«Λοιπόν, επειδή το πράγμα έχει μπλέξει πολύ πια, και επειδή με αφορμή την Ουκρανία γίνεται μεγάλη και έντονη συζήτηση για το ποια μεγάλη δύναμη μας… αγαπάει περισσότερο και είναι πιο πολύ… φίλη μας.
Του Αργύρη Παγαρτάνη
Φίλος, με την έννοια ότι «δεν κοιτάζω συμφέρον και σε βοηθάω ό,τι κι αν γίνει», δεν υπάρχει. Να το ξαναγράψω, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Και το «σύμμαχος», δηλαδή αυτός που συντάσσεται στη μάχη μαζί σου, είναι λίγο παρεξηγημένη έννοια. Ο σύμμαχος δεν είναι φίλος. Με τον σύμμαχο, για να πολεμήσεις από την ίδια πλευρά, πάει να πει ότι έχεις κοινά ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ. Κάτι δίνεις κι εσύ, και κάτι παίρνεις.
Οπότε, αν ένας σύμμαχος κρίνει ότι, σε κάποια άλλη συγκυρία, ένας άλλος του δίνει περισσότερα, τότε σε αφήνει (επισήμως ή σιωπηρά) στα κρύα του λουτρού και δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμμαχήσει με τον εχθρό σου.
Έτσι είναι αυτά. Κυνικά, σκληρά, απάνθρωπα, αλλά έτσι είναι. Κι όσο πιο γρήγορα το πάρουμε χαμπάρι, τόσο το καλύτερο.
Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) που στήριξαν την δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μετά την (αποδεδειγμένη ιστορικά πια) παρά τη θέλησή τους καταστροφή του οθωμανικού στόλου στο Ναυαρίνο, δεν μας… αγάπησαν ξαφνικά. Ούτε τους έπιασε ο πόνος για τους κακομοίρηδες τους Χριστιανούς στο Μοριά και τη Ρούμελη, που κόντευε να τους εξολοθρεύσει ο Ιμπραήμ. Τόσα χρόνια, τόσους αιώνες που γινόταν αυτό, γιατί δεν έκαναν κάτι; Απλούστατα, διότι έκριναν εκείνη τη στιγμή ότι ήταν ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥΣ η δημιουργία ενός ελληνικού (στην ουσία) κρατιδίου, σ’ ένα κρίσιμο εμπορικό και γεωστρατηγικό σταυροδρόμι.
Κι αποφάσισαν να ομονοήσουν στην περίπτωση της Ελλάδας και να γίνουν όλες “προστάτιδες δυνάμεις” όχι γιατί ξαφνικά «αγάπησαν» η μία την άλλη, αλλά γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν την Ελλάδα η μία στη σφαίρα επιρροής της άλλης. Μια συμφωνία λύκων ήταν.
Το ότι η Ελλάδα έφτασε έναν αιώνα αργότερα να διπλασιάσει (και πλέον) την επικράτειά της οφείλεται όχι μόνο στην πολεμική προετοιμασία και αποτελεσματικότητα στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και στο ότι τάχθηκε με την Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και πάλι, οι «σύμμαχοί» μας στήριξαν την προσπάθεια μέχρι το σημείο που είχαν οι ίδιοι συμφέροντα.
Όσο το (πανίσχυρο) ελληνικό ναυτικό τους εξασφάλισε το Αιγαίο, και όσο το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ταξίδεψε στην Ουκρανία για να πολεμήσει τους κόκκινους, ήτανε καλά.
Φρόντισαν να μας στείλουν τα μηνύματα με τη Βόρεια Ήπειρο, που την απελευθερώσαμε τόσες φορές κι άλλες τόσες μας την πήραν. Το συμφέρον τους τότε ήταν να δημιουργηθεί μια «βιώσιμη» Αλβανία. Με σύνορα που θα ικανοποιούσαν τους Ιταλούς, που το έπαιζαν πάτρονες των Αλβανών.
Κι όταν είδαν ότι οι κόκκινοι επικράτησαν στη Ρωσία και στην Μικρά Ασία δεν υπάρχουν πια οι ετοιμοθάνατοι Οθωμανοί, αλλά ο Κεμάλ, που τα’ χε βρει ήδη με τους μπολσεβίκους διαμελίζοντας την Αρμενία, το πήραν απόφαση. Τους συνέφερε περισσότερο μια Τουρκία «καπιταλιστική», ανάχωμα στον κομουνισμό, παρά να φλερτάρουν με την ιδέα ενός Κεμάλ «κόκκινου», ή τέλος πάντων συνεργαζόμενου στενά με τη Μόσχα.
Όσο τα συμφέροντά τους συμβάδιζαν με τα δικά μας, η Ελλάδα δεν έβρισκε εμπόδια να επεκταθεί. Όταν τα συμφέροντα πήγαν αλλού (στον περιορισμό της ΕΣΣΔ), αφέθηκε στην τύχη της. Έκανε κι αυτή τα λάθη της, προφανώς, αλλά εδώ εξετάζουμε τι κάνουν οι «σύμμαχοι», όχι εμείς. Κυνισμός στα όρια της απανθρωπιάς.
Και την ίδια ώρα, προφανώς, οι μπολσεβίκοι, τους οποίους είχε πολεμήσει το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να βοηθήσουν τον Κεμάλ.
Και παλαιότερα, πριν την ανεξαρτησία, η τσαρική Ρωσία μια χαρά είχε παίξει το χαρτί των Ελλήνων. Στα διαβόητα «ορλωφικά» το 1770, όταν οι ομώνυμοι αδελφοί ξεσήκωσαν όλη τη νότια Ελλάδα τάζοντας ρώσικη υποστήριξη για τη «λευτεριά». Όχι γιατί μας αγάπησαν κι αυτοί, αλλά γιατί επιθυμούσαν να δημιουργήσουν ένα δεύτερο γερό μέτωπο στους Οθωμανούς, με τους οποίους πολεμούσαν (1768-1774).
Κι όταν το πράγμα κρύωσε, το κίνημα απέτυχε, κι οι Ρώσοι τα βρήκαν με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (1774), το ελληνικό στοιχείο κυρίως στην Πελοπόννησο αφέθηκε στην τύχη του. Τότε, αφού προώθησε τα συμφέροντά της, η τσαρίνα Αικατερίνη σταμάτησε να κλαίει για τους ομόδοξους Έλληνες και τους άφησε έρμαιο στις σφαγές και τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών.
Στην Κύπρο τι έγινε; Κι εκεί ζυγιάστηκαν τα συμφέροντα. Και βγήκε… ουδετερότητα. Σου λέει το ΝΑΤΟ, κι οι δύο δικοί μου είστε, δεν μπορώ να στηρίξω τον έναν απέναντι στον άλλο. Ούτε αγάπες, ούτε φιλίες, ούτε θρησκείες, ούτε τίποτα.
Τι πήγατε κι εσείς να ρίξετε τον Μακάριο μ’ αυτό το χονδροειδές πραξικόπημα; Λουστείτε τα τώρα, όπως τα κάνατε. Αυτό μας είπαν. Κι αυτό εξακολουθούν να μας λένε.
Κλαίνε για τον… πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο μετά το 1945, λέει. Λες και η Κύπρος είναι στην Ασία ή στην Αφρική. Έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρακαλώ, είναι η κατεχόμενη Κύπρος. Είδατε κανέναν να κλαίει και να οδύρεται; Μια χαρά ψευδοκράτος έχουν στήσει, υπό την ανοχή της Ευρώπης που… δεν δέχεται μύγα στο σπαθί της, λέει, που ένα κράτος εισέβαλλε σ’ ένα άλλο.
Κι έχεις και τον Λαβρόφ, από την άλλη πλευρά, να την αποκαλεί φόρα παρτίδα «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου». Πάρε χαστούκι κι από το άλλο μάγουλο.
Συμπέρασμα, διαχρονικό και ακλόνητο: Στη διπλωματία, καλές είναι και οι συνθήκες, και οι συμμαχίες, και οι «φιλίες». Καλό είναι να έχεις όσο το δυνατόν περισσότερες, με όσο πιο δυνατούς παίκτες. Με τα χαρτιά, όμως, το μόνο που κερδίζεις (κι αυτό όχι απόλυτα, έχει αποδειχτεί) είναι ότι δεν θα τους έχεις ΕΝΑΝΤΙΟΝ σου. Όχι ότι θα τους έχεις ΜΑΖΙ σου.
Την κρίσιμη στιγμή, με το μέρος σου θα σταθούν ΜΟΝΟ αυτοί που θα έχουν ΣΥΜΦΕΡΟΝ να είναι μαζί σου. Δηλαδή κάτι να κερδίσουν. Καμία υπογραφή δεν θα τους δεσμεύσει να πάρουν το μέρος σου, αν τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα υπαγορεύουν κάτι άλλο.
Όλοι οι καυγάδες, λοιπόν, για το ποιος μας αγαπάει περισσότερο είναι παραμυθάκια και οδοντόκρεμες κολγκέιτ».
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook