“Έφυγα για το Παρίσι, όπου έκανα σχέδιο υφάσματος. Εκεί έκατσα περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν τρελάθηκα με την πόλη. Δεν μου ταίριαζε, μάλλον. Ήταν γεμάτη σοβινιστές. Νομίζω πως αν είχα πάει στο Λονδίνο θα ήταν καλύτερα. Εκεί οι άνθρωποι πιστεύω ότι είναι πιο ευγενικοί επί της ουσίας.
Όταν γύρισα, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφιστική – μέχρι που συνάντησα μπροστά μου το «Τρίτο Πρόγραμμα», κι έτσι άρχισε το ραδιόφωνο για μένα.
Παράλληλα έγραφα κάτι στιχάκια για μαγιονέζες, που άρεσαν μόνο στον μπαμπά μου και σε έναν άλλον, ο οποίος μίλησε για μένα στον Χατζιδάκι όταν ήμουν στο Παρίσι. Πριν απ’ αυτά έγραφα μπούρδες για τη λύπη και τα τραγικά αδιέξοδα. Αηδίες.
Κι ύστερα ήρθε η Λιλιπούπολη. Τελείως ερασιτεχνικά κι απρόσμενα. Για ένα χρόνο δουλεύαμε ασταμάτητα και τζάμπα. Μετά αρχίσαμε να πληρωνόμαστε, κι έτσι είχαμε λεφτά για ένα τσιγάρο στα τέσσερα. Παράλληλα, κάναμε κι όλη τη λάντζα του «Τρίτου». Το κρατάγαμε όλο μόνοι μας. Και κάναμε ό,τι θέλαμε, παίζαμε ό,τι θέλαμε, μας δώσανε δική μας ορχήστρα. Ξέρεις, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει στον Χατζιδάκι είναι τα παράθυρα που άνοιγε σε νέους ανθρώπους.
Ήταν ταμένος σ’ αυτό το πράγμα.
Σήμερα σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα παίζουν play list.
Αυτό είναι σαν να τσιμεντώνεις ρυάκια σε εποχή ανομβρίας.
Είναι ένα τέρας.
Κανείς δεν το καταλαβαίνει, αλλά είναι ένα μικρό τέρας.
Αυτή η χώρα δεν εκφράζεται ελεύθερα πια.
Δεν κατεβαίνει στους δρόμους.
Την εμποδίζουν τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου.
Τη συγκρατούν στο πεζοδρόμιο.”
* από συνέντευξη της Μαριανίνας Κριεζή στον Ευθύμη Φιλίππου το 2006.