To περασμένο καλοκαίρι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου βρισκόταν στο 0,5%, η ΕΚΤ ουσιαστικά μας πλήρωνε για να μας χρηματοδοτήσει, και η Ελλάδα έβγαινε στις αγορές και δανειζόταν φθηνότερα ακόμη και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηταν η εποχή που το προσφιλές αφήγημα έλεγε πως οι επενδυτές έκαναν ουρές για να ανέβουν στο τρένο του – τριπλά χρεοκοπημένου – μικρού θαύματος της Μεσογείου.
Την περασμένη Τετάρτη η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς βρισκόταν στο 1,72%, την Παρασκευή έσπασε το φράγμα του 2%, την Δευτέρα εκτινάχθηκε στο 2,55% και Τρίτη πρωί κινείτο ανάμεσα στο 2,35% και το 2,48%. Μέσα σε τρεις μέρες η απόδοσή του ανέβηκε πάνω από 60 μονάδες, γύρισε πίσω στα επίπεδα του Ιουνίου του 2019, το spread με τα γερμανικά δεκαετή ομόλογα έσπασε επίσης το φράγμα των 200 μονάδων κι έφθασε στις 215 και, μαζί, έκανε άλμα και το κόστος του μεσοπρόθεσμου δανεισμού: Η απόδοση του πενταετούς ελληνικού ομολόγου έγραψε ρεκόρ δυόμισι ετών κι έφθασε έως το 1,47%.
Το νέο αφήγημα λέει πως το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό, ότι συνολικά οι ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων βυθίζονται εν όψει της στροφής της ΕΚΤ σε αυξήσεις επιτοκίων και πως το ελληνικό κόστος δανεισμού παραμένει ακόμη και τώρα χαμηλότερο από τα προ του 2019 επίπεδα – όταν η απόδοση του δεκαετούς βρισκόταν ακόμη στο 3% και στο 3,5%.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή λέει πως το κόστος του ελληνικού δανεισμού ανεβαίνει με ρυθμούς διπλάσιους έως και τριπλάσιους από εκείνους της Ιταλίας, της Ισπανίας κι, ακόμη περισσότερο, της Γερμανίας.
Λέει επίσης πως προ τετραετίας και πενταετίας η Ελλάδα μπορεί να επιβίωσε με επιτόκια δανεισμού στο 3,5%, όμως τότε η διεθνής και εγχώρια τάση ήταν τάση αποκλιμάκωσης και όχι κλιμάκωσης – και οι αγορές, από καταβολής καπιταλισμού, αποφασίζουν, απογειώνουν και σκοτώνουν βάσει των μελλοντικών προσδοκιών και όχι βάσει του παρελθόντος, ούτε καν του παρόντος.
Η ίδια πραγματικότητα λέει πως το πάρτι του – ιστορικά – φθηνού χρήματος που γέννησε η πανδημία τελειώνει οριστικά και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες σφραγίζουν τις βάνες της κατακλυσμιαίας ρευστότητας. Η Fed ξεκινά επιθετική νομισματική σύσφιξη από τον Μάρτιο με τους αναλυτές να προβλέπουν έως και επτά διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022, η Κριστίν Λαγκάρντ δείχνει να ενδίδει και εκείνη στην διπλή πίεση των «γερακιών» της Φραγκφούρτης και του πληθωρισμού ρεκόρ και στρέφει και την ΕΚΤ σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων – με την πρώτη να αναμένεται μάλλον τον Σεπτέμβριο -, και η Morgan Stanley προβλέπει την μεγαλύτερη «αποστράγγιση» ρευστότητας που έχει συντελεστεί ποτέ στα παγκόσμια χρονικά: Προειδοποιεί ότι μέσα στην επόμενη διετία οι κεντρικές τράπεζες θα αποσύρουν από την παγκόσμια αγορά ρευστότητα 2 τρις δολαρίων.
Οι Financial Times το θέτουν απλά και κυνικά: «Η εποχή», γράφουν, «των ultra χαμηλών επιτοκίων, στην οποία ακόμη και τα ελληνικά ομόλογα έφθασαν να έχουν αρνητικές αποδόσεις, τελειώνει. Κι εκείνο που βλέπουμε ήδη είναι η επανατοποθέτηση των επενδυτών στις αγορές». Και υποδεικνύουν ως πρώτες και πλέον επικίνδυνες συνέπειες, την αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Το δια ταύτα είναι πως η Ελλάδα βγαίνει από το πάρτι με τους χειρότερους όρους, συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το χρέος έχει εκτιναχθεί πάνω από τα 386 δις και σε νέο ιστορικό ρεκόρ – ήτοι, σε επίπεδο υψηλότερο ακόμη και από το 2012 και τις εποχές του πρώτου Μνημονίου -, και το κόστος εξυπηρέτησής του θα αυξάνεται όσο αυξάνονται τα επιτόκια και όσο χαμηλώνουν οι ρυθμοί ανάπτυξης και ανοίγει ο λόγος χρέους/ΑΕΠ. Το έλλειμμα τρέχει, την ίδια ώρα, με ρυθμό 7% και τον επόμενο χρόνο θα πρέπει να έχει μετατραπεί σε πλεόνασμα. Και η νομισματική σύσφιξη έρχεται ταυτόχρονα με την δημοσιονομική σύσφιξη – ήτοι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τριπλή δυσμενή συγκυρία: Αύξησης του κόστους δανεισμού, επιστροφής σε δημοσιονομική πειθαρχία και απώλειας της εγγυημένης και φθηνής χρηματοδότησης από την ΕΚΤ καθώς τον Μάρτιο τελειώνει και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της πανδημίας – ένα πρόγραμμα, μέσω του οποίου η Αθήνα έχει δανειστεί μέχρι στιγμής 35 δις ευρώ με μηδενικό επιτόκιο «παρκάροντας» ισόποσης αξίας κρατικά ομόλογα στην Φραγκφούρτη.
Σε πρώτο χρόνο, όλα αυτά σημαίνουν ότι τίθεται υπό επανεξέταση όλο το πρόγραμμα δανεισμού του ελληνικού δημοσίου για το 2022. Ο σχεδιασμός προβλέπει συνολικό δανεισμό 12 δις από τις αγορές, μέχρι στιγμής έχουν αντληθεί 3 δις τον Ιανουάριο – με ήδη ακριβό επιτόκιο – και η απόφαση στον ΟΔΔΗΧ είναι «κράτει» για τα υπόλοιπα 9 δις έως ότου ομαλοποιηθεί σχετικά το διεθνές περιβάλλον. Το «μαξιλάρι» των περίπου 30 δις προσφέρει μεν μια ασφάλεια, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία εσόδων και εξόδων τους επόμενους μήνες.
Η εκτίναξη του κόστους δανεισμού σημαίνει επίσης ακριβότερες πιστώσεις από τις τράπεζες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την, ήδη στεγνή από ρευστότητα, αγορά, και η παράλληλη επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία σημαίνει ελάχιστα περιθώρια παροχών και επιδομάτων σε μια περίοδο που η κοινωνία πιέζεται ασφυκτικά από την παράλληλη έκρηξη του πληθωρισμού.
Εν ολίγοις, μαζί με την βαριά σκιά των spreads, επιστρέφουν και οι μνήμες του εφιάλτη του 2009. Δεν πρόκειται, προφανώς, για επανάληψη του έργου του Καστελόριζου, πρόκειται όμως για τον πιο ηχηρό συναγερμό που έχει αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην, σύντομη, μεταμνημονιακής της περίοδο.
Το πώς θα εξελιχθεί εξαρτάται, εν πολλοίς, και από τα πόσα διδάχθηκε η Ευρώπη από εκείνο το έργο. Επ’ αυτού δεν είναι όλοι αισιόδοξοι και οι Financial Times είναι και εκείνοι που επισημαίνουν τον βασικό κίνδυνο: Να επαναλάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα μοιραία λάθη του 2011, αυξάνοντας τα επιτόκια σε λάθος χρόνο – την ώρα που άρχιζε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους…