Περί δημοσκοπήσεων -ειδικά την τελευταία της Marc (Ant1)- μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις: πρώτον, η ακρίβεια πλήττει σοβαρά την κυβέρνηση, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταγράφει απώλεια μιας ποσοστιαίας μονάδας σε 20 ημέρες (από την προηγούμενη της ίδιας εταιρείας για το ίδιο μέσο), δεύτερον, η πανδημία παύει να αποτελεί μείζον ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης, όχι επειδή εκλείπουν οι λόγοι αλλά, προφανώς, διότι η ανάγκη των πολιτών για έξοδο στην “κανονικότητα” υπερισχύει των επιδημιολογικών δεδομένων που υποτιμώνται, τρίτον η διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων συρρικνώνεται, αργά μεν αλλά κατά τέτοιο τρόπο που να απομακρύνει τη Ν.Δ από τον (αποκλειστικό) στόχο της αυτοδυναμίας, και, τέταρτον, το ΚΙΝ.ΑΛ μετά την κούρσα των τελευταίων εβδομάδων φαίνεται πως “πλαφονάρει” κοντά στο 14%.
Συνιστούν τα παραπάνω αιτία πανικού για την κυβέρνηση; Όχι. Εξακολουθεί να διαθέτει ικανοποιητικό προβάδισμα και εκ της θέσεώς της την πρωτοβουλία των κινήσεων. Παρόλα αυτά διαφαίνονται δείγματα πανικού επειδή το πολιτικό αφήγημα εγκλωβίζεται, προς το παρόν, στο πλαίσιο που διαμορφώνουν δύο κρίσιμοι παράγοντες: αφενός το ίδιο το αφήγημα περί αυτοδυναμίας, και αφετέρου τα πολύ στενά δημοσιονομικά περιθώρια της οικονομίας που μπορεί να γίνουν στενότερα εφόσον ισχύσουν παράμετροι που περιγράφει στο τελευταίο άρθρο του (“Καθημερινή”) ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας για την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Η ταυτόχρονη διαχείριση του εκρηκτικού μείγματος των υπέρογκων αυξήσεων στις τιμές ρεύματος, φυσικού αερίου και βασικών αγαθών και υπηρεσιών, και το κυνήγι της επενδυτικής βαθμίδας υπό την πίεση των Βρυξελλών για επώδυνες μεταρρυθμίσεις με μοχλό περαιτέρω καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι κάτι που δύσκολα αντιμετωπίζεται σε συνθήκες του άγριου εκλογικού κύκλου που ήδη ξεκίνησε.
Οκτώ στους δέκα πολίτες πιστεύουν (Marc) πως η ενεργειακή κρίση θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από τις προσδοκίες που περιέγραψε η κυβέρνηση στις αρχές του φθινοπώρου. Το ίδιο ποσοστό θεωρεί πως τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση είναι ανεπαρκή. Ηχηρό το μήνυμα…
Τούτων δοθέντων, προκύπτουν δύο κίνδυνοι για την κυβέρνηση:
- Ακόμα κι αν οι πολίτες θεωρούν πως το φαινόμενο είναι διεθνές, πάντοτε η δυσαρέσκεια εκδηλώνεται προς το πρώτο επίπεδο ευθυνών. Δεν θα εκφραστεί, δηλαδή, εναντίον του…Μπάϊντεν και του Πούτιν για τις επιπτώσεις της Ουκρανικής κρίσης, ούτε κατά του…ΟΠΕΚ, ή της Κομισιόν, αλλά στο πεδίο που μπορεί να εκφραστεί: ήτοι, στις εκλογές και εναντίον του προφανούς χειριστή αυτής της κρίσης. Δεν δυσφορούν, δηλαδή, οι ψηφοφόροι για την κρίση αυτή καθ΄ αυτή και την εκτίναξη του πληθωρισμού, αλλά για την ανεπιτυχή αντιμετώπισή της από εκείνους που θεωρούν πως πρέπει να την αντιμετωπίσουν. Απλό.
- Με την εμμονή -αναπόφευκτα- στην αυτοδυναμία, οι ψηφοφόροι αρχίζουν να ανακαλύπτουν ότι ενώ η κυβέρνηση επιζητεί να ξανακυβερνήσει μόνη της για να συνεχίσει μία διαχείριση που κρίνεται εν πολλοίς αποτυχημένη τώρα που κυβερνά υπό συνθήκες άνετης αυτοδυναμίας. Ισοδυναμεί με παράδοξο να αξιώνεις επιβράβευση (με αυτοδυναμία), όταν επικρίνεσαι επειδή δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις στις κοινωνικές ανάγκες τώρα που έχεις αυτοδυναμία! Κόβοντας τις γέφυρες για συν-διαχείριση ο πρωθυπουργός αναλαμβάνει ένα μεγάλο ρίσκο.
Η απάντηση που άμεσα ή έμμεσα δίνεται από την ίδια την κυβέρνηση και τα υποστηρικτικά συστήματα είναι πως η κατάσταση θα ήταν χειρότερη εάν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακούγεται λογικό και έως ένα βαθμό αποτυπώνεται στην αργή δημοσκοπική ανάκαμψη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όμως, εάν η κοινωνική δυσαρέσκεια χτυπήσει “κόκκινο” (πλησιάζει) και εάν η “ακολουθία” κρίση πληθωρισμού- ανατιμήσεων-στενών δημοσιονομικών περιθωρίων συνεχιστεί και το δεύτερο εξάμηνο του έτους, το παραπάνω επιχείρημα εξασθενεί πολύ. Ήδη, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακάμπτει, γεγονός που δείχνει πως ξαναμπαίνει αργά στο παιχνίδι της κυβερνησιμότητας.
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καλύπτει τις αδυναμίες του, και τις όποιες αρνητικές μνήμες στο συλλογικό υποσυνείδητο, με την διακήρυξη για προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας. Στο “μόνη μου”, δηλαδή, που προτάσσει (δίλημμα αυτοδυναμίας) η Ν.Δ, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αντιτάσσει το ” μαζί με άλλους”.
Το τελευταίο βάζει στην σκέψη των ψηφοφόρων την προοπτική συμμετοχής του ΚΙΝ.ΑΛ σε μία τέτοια διακυβέρνηση και μεταθέτει το βάρος της τελικής επιλογής στον Νίκο Ανδρουλάκη. Μπορεί η διεκδίκηση της αυτονομίας να αποτελεί το “διαμάντι του στέμματος” που, μαζί με την “φρεσκάδα” του θολού και την συναισθηματική φόρτιση, τον έφερε σε σημαντικό διψήφιο δημοσκοπικό ποσοστό, γνωρίζει όμως κατά βάθος πως όλα αυτά ίσως συνθλιβούν στις μυλόπετρες της πόλωσης και του επιτακτικού αιτήματος για διακυβέρνηση, μεταξύ της πρώτης αναμέτρησης με απλή αναλογική και της δεύτερης κάλπης με το νέο εκλογικό νόμο.
Η κυβέρνηση, από την άλλη, μάλλον υποτιμά την απλή αναλογική. Έχει καλλιεργήσει την αίσθηση πως πρόκειται για μια “χαμένη αναμέτρηση”, μια στιγμή λαϊκής ετυμηγορίας την οποία πρέπει να προσπεράσει για να κατακτήσει την αυτοδυναμία στην δεύτερη. Εάν, ωστόσο, εισέλθει στην τελική ευθεία για τις εκλογές –όποτε αποφασίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να διεξαχθούν– ευρισκόμενη σε μεγάλη απόσταση από το ποσοστό που απαιτείται για να την πετύχει (37,5-38%), κι αυτή η απόσταση επιβεβαιωθεί στην κάλπη της απλής αναλογικής, κινδυνεύει να τιμωρηθεί από το εκλογικό σώμα για το υπερφίαλο δίλημμα που θα θέσει.
Διότι εάν η ίδια επιθυμεί να προσπεράσει την απλή αναλογική ως “άκυρη και μη γενόμενη”, οι ψηφοφόροι θα έχουν ήδη στείλει το δικό τους μήνυμα και θα έχουν λογικά την απαίτηση αυτό να εισακουστεί. Κι εφόσον αυτό είναι μήνυμα συνεργασίας περισσοτέρων κομμάτων, όποιος το παραβλέψει θα πρέπει να το εξηγήσει πειστικά. Με το μεγάλο ρίσκο να μην γίνει πιστευτό αλλά να θεωρηθεί πολιτικός εκβιασμός.