Κατά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ συγκροτήθηκε σε Σώμα το Δ.Σ., που εκλέχθηκε στις αρχαιρεσίες της 27ης, 28ης, 29ης, 30ής και 31ης Ιανουαρίου 2022, ως εξής:
Πρόεδρος: Μαρία Αντωνιάδου, Α’ Αντιπρόεδρος: Αριάδνη (Άρια) Αγάτσα,Β’ Αντιπρόεδρος: Γεώργιος Γαβαλάς,Γενικός Γραμματέας: Σταύρος Καπάκος,Ταμίας: Ευθύμιος (Μάκης) Διόγος. Άσχετο με όσα ακολουθούν; Καθόλου. Απολύτως σχετικό.
Το επεισόδιο, στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη στον Ant1, μεταξύ του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη και της δημοσιογράφου Ελένης Καλογεροπούλου, θα έπρεπε να αποτελέσει -υπό κανονικές συνθήκες- αντικείμενο προβληματισμού και συζήτησης στο νέο Δ.Σ της ΕΣΗΕΑ.
«Εσείς εκπροσωπείτε τον ελληνικό λαό και όχι εγώ που είμαι εκλεγμένος από 70.000 πολίτες; Από πού είστε εσείς εκπρόσωπος του λαού; Είστε μια υποστηρίκτρια του ΣΥΡΙΖΑ φανατικιά και τίποτα άλλο. Είμαι πρόθυμος να απαντώ σε κάθε καλόπιστη ερώτηση, αλλά εσείς είστε κακόπιστη», απάντησε ο Άδωνις Γεωργιάδης σε ερώτηση της δημοσιογράφου.
Κατά τον υπουργό, ένας/μία δημοσιογράφος που επίμονα ρωτά για ένα μείζον κοινωνικό θέμα όπως η ακρίβεια και το κύμα ανατιμήσεων ισοδυναμεί με …μίζερη αντιμετώπιση της πραγματικότητας και “κάνει κακό στην χώρα”. Αλλά, αυτό, ας πούμε, αποτελεί μία προσωπική άποψη του υπουργού, παρότι παρατραβηγμένη και εν τέλει προσβλητική για τους πολίτες που παθαίνουν μικρά εμφράγματα μπροστά στην αντλία καυσίμων, όταν ανοίγουν τον φάκελο της ΔΕΗ και των κοινοχρήστων, ή στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.
Υπάρχουν, όμως, για έναν υπουργό (και για κάθε υπουργό, κάθε κυβέρνησης, που μπορεί να μετέρχεται παρόμοιας μεθοδολογίας απαξίωσης του αντιλόγου) δημοσιογράφοι ΣΥΡΙΖΑ, δημοσιογράφοι Ν.Δ, δημοσιογράφοι ΚΙΝ.ΑΛ ή όποιου άλλου κόμματος; Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Άδωνις Γεωργιάδης διατυπώνει παρόμοιους υπαινιγμούς ή και ευθείες κατηγορίες. Το χειρότερο είναι πως αυτή η συμπεριφορά ακούγεται φυσιολογική σε πολλούς και δεν προκαλεί αντιδράσεις. Και επαναλαμβάνω: όποιος/όποια πολιτικός χρησιμοποιεί ανάλογο “επιχείρημα”.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, εν προκειμένω, έφθασε στο σημείο να δηλώσει περισπούδαστα, προς επίρρωση του ισχυρισμού του, πως η Ελένη Καλογεροπούλου “ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ”. Μαζί της στο εκλογικό παραβάν δεν ήταν, απ΄ όσο γνωρίζουμε, ως εκ τούτου το υποθέτει αλλά διατυπώνει το επιχείρημα με στόμφο και βεβαιότητα για να απαξιώσει το πρόσωπο και τον λόγο-αντίλογο του προσώπου. Συμπληρώνοντας πως ένας δημοσιογράφος δεν δικαιούται να εκπροσωπεί την κοινή γνώμη, μεταφέροντας τις αγωνίες και τις αντιδράσεις της, επειδή δεν είναι αιρετός. Σε αντίθεση με τον ίδιο, φυσικά, που επειδή είναι αιρετός και ψηφίζεται από 70.000 πολίτες την εκπροσωπεί αυτοδικαίως. Τι σημασία έχει εάν οι 70.000 ψηφοφόροι οιουδήποτε πολιτικού δεν συνιστούν τον όλον της κοινής γνώμης; Και ακόμα περισσότερο, τι σημασία έχει εάν πολλοί εκ των πολιτών-ψηφοφόρων του υπουργού οικτίρουν για την αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στην πανάκριβη πλέον καθημερινότητά τους;
Ο υπουργός, όμως, δεν διανοήθηκε ποτέ να επικαλεστεί το ίδιο επιχείρημα έναντι οιουδήποτε δημοσιογράφου που επιβραβεύει την κυβέρνηση και εγκωμιάζει τον ίδιο. Ούτε καν για δημοσιογράφο που καταχειροκροτήθηκε από τους ψηφοφόρους του όταν παραβρέθηκε -περίπου ως τιμώμενο πρόσωπο- στην κοπή της πίτας του πολιτικού του γραφείου, στις εκπομπές του οποίου φιλοξενείται τακτικότατα. Εκείνος δεν είναι “δημοσιογράφος της κυβέρνησης και του Άδωνι” και ως εκ τούτου ο καλλωπιστικός λόγος του δεν απαξιώνεται, τουναντίον αναδεικνύεται ως αντικειμενικός και δίκαιος.
Υπάρχουν, λοιπόν, δημοσιογράφοι που είναι Ν.Δ, όπως και δημοσιογράφοι που είναι ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πρωτίστως αυτοί που κάνουν καριέρα ως αντικειμενικοί και την κατάλληλη στιγμή μετακομίζουν από τις οθόνες και τα ραδιοφωνικά στούντιο στα κομματικά ψηφοδέλτια. Σε ότι αφορά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτοί ως επί το πλείστον προέρχονται από τα κομματικά έντυπα. Άρα, δεν το έκρυψαν ποτέ. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι (συνάδελφοι) που επί μακρόν διατύπωναν από μιντιακού άμβωνος λίβελους κατά ενός κόμματος και ελάμβαναν το χρίσμα του υποψηφίου βουλευτή. Στο κοινοβούλιο υπάρχουν πολλοί τέτοιοι.
Δεν βρέθηκε, όμως, κανείς, απ΄ όσο θυμόμαστε, να απαξιώνει τον λόγο του Γιάννη Λοβέρδου (που μια εποχή διέπρεπε στα fake news στα social media), του Δημήτρη Μαρκόπουλου, της Σοφίας Βούλτεψη, του Χρήστου Μπουκώρου και πολλών άλλων που είχαν μια μακρά και κάποιοι επιτυχημένη καριέρα πριν μεταπηδήσουν στις κομματικές λίστες.
Η Ελένη Καλογεροπούλου μπορεί να ψηφίζει όποιο κόμμα επιθυμεί. Ποιός/ποιά δημοσιογράφος, άλλωστε, δεν το κάνει. Νόμος που να απαγορεύει τον δημοσιογράφο να ψηφίζει δεν έχει υπάρξει ακόμα. Η συγκεκριμένη συνάδελφος, μάλιστα -ως της ειρωνείας-, τυγχάνει να εργάζεται σε σκληρά φιλοκυβερνητικό μέσο ενημέρωσης, εξ εκείνων που ασκούν δριμεία κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Η ιδιοκτησία του δεν της ζήτησε ποτέ αποδεικτικό καλής πίστης. Αρκούν τα δημοσιογραφικά της ένσημα και η μακρόχρονη εμπειρία της.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης έκανε λάθος και πρέπει να το παραδεχθεί. Δεν αντιμετωπίζεις ένα δημοσιογραφικό επιχείρημα –όταν μάλιστα δεν είναι ουρανοκατέβατο αλλά απολύτως προσγειωμένο στην επώδυνη πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες– κατηγορώντας τον φέροντα ότι ψηφίζει κάποιο κόμμα που είναι αντίπαλο στο δικό σου.
Αυτό το “trend” (ορισμένων) να απαξιώνουν την κριτική ή ακόμα και την απλή διατύπωση ερωτήματος στοχοποιώντας αυτόν/αυτήν που την διατυπώνουν ως εκπρόσωπο κομματικής “γραμμής” είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και δεν πρέπει να το αφήσει ασχολίαστο η ΕΣΗΕΑ. Ιδιαίτερα όταν η Ένωση Συντακτών διαθέτει ένα διοικητικό συμβούλιο που δεν είναι κομματικό αλλά προϊόν συνεννόησης και υπέρβασης γραμμών.
Όμως, για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε οι δημοσιογράφοι πρέπει να αναλαμβάνουν τέτοιους ρόλους. Η Ελένη Καλογεροπούλου δεν είναι, φυσικά, μία από αυτούς. Άλλοι και άλλες, όμως, προσφέρονται, ενίοτε προσκαλούνται σε τηλεοπτικές εκπομπές, ή διεκδικούν δημόσιο βήμα υπό τον μανδύα κομματικού εκπροσώπου. Καθένας κάνει τις επιλογές του.
Κατά ανάλογο τρόπο, λάθος είναι και οι ανακοινώσεις κομμάτων για όσα διατυπώνει κάθε δημοσιογράφος. Έχει διαπράξει και ο ΣΥΡΙΖΑ κάποια τέτοια σφάλματα.