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαίου 1963, είχε κινητοποιηθεί όχι μόνο ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός της Θεσσαλονίκης, αλλά και ο ακροδεξιός παρακρατικός υπόκοσμος της πόλης, που δρούσε μέσα από την οργάνωση “Καρφίτσα”, μέλη της οποίας ήταν και οι δύο δολοφόνοι Σπύρος Κοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης.
-Τέλος, να έχουμε κατά νου ότι οι δολοφονίες του νεολαίου αγωνιστή του αντιδικτατορικού κινήματος, Γιάννη Χαλκίδη, στις 2 Σεπτεμβρίου 1967 και του πρώην βουλευτή και ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Γιώργη Τσαρουχά, στις 9 Μαίου 1968, διαπράχθηκαν στη Θεσσαλονίκη από τα ανώτατα όργανα ΚΥΠ και Ασφάλειας της χούντας, στο όνομα της οποίας ομνύουν ακόμη και σήμερα οι ακροδεξιοί νεοφασίστες των Μιχαλολιάκου, Κασιδιάρη και σία.
Δυστυχώς στις μέρες μας, και παρά την δικαστική καταδίκη και τον εγκλεισμό στις φυλακές των ηγετικών στελεχών της νεοφασιστικής “Χρυσής Αυγής”, εξακολουθούν να σηκώνουν κεφάλι κάθε είδους ακροδεξιά- εθνικιστικά στοιχεία που θεωρούν πρόσφορο έδαφος το γήπεδο του υπερπατριωτισμού και της τάχα μου εθνικοφροσύνης, για να χτίσουν εκεί πολιτικές καριέρες. Γι’ αυτό και είναι χρέος όλων των δημοκρατικών πολιτών, όπου κι αν ανήκουν, να φράξουν μια για πάντα το δρόμο στους νοσταλγούς του μαύρου και σκοτεινού παρελθόντος, στους νοσταλγούς της ανωμαλίας και του σκοταδισμού.
Πρώτη δημοσίευση στον Φάρο του Θερμαϊκού
*Ο Σπύρος Κουζινόπουλος είναι πολύ γνωστός δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας της Θεσσαλονίκης