Τα σούρτα φέρτα συνεχίζονται στην Ουκρανία και την Ρωσία από ηγέτες και υπουργούς σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κρίσης στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα που σύμφωνα με τα δυτικά μέσα προοιωνίζει πολεμική σύρραξη.
Η σημερινή επίσκεψη του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Κίεβο και η αυριανή του στη Μόσχα, έρχεται να συμπληρώσει την σειρά επισκέψεων με τελευταία και πιο σημαντική του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στις αρχές της περασμένης βδομάδας.
Όμως εκτός από τις επισκέψεις στις πρωτεύουσες Ρωσίας-Ουκρανίας και τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά με συνομιλίες που σίγουρα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Όλοι γνωρίζουν ότι σε μια στρατιωτική εμπλοκή δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Το έχει τονίσει επανειλημμένα ο Ρώσος Πρόεδρος που βρίσκεται στο στόχαστρο της Δύσης γιατί έχει συγκεντρώσει στρατεύματα στο έδαφος της Ρωσίας αλλά πολύ κοντά στα ουκρανικά σύνορα.
Όμως στη συνάντηση του με τον Εμανουέλ Μακρόν έγινε και απειλητικός λέγοντας ότι «δεν θα προλάβετε να ανοιγοκλείσετε τα μάτια σας αν επιχειρήσετε να ενεργοποιήσετε το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ», το άρθρο που κινητοποιεί τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις για να συνδράμουν στη χώρα σύμμαχο που δέχεται ένοπλη επίθεση.
Βέβαια εδώ υπάρχει το παράδοξο ότι η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Είναι ξεκάθαρο στη ιδρυτική συνθήκη του ΝΑΤΟ, ότι «τα μέρη συμφωνούν ότι μια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από αυτά στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική θα θεωρείται επίθεση εναντίον όλων τους».
Κάτι που έκανε σαφές το νεότερο μέλος της Συμμαχίας, η Βόρεια Μακεδονία με τη δήλωση της Υπουργού Άμυνας, ότι τα στρατεύματα της χώρας δεν θα δράσουν στα εδάφη της Ουκρανίας καθώς δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Κάτι που αποφεύγουν να το αναφέρουν οι δυτικοί σύμμαχοι στις απειλές τους προς την Ρωσία.
Όμως η επιθετική ρητορική των ΗΠΑ και της Βρετανίας δεν βρίσκει σύμφωνους όλους στη Συμμαχία και την ΕΕ, που άγει και φέρει κατά το δοκούν η Ουάσιγκτον.
Κανείς δεν θέλει πόλεμο και ιδιαίτερα στο έδαφος της Ευρώπης. Πολλώ δε περισσότερο η Γερμανία που είναι πιο πολύ από τις άλλες χώρες εξαρτημένη ενεργειακά από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Το πρόβλημα με τη Γερμανία πέρα από την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσική Ομοσπονδία είναι η αλλαγή στην ηγεσία της χώρας πριν λίγους μήνες με τον νέο Καγκελάριο Όλαφ Σολτς να μην έχει ούτε τις ικανότητες ούτε την εμπειρία της προκατόχου του Άνγκελας Μέρκελ. Κάτι που έχει προκαλέσει ιδιαίτερα αρνητικά σχόλια χαρακτηρίζοντας τον «εξαφανισμένο».
Το βάρος των διαβουλεύσεων για την εκτόνωση της κρίσης έχει πέσει πέρα από τους Προέδρους ΗΠΑ και Ρωσίας, Μπάιντεν και Πούτιν, στον Γάλλο Πρόεδρο που ετοιμάζεται για εκλογές.
Όπως είναι λογικό, μια στρατιωτική σύρραξη εν μέσω της προεκλογικής περιόδου στη Γαλλία μόνο θετικά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει για τον Μακρόν. Ίσως για το λόγο αυτό επιδίδεται σε έναν επίμονο διπλωματικό μαραθώνιο για την λήξη της κρίσης στην Ουκρανία.
Ο Μακρόν που δεν έχει ακόμα ανακοινώσει την υποψηφιότητα του για τις Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, προσπαθεί μέσω της διαμεσολαβητικής ενεργοποίησης του στο ουκρανικό να αποκομίσει οφέλη στον προεκλογικό του αγώνα, εάν και εφόσον καταφέρει να βοηθήσει στην επίλυση της κρίσης.
Ο Πούτιν έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί την εξάπλωση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, εγκλωβίζοντας την Ρωσία και προκαλώντας της ανασφάλεια. Ο Ρώσος Πρόεδρος θέλει να επανέλθει η χώρα του ως ισότιμος μέλος, όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση, στο τραπέζι της διαμόρφωσης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το 2024, όχι και τόσο μακριά είναι και οι Προεδρικές εκλογές στη Ρωσία και ο Πούτιν έχει το βλέμμα του στραμμένο κι εκεί.
Ο Μπάιντεν από την πλευρά του, θέλει από την μια να επαναφέρει τις ΗΠΑ στο θρόνο της μοναδικής υπερδύναμης και από την άλλη να ικανοποιήσει τους «χρηματοδότες» του στην εκλογική του νίκη, οι οποίοι έχασαν πολλά κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Τραμπ.
Μια διακυβέρνηση που ασχολήθηκε περισσότερο με τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, ενώ στα εξωτερικά προσπάθησε με οικονομικές συνεργασίες κι όχι με πολεμικές επιχειρήσεις στην επίλυση περιφερειακών προβλημάτων.
Σε μια περίοδο όπου, συμπληρώνοντας ένα χρόνο διακυβέρνησης ο Μπάιντεν, βρίσκεται στα χειρότερα του δημοσκοπικά ποσοστά, προσπαθεί να κερδίσει πόντους επενδύοντας στη συσπείρωση γύρω από την μεγάλη Αμερική στη διεθνή σκηνή. Όμως οι Αμερικανοί ψηφοφόροι έχουν κουραστεί να σώζουν τον κόσμο και έχουν γυρίσει την πλάτη τους σ αυτό το είδος της πολιτικής. Κάτι που έγινε σαφές με το μεγάλο ποσοστό πολιτών που κινητοποιήθηκε και ψήφισε την πολιτική Τραμπ.
Ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, βρήκε την ευκαιρία να μειώσει τις αντιδράσεις των πολιτών εναντίον του, αλλά και να ενισχύσει την παραπαίουσα ουκρανική οικονομία. Πέρα από στρατιωτικό εξοπλισμό για την αντιμετώπιση των ρωσικών απειλών, το Κίεβο λαμβάνει σημαντικά ποσά για την ενίσχυση της οικονομίας της, κάτι που περνάει στα ψιλά, αλλά είναι πολύ σημαντικό για την επιβίωση του Ζελένσκι.
Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση τόσο περισσότερη προσοχή και βοήθεια θα αποσπά ο Ουκρανός Πρόεδρος. Και φυσικά δεν θέλει για κανέναν λόγο πόλεμο με τη Ρωσία, κάτι που θα σημάνει και το τέλος του. Δεν είναι τυχαίο ότι δημοσκοπικά κι αυτός βρίσκεται πλέον μόνο 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τον πρώην Πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο, ενώ το κόμμα του «Υπηρέτης του Λαού» έχει περάσει εδώ και καιρό στη δεύτερη θέση των δημοσκοπικών ερευνών.
Όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι με μια λύση μέσω της διπλωματίας κι όχι μέσω μια σύγκρουσης, αλλά με το μικρότερο κόστος. Οι συνεχόμενες επαφές και επικοινωνίες μεταξύ των ηγετών αυτό δείχνουν, την προσπάθεια για εξεύρεση διπλωματικής λύσης. Μένουν μόνο να μοιραστούν και το κόστος που θα πρέπει να διαχειριστούν. Η καλύτερη λύση θα ήταν να είναι όλοι κερδισμένοι, αλλά αυτό φαντάζει αδύνατο. Αν και τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά με επικοινωνιακούς όρους, κάτι που θα ενεργοποιηθεί απ’ όλες τις πλευρές που θα χριστούν στο τέλος νικητές.