Κατά την Zeit ήταν «το τέλος της ανωριμότητας», το Spiegel είδε «έναν σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο να μπαίνει στον πόλεμο» και «να βρίσκει τον ηγετικό του ρόλο» και το Foreign Policy έγραψε ότι «ο Πούτιν, κατά λάθος, ξεκίνησε μια επανάσταση στην Γερμανία».
Μπορεί να είναι μόνον η δυτική και νατοϊκή οπτική, είναι όμως μια ιστορική καμπή. Είναι το τέλος της Ostpolitik, είναι η αφετηρία της νέας γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη με όρους όχι μόνον οικονομικής αλλά και στρατιωτικής πλέον ισχύος, και μπορεί να είναι και η μεταχρονολογημένη απάντηση του Ολαφ Σολτς στον Χένρι Κίσνιγκερ.
Ηταν την δεκαετία του ’70, στην καρδιά ακόμη του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο Κίσινγκερ έλεγε για την «καϋμένη, γηραιά Γερμανία» πως ήταν «πολύ μεγάλη για την Ευρώπη και πολύ μικρή για τον κόσμο». Τότε η Γερμανία είχε ακόμη 3.500 άρματα μάχης, αλλά τα έβγαζε κατά κύματα σε μαζική αποστρατεία για να καταλήξει να έχει μόνον 225 το 2015. Τότε επίσης η Βόνη ακολουθούσε με ευλαβική προσήλωση την Ostpolitik, την πολιτική της εξομάλυνσης των σχέσεων και του κατευνασμού ανάμεσα στην δυτική Γερμανία και το ανατολικό μπλοκ – την ίδια πολιτική που, μετά την πτώση του Τείχους, επαναπροσανατόλισε προς την Μόσχα. Η Ρωσία δεν ήταν μια ιμπεριαλιστική δύναμη, ήταν μια ισχυρή δύναμη που εγγυάτο το παγκόσμιο status quo. Και η Γερμανία όριζε το δικό της ρόλο σ’ αυτό το status quo μέσα από την οπτική του νέου μερκαντιλισμού και όχι της γεωπολιτικής ισχύος.
Όλα αυτά άλλαξαν το περασμένο Σάββατο. Ο Ολαφ Σολτς, με την ιστορική ομιλία του στην Reichstag, σφράγισε το τέλος της γερμανικής στρατιωτικής ουδετερότητας. Ανακοίνωσε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ ύψους 100 δις ευρώ, δεσμεύτηκε ότι η Γερμανία θα διαθέτει κάθε χρόνο πάνω από το 2% του ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες, και δήλωσε ότι στέλνει πάραυτα στην Ουκρανία 1.000 αντιαρματικά όπλα και 500 πυραύλους εδάφους-αέρος Stinger. Και βγήκε ακόμη πιο μπροστά και από το ΝΑΤΟ, που επί χρόνια χρέωνε στο Βερολίνο ότι απολαμβάνει την ασφάλεια και την προστασία της συμμαχίας χωρίς να την πληρώνει, προαναγγέλλοντας την ενσωμάτωση στο γερμανικό σύνταγμα πρόβλεψης για την σύσταση «ειδικού ταμείου» που θα χρηματοδοτεί τους εξοπλισμούς και θα δεσμεύει και τις επόμενες κυβερνήσεις.
«Στόχος μας είναι να αποκτήσουμε, εντός της δεκαετίας, έναν στρατό που θα είναι από τους πιο ισχυρούς και καλύτερα εξοπλισμένους στην Ευρώπη», δήλωσε χθες ο γερμανός υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ.
Ηταν ίσως η πιο θεαματική, και ακαριαία αλλαγή δόγματος άμυνας και εξωτερικής ασφάλειας στα ευρωπαϊκά χρονικά. Ο Guardian έγραψε ότι θυσιάστηκε μια από τις πιο «ιερές αγελάδες» της Ευρώπης. Το Reuters είδε «δάκτυλο» Πούτιν: «Ο Βλαντιμίρ Πούτιν πέτυχε ακούσια εκείνο για το οποίο έδιναν μάχη επί χρόνια οι δυτικοί σύμμαχοι: Εκανε την Γερμανία να αφήσει πίσω τις ενοχές της για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να ανταποκριθεί στον ρόλο της ως μεγάλης παγκόσμιας δύναμης. Με ενεργητική εξωτερική πολιτική που θα υποστηρίζεται από ισχυρό στρατό», έγραψε. Και ο Τάισον Μπάρκερ, επικεφαλής του τμήματος Παγκόσμιων Υποθέσεων στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, δήλωσε ότι «η Γερμανία μόλις έγινε μια κανονική δύναμη».
Το ερώτημα τώρα είναι προς τα πού θέλει να πάει τον κόσμο και την Ευρώπη αυτή η νέα «κανονική δύναμη». Οι επίμονοι οραματιστές και ευρωπαϊστές λένε πως ίσως είναι η μεγάλη ευκαιρία για την νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης, γα την περίφημη «στρατηγική αυτονομία» – ακόμη και για τον ευρωστρατό. Το Politico το αποκλείει: «Ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία», γράφει, «γίνεται τεστ αλήθειας για πολλούς θρύλους. Ενας από αυτούς είναι και η λεγόμενη «στρατηγική αυτονομία» της Ε.Ε. – η ιδέα ότι η Ευρώπη μπορεί να αποσυνδεθεί από τις ΗΠΑ στα θέματα ασφάλειας. Aν μη τι άλλο, η ουκρανική κρίση θα κάνει την Ευρώπη ακόμη πιο εξαρτημένη από την αμερικανική και νατοϊκή ομπρέλα ασφαλείας» – ήτοι, η εξοπλισμένη Γερμανία θα λειτουργήσει ως η νέα ευρωπαϊκή αιχμή του (μη «εγκεφαλικά νεκρού» πια) ΝΑΤΟ.
Οι πιο επιφυλακτικοί σκοντάφτουν στις ιστορικές μνήμες. Βλέπουν κινδύνους πολύ πέραν της νατοϊκής αφομοίωσης της Ευρώπης, βλέπουν αφύπνιση – με νέους όρους και σε νέες συνθήκες έστω- εθνικών ανταγωνισμών και εθνικών συμφερόντων με μια υπερεξοπλισμένη πια Γερμανία. Και κάποιοι θυμούνται τους φόβους και την περίφημη «συνωμοσία» της Θάτσερ, την εποχή της γερμανικής επανένωσης.
Σε εκείνες τις αβέβαιες και ιστορικές ξανά στιγμές, όπως αποκάλυψαν αργότερα βρετανοί και γάλλοι διπλωμάτες, υπήρχαν αρκετοί στο Λονδίνο και στο Παρίσι που πίστευαν ότι η ζωή ήταν καλύτερη με μια διαιρεμένη Γερμανία. Ανάμεσά τους ήταν και η Μάργκαρετ Θάτσερ. Τότε, λίγο μετά την πτώση του Τείχους το 1989, η πρωθυπουργός της Βρετανίας είχε επιχειρήσει να στρατολογήσει τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν σε μια «συνωμοσία» αποτροπής, ή έστω καθυστέρησης, της γερμανικής επανένωσης με το επιχείρημα ότι μια «μεγάλη Γερμανία» θα μπορούσε να ανατρέψει τις ισορροπίες στην Ευρώπη ή ακόμη και να απειλήσει την ασφάλειά της.
Η ιστορία λέει ότι η συνωμοσία δεν τελεσφόρησε ποτέ, καίτοι ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης που είχε ταχθεί ένθερμα και χωρίς καμία επιφύλαξη υπέρ της επανένωσης ήταν ο ισπανός πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλεθ. Λέει επίσης ότι τριάντα δύο χρόνια μετά η Βρετανία δεν έχει καμία θέση και κανέναν ρόλο στην ενωμένη Ευρώπη και ότι οι φόβοι της Θάτσερ δεν επιβεβαιώθηκαν. Θα είναι τύχη για την Ευρώπη να μην επιβεβαιωθούν ούτε στα επόμενα τριάντα χρόνια…