Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται εδώ και λίγο καιρό μπροστά σε ένα δίλημμα που υπερβαίνει κατά πολύ την τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση και την πόλωση. Το δίλημμα αφορά την επιδίωξη της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές και ως εκ τούτου δέχεται σωρηδόν εισηγήσεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες σε χρόνο που θα διευκολύνουν αυτό τον στόχο. Αυτό είναι λάθος. Διότι, όπως δείχνουν συγκλίνουσες όλες οι προβλέψεις, με τις οικονομικές προοπτικές στην Ευρωζώνη και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα (λόγω δομικών προβλημάτων), ένας εκλογικός αιφνιδιασμός υπό το άγχος της αυτοδυναμίας είναι πολύ πιθανό να υπονομεύσει την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις διπλές κάλπες. Εφόσον, δε, όντως πιστεύει πως θα είναι αυτός που θα κυβερνήσει ξανά, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υπονομεύσει τον εαυτό του.
Όσο κι αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κρατά ζωντανό το αίτημα για πολιτική αλλαγή και ζητά την διεξαγωγή εκλογών, ο πρωθυπουργός που διαθέτει την πλήρη εικόνα οφείλει να μην υποκύψει στους πειρασμούς των δημοσκοπικών προβλέψεων – οι οποίες συχνά διαψεύδονται.
Μια σειρά παραμέτρων-προειδοποιήσεων επιβεβαιώνουν αυτόν τον κίνδυνο:
-Οι τελευταίες προβλέψεις (δείτε εδώ αναλυτικά) διεθνών οίκων και της Ευρωπαϊκής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ACER) αναφέρουν πως η ενεργειακή καταιγίδα με την εκτόξευση των τιμών στο ρεύμα και το φυσικό αέριο δεν θα παύσει πριν τις αρχές του 2023.
Αναλυτές, στελέχη επενδυτικών τραπεζών και θεσμικά όργανα της ενεργειακής αγοράς εκτιμούν ότι στο επόμενο διάστημα, το πιθανότερο προς το τέλος του πρώτου τριμήνου και τις αρχές του δεύτερου, αναμένεται κορύφωση των τιμών, την οποία θα διαδεχθεί μια εξομάλυνση προς το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η ACER, η ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή, στην τελευταία της εκτίμηση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόνισε πως δεν αναμένεται να υπάρξει αποκλιμάκωση από τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα των τιμών της ενέργειας πριν από τον Απρίλιο του 2022.
H Citi έχει προειδοποιήσει πως οι υψηλές τιμές στο ρεύμα και το φυσικό αέριο θα διατηρηθούν έως το 2023, ενώ το ΔΝΤ μέσω του World Economic Outlook εκτίμησε πως οι τιμές στο φυσικό αέριο θα παραμείνουν υψηλές για όλο το 2022, με περιόδους εξάρσεων μέσα στη χρονιά, πριν ξεκινήσει η αποκλιμάκωση. Η όποια ουσιώδης υποχώρηση τοποθετείται το 2023, όταν θα ισορροπήσουν τα επίπεδα προσφοράς και ζήτησης.
Εάν η χώρα μπει βίαια σε εκλογικό κύκλο που θα διαρκέσει αρκετούς μήνες (με δύο, τουλάχιστον, εκλογικές αναμετρήσεις) αυτό σημαίνει πρακτικά πως η διαχείριση του μείζονος αυτού προβλήματος θα παραλύσει και δύσκολα θα ληφθούν οι απαιτούμενες μέριμνες.
–Όπως υπονοεί ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάς με άρθρο του στην “Καθημερινή της Κυριακής”, ο κίνδυνος ενός νέου μνημονίου υποβόσκει για την ώρα πίσω από τις λέξεις, αλλά στο όνομα του κατευνασμού των Αγορών λόγω της ευάλωτης ελληνικής οικονομίας επανέρχονται στο προσκήνιο οι σειρήνες της πολιτικής σταθερότητας σαν ένα remake του θρίλερ που έζησε η ελληνική κοινωνία επί μια δεκαετία.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος βάζει στο τραπέζι, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του ο Σωτήρης Μπολάκης στο libre, και το βασικό πολιτικό επίδικο της επόμενης περιόδου σε σχέση με τους διακηρυγμένους στόχους για δημοσιονομική χαλάρωση και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως το έχουν θέσει οι χώρες τους Νότου.
«Υπό το βάρος του επιπλέον δανεισμού την περίοδο της πανδημίας, έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια χαλάρωσης των συμφωνημένων στόχων για μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να αποπληρώνονται οι τόκοι του δημόσιου χρέους».
Με αυτή την τοποθέτηση στην Καθημερινή της Κυριακής ο κ. Στουρνάρας βάζει τον πήχη των προεκλογικών υποσχέσεων καθώς το πλεόνασμα όπως σημειώνει θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 2%.
Ουσιαστικά ο κεντρικός τραπεζίτης επιχειρεί και αυτός με τη σειρά του να φρενάρει αν όχι να ακυρώσει εντελώς την παροχολογία των κομμάτων, καθώς όπως διαφαίνεται από την παρέμβασή του αυτή ούτε και εκείνος φυσικά θα επιθυμούσε μια αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού ιδίως τώρα που η απλή αναλογική τραβά από το μανίκι πολιτικές δυνάμεις και κόμματα να κάνουν υπερβάσεις αν ο σκοπός είναι η κυβερνησιμότητα την επομένη των εκλογών.
–Όπως αναφέρει (“Καθημερινή”) ο Κώστας Καλλίτσης, η πορεία της οικονομίας δεν θα είναι καθόλου ομαλή το επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, επισημαίνει, πως στην παγκόσμια τάση ανόδου των επιτοκίων ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι, ένας να διακοπεί η μετά COVID οικονομική ανάκαμψη (αυτό ανησυχεί την Κρ. Λαγκάρντ, καθώς στην Ευρωζώνη η ανάκαμψη είναι ασθενική), άλλος ένας να γίνει μεγάλη ζημιά σε όσους είναι υπερχρεωμένοι – κράτη αλλά και επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Την Ελλάδα, όπως γράφει, την αφορούν και οι δύο. Eχει κι έναν τρίτο, ειδικότερο: Η πιστοληπτική της αξιοπιστία, έπειτα από τρία μνημόνια, παραμένει στην κατηγορία «σκουπίδια». Αν αυτό δεν αλλάξει, αν δεν ανεβούμε δύο σκαλοπάτια, μέχρι την επενδυτική βαθμίδα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μας θα αυξηθεί πολλαπλάσια. Με έναν μεγάλο κίνδυνο (είναι γνωστός από την προηγούμενη 10ετία…) να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην πατρίδα μας.
–Η Κομισιόν στην έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι χειμερινές προβλέψεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σκέλος της ενέργειας προβλέπει πως οι τιμές για το φυσικό αέριο (και για τον ηλεκτρισμό) θα παραμείνουν υψηλές και σε επίπεδα πάνω από εκείνα που είχε προβλέψει.
Κάνει, ομοίως, λόγο για ένα δύσκολο 2022, κυρίως στο πρώτο εξάμηνο, με τις όποιες εκτιμήσεις αποκλιμάκωσης να τοποθετούνται από την άνοιξη του 2023 και μετά. Μάλιστα, η Κομισιόν στην έκθεσή της παραδέχεται πως οι όποιες αυξήσεις λόγω ενέργειας δεν έχουν ακόμη περάσει στο σύνολό τους στις τιμές των αγαθών, εντείνοντας τους φόβους για επέλαση του πληθωρισμού πέραν του αναμενομένου.
-Στην τελευταία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία (7 Φεβρουαρίου), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιγράφει τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν και περιγράφει τους σοβαρούς κινδύνους.
1.Οι υπερχρεωμένες χώρες θα χρειαστεί να μειώσουν τα χρέη τους. Θα πρέπει να ανακοινωθούν τώρα αξιόπιστα σχέδια για να επιτευχθεί αυτό. Επιπλέον, οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζονται μεταρρύθμιση, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης ενός ταμείου για το κλίμα σε επίπεδο ΕΕ.
2.Η Ελλάδα θα πρέπει να εμβαθύνει και να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, μαζί με περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, είναι απαραίτητες για να επιτρέψουν στην οικονομία να επιστρέψει σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
3.Εάν η Ελλάδα αποφασίσει να στοχεύσει σε δημοσιονομικό πλεόνασμα υψηλότερο από 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ, πρέπει να δείξει πώς μπορεί να επιτύχει αξιόπιστα αυτόν τον υψηλότερο στόχο. Σε αυτή την περίπτωση, θα χρειαστούν πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν μόνο όταν η ανάκαμψη έχει προχωρήσει καλά. Ανεξάρτητα από τον δημοσιονομικό στόχο, η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει πιο φιλικές προς την ανάπτυξη και δίκαιες πολιτικές.
Ακόμη, όπως αναφέρει, και με την πλήρη εφαρμογή αυτών των πολιτικών, η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόβλημα του χρέους της. Οι Ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να παράσχουν περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, εκτός από τη γενναιόδωρη ελάφρυνση που παρέχεται μέχρι τώρα, για να θέσουν το χρέος της Ελλάδας σε βιώσιμη καθοδική πορεία.
Συμπέρασμα:
Λαμβάνοντας υπόψιν μας όλα τα παραπάνω και με την σοβαρή αύξηση του κόστους δανεισμού, όπως ήδη περιγράφεται από τις κινήσεις της ΕΚΤ, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις. Όχι μόνο για να διασφαλίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης -η θετική πλευρά των πραγμάτων που υπερτονίζει η κυβέρνηση-, αλλά, κυρίως, για να αποφύγει την μετακύλιση σε ζώνη υψηλού κινδύνου. Στην δεύτερη περίπτωση είναι εξαιρετικά πιθανό να της επιβληθούν νέοι αυστηροί κανόνες και να διευρυνθεί το καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας, θέτοντας, όπως αναφέρουν κάποιοι αναλυτές, σε περαιτέρω κινδύνους τις εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης που ήδη καθυστερούν σημαντικά.
Ο πρωθυπουργός έχει δύο επιλογές: Ή θα αναζητήσει “παράθυρο ευκαιρίας” για την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών ελπίζοντας πως θα σταματήσει τις καταγραφόμενες δημοσκοπικές απώλειες και θα αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΚΙΝ.ΑΛ΄), ή θα εξαντλήσει το συνταγματικό περιθώριο και θα επιλέξει οι εκλογές να διεξαχθούν την άνοιξη του 2023. Και οι δύο επιλογές κρύβουν κινδύνους. Με την πρώτη μεταθέτει τον συστημικό κίνδυνο για την οικονομία σε μέλλοντα χρόνο, δηλαδή στην επόμενη διακυβέρνηση, η δεύτερη (που είναι πολιτικά και οικονομικά η ορθότερη) μπορεί να παρέλθει άπρακτη εφόσον αφεθεί στην παραλυσία της μακράς και παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου χωρίς να αναλάβει το πολιτικό κόστος των απαιτούμενων ενεργειών.
Ο κίνδυνος, ειδικά για το δεύτερο, αυξάνει, καθώς παρά τις συνεχείς δεσμεύσεις του για εξάντληση της τετραετίας, η αίσθηση που επικρατεί είναι πως οι εκλογές θα διεξαχθούν πρόωρα εντός του 2022. Δεν πείθονται ούτε οι ίδιοι οι υπουργού του, ενώ η κοινοβουλευτική του ομάδα βρίσκεται εδώ και λίγο καιρό σε προεκλογικό πυρετό. Μάταια, όπως φαίνεται, το οικονομικό επιτελείο (Σταϊκούρας, Σκυλακάκης) προσπαθούν να συγκρατήσουν το σχετικό εκλογικό κλίμα.
Είναι προφανές πως χρειάζεται μία ακόμα πιο ρητή και κατηγορηματική δέσμευση του κ. Μητσοτάκη πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα πρόωρων εκλογών. Και πως ο ίδιος θα αναλάβει το κόστος των όποιων αποφάσεων απαιτούνται. Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, οφείλει να αντιληφθεί όσα συμβαίνουν. Ειδικότερα η αξιωματική αντιπολίτευση, εφόσον διατηρεί ενεργό το αίτημα για πολιτική αλλαγή, πρέπει να το συνοδεύσει με ένα πλήρες και τεκμηριωμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης όλων των προαναφερθέντων κινδύνων. Ποια θα είναι, για παράδειγμα, τα βήματα του Αλέξη Τσίπρα εάν κληθεί να κυβερνήσει. Όχι μόνο αυτά που αφορούν την ανάταξη των αρνητικών συνεπειών για την κοινωνία (αδαμφισβήτητη αυτή η ανάγκη), αλλά και εκείνα που οδηγούν στην διαχείριση της μεγάλης και πιο μακροοικονομικής εικόνας.