Κατά τον υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη η ανακύκλωση της συζήτησης για την ακρίβεια είναι «μιζέρια» και «βλάπτει την χώρα». Και καλό είναι «να αφήσουμε τα ψόφια» διότι παντού έχει πληθωρισμό, σε όλη την Ευρώπη. Επιπλέον δε, πάντοτε κατά τον Αδωνι Γεωργιάδη, ουδείς στην Ευρώπη έχει επιδοτήσει τους λογαριασμούς ρεύματος στην έκταση που το έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
O ίδιος ο Αδωνις Γεωργιάδης μάλιστα, όπως λέει, ενημέρωσε τους γερμανούς επ’ αυτού «κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό» -, οπότε πιθανώς όσοι ανοίγουν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και πέφτουν λιπόθυμοι δεν είναι ούτε απελπισμένοι, ούτε φτωχοί, είναι απλώς μίζεροι.
Μπορεί να είναι κι έτσι – και μπορεί να έχει κι ένα δίκιο ο υπουργός Ανάπτυξης. Διότι είναι αλήθεια πως η οικονομία, πλην των άλλων, είναι και «κλίμα». Όπως είναι αλήθεια πως η κρίση του πληθωρισμού δεν αποτελεί μόνον ελληνικό πρόβλημα, ούτε καν πανευρωπαϊκό, αλλά παγκόσμιο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πληθωρισμός εξερράγη τον Ιανουάριο στο 7,5% και σε ρεκόρ 40ετίας, στην ευρωζώνη έφθασε στο 5,1 % και στην Ελλάδα στο 5,5%. Κι οι τελευταίες ενδείξεις από την ΕΛΣΤΑΤ τον δείχνουν ακόμη υψηλότερα, ίσως και πάνω από το 6% για πρώτη φορά μετά την εποχή Σημίτη και τις ημέρες υποτίμησης της δραχμής.
Είναι αλήθεια, ακόμη, πως εύκολοι δρόμοι κοινωνικής πολιτικής και στήριξης δεν υπάρχουν. Η κρίση της ακρίβειας έρχεται στην πιο δύσκολη ίσως διεθνή συγκυρία, το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος αποσωληνώνει την ελληνική οικονομία από την φθηνή χρηματοδότηση της ΕΚΤ, τα επιτόκια ανεβαίνουν μαζί με το κόστος δανεισμού της χώρας και οι αγορές στέλνουν μήνυμα – δια των γνωστών spreads– απαιτώντας δημοσιονομική συγκράτηση.
Και για όσους δεν το κατάλαβαν, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας προειδοποιεί με νέο Μνημόνιο εάν δεν καταφέρουμε να πετύχουμε πλεονάσματα στο 2% του ΑΕΠ. Οπερ σημαίνει ότι απαιτούνται, φέτος κιόλας, μέτρα δημοσιονομικής συγκράτησης – εάν όχι λιτότητας – της τάξης των 9,5 δις ευρώ.
Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι η κρίση του πληθωρισμού βρίσκει, και βαρύνει την ελληνική οικονομία, πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη. Και, κυρίως, βρίσκει την ελληνική κοινωνία στο καναβάτσο.
Το προϊόν μιας δεκαετίας Μνημονίων και ασφυκτικής εισοδηματικής συμπίεσης είναι μια κοινωνία με χαμηλότερη αγοραστική δύναμη ακόμη και από εκείνη της «βαλκάνιας» Ρουμανίας. Το λένε, με κυνική αποτύπωση, τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, κι ας μην το λέει αυτό ο υπουργός Ανάπτυξης: Η Ελλάδα δεν βρίσκεται μόνον στην δεύτερη ταχύτητα της Ευρώπης και κάτω από τον μέσο όρο στον κατώτατο μισθό – βρίσκεται στην τελευταία και τρίτη ταχύτητα στην σχέση μισθών και κόστους διαβίωσης, εάν δηλαδή οι μισθοί μεταφραστούν σε αγοραστική δύναμη.
Σε απόλυτους όρους ως προς τον κατώτατο μισθό η Ελλάδα βρίσκεται μετά από χρόνια κάτω από χώρες όπως η Πορτογαλία (823 ευρώ) και τη Μάλτα (792). Ο εγχώριος κατώτατος μισθός σε συγκριτικούς όρους είναι υψηλότερος μόνο από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ενώ η διαφορά από τις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης είναι πλέον τεράστια, έως και διπλάσια.
Εάν συνυπολογιστεί δε το κρίσιμο μέτρο, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού, τότε, σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω και από αρκετές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως της Ρουμανίας, της Λιθουανίας, της Κροατίας και της Πολωνίας.
Είναι επίσης αλήθεια, πως σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε τον Δεκέμβριο στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Και με τον πληθωρισμό στο 6% το πραγματικό εισόδημα μειώθηκε ακόμη περισσότερο τον Ιανουάριο – μετά, δηλαδή, και την συμβολική αύξηση του 2% που εφαρμόστηκε τον Ιανουάριο. Όπως είναι αλήθεια και ότι, με βάση την τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» έχει φθάσει στο 65%.
Κοινώς, ό,τι για την υπόλοιπη Ευρώπη είναι κρίση ακρίβειας, για την Ελλάδα είναι ήδη κρίση διαβίωσης – και για κάποιους είναι πια και κρίση επιβίωσης. Ακόμη και γι εκείνους η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για την χώρα ίσως φαίνεται ορθός και ευγενής συλλογικός στόχος. Μόνον που προέχει να ανακτήσουν την, στοιχειώδη έστω, ατομική αξιοπρέπεια…