70. Οι Κορίνθιοι απελευθέρωσαν όσους Κερκυραίους κρατούσαν αιχμαλώτους – από τις ναυμαχίες περί την Επίδαμνο. Οι αιχμάλωτοι επαναπατρίστηκαν – και τότε άρχισε ο εμφύλιος. Το πρόσχημα της απελευθέρωσης ήταν η εγγυοδοσία οκτακοσίων ταλάντων, η αλήθεια όμως ήταν πως οι αιχμάλωτοι πείστηκαν να κάνουν το νησί τους σύμμαχο της Κορίνθου. Άρχισαν λοιπόν τη μυστική ζύμωση πιάνοντας έναν έναν τους συμπολίτες, για να αποσπάσουν την Κέρκυρα από την Αθηναϊκή συμμαχία. Φτάνουν τότε στο νησί δυο καράβια με πρέσβεις από Αθήνα και Κόρινθο, γίνεται δημόσια συζήτηση και ψηφίζουν οι Κερκυραίοι να παραμείνουν σύμμαχοι των Αθηναίων κατά την ήδη ισχύουσα συνθήκη – να είναι όμως φίλοι και με τους Πελοποννησίους, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Ο αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης Πειθίας είχε αυτοαναγορευθεί πρόξενος των Αθηναίων. Οι πρώην αιχμάλωτοι τον καταγγέλλουν πως θέλει να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους – αλλά αθωώνεται. Με τη σειρά του κατηγορεί τους πέντε πιο πλούσιους από αυτούς, ότι κόβουν φουρκάδες από τα τεμένη του Διός και του Αλκίνου. Ο νόμος έλεγε – για κάθε φουρκάδα, ένας στατήρας πρόστιμο. Προέκυψε ένα υπέρογκο πρόστιμο, πήγαν λοιπόν οι καταδικασμένοι και κάθισαν ικέτες στους ναούς ζητώντας να μην πληρώσουν όλο το ποσόν εδώ και τώρα. Ο Πειθίας έπεισε τους άλλους βουλευτές να εφαρμόσουν το νόμο. Οι πέντε έβλεπαν ότι δεν έχουν καμιά νομική δυνατότητα, από την άλλη μάθαιναν ότι ο Πειθίας θα προσπαθούσε να πείσει το λαό να προσδεθούν απολύτως με τους Αθηναίους, όσο θα ήταν ακόμα βουλευτής. Για να προλάβουν τις καταστάσεις, οργανώνουν κίνημα, εισβάλλουν ξαφνικά στη βουλή με μαχαίρια και σκοτώνουν τον Πειθία και άλλους εξήντα, βουλευτές και πολίτες. Λίγοι από τους ομοϊδεάτες του Πειθία κατάφυγαν στην Αθηναϊκή τριήρη, που έδενε στο λιμάνι.
71. Κατόπιν αυτών συγκάλεσαν συνέλευση και δήλωσαν ότι όσα έγιναν ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί – και δεν κινδυνεύουν πια να υποδουλωθούν από τους Αθηναίους. Πειθανάγκασαν το λαό να επικυρώσει ότι από δω και πέρα θα είναι ουδέτεροι, ότι θα δέχονται να προσεγγίζει στα λιμάνια τους ένα καράβι μονάχα, κι αν έρθουν περισσότερα αυτό θα εκλαμβάνεται ως εχθρική ενέργεια. Στέλνουν ευθύς πρέσβεις στην Αθήνα για να μπαλώσουν εκεί τα πράγματα, αλλά και να πείσουν τουςαυτοεξόριστους Κερκυραίους που βρισκόντουσαν εκεί να κάτσουν φρόνιμα – επειδή φοβόντουσαν αντικίνημα από τη μεριά τους.
72. Φτάνοντας οι πρέσβεις, οι Αθηναίοι τους συνέλαβαν ως στασιαστές και τους περιόρισαν στην Αίγινα, μαζί με όσους φυγάδες είχαν μεταστρέψει. Στο μεταξύ φτάνει στην Κέρκυρα ένα κορινθιακό καράβι, με Λακεδαιμόνιουςπρέσβεις. Οι ολιγαρχικοί, όντας εξουσία, εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση,επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους και τους έβαλαν μπροστά. Με τη νύχτα οι δημοκρατικοί κατέφυγαν στην ακρόπολη και στα ψηλά της πόλης, οργανώθηκαν και ετοιμάστηκαν για άμυνα. Κρατούσαν και το Υλλαϊκό λιμάνι. Οι άλλοι έπιασαν την αγορά, όπου κατοικούσαν οι περισσότεροι και το λιμάνι της, που έβλεπε στα έναντι ηπειρωτικά παράλια.
73. Την επομένη έγιναν κάποιες μικροσυμπλοκές. Αμφότεροι έστειλαν ανθρώπους στην ύπαιθρο για να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση ότι μετά θα τους απελευθέρωναν. Οι περισσότεροι δούλοι συντάχτηκαν με τους δημοκρατικούς, αλλά έφτασαν και στους άλλους οχτακόσιοι μισθοφόροι από την απέναντι στεριά.
74. Συγκρούστηκαν την άλλη μέρα – και νίκησαν οι δημοκρατικοί λόγω αριθμητικής υπεροχής και οχυρών θέσεων. Τους βοήθησαν θαρραλέα και οι γυναίκες τους, χτυπώντας τους άλλους με κεραμίδια από τις στέγες και υπομένοντας το σαματά, παρά τη φύση τους. Με το σούρουπο, οι ολιγαρχικοί φοβόντουσαν μήπως ορμίσουν οι άλλοι, πάρουν το λιμάνι και τους εξολοθρεύσουν. Για να εμποδίσουν την έφοδο βάζουν φωτιά στα σπίτια κυκλικά της αγοράς και στις παράπλευρες οικοδομές, χωρίς να λυπηθούν ούτε τις δικές τους οικίες, ούτε των αλλωνών. Κάηκαν πλήθος εμπορεύματα – κι αν τύχαινε να φυσήξει αέρας θα κατακαιγόταν ολόκληρη η πόλη. Η μάχη σταμάτησε και ησύχασαν, μένοντας σε επιφυλακή. Μόλις είδε το κορινθιακό καράβι ότι υπερισχύουν οι δημοκρατικοί, απέπλευσε με τρόπο. Το ίδιο και οι περισσότεροι μισθοφόροι – λάκισαν και έφτασαν στην απέναντι στεριά χωρίς να τους πάρουν είδηση.
75. Την άλλη, φτάνει από τη Ναύπακτο για να βοηθήσει τους δημοκρατικούς ο Αθηναίος στρατηγός Νικόστρατος του Διειτρέφη. Είχε δώδεκα καράβια και πεντακόσιους Μεσσήνιους οπλίτες. Πέτυχε συμφωνία και τους έπεισε να συγχωρήσουν αλλήλους. Δέκα πρωταίτιοι – που απουσίαζαν – θα περνούσαν από δίκη. Οι άλλοι θα έκαναν σπονδές μεταξύ τους και με τους Αθηναίους, ώστε να είναι ξεκάθαροι σύμμαχοι – και θα πήγαιναν στα σπίτια τους. Σαν τα κανόνισε όλα αυτά ήταν έτοιμος να αποπλεύσει. Οι δημοκρατικοί τον πείθουν να τους αφήσει πέντε από τα καράβια του, για να δυσκολέψουν νέο κίνημα των άλλων, κι αυτοί να τα αναπληρώσουν με πέντε δικά τους καράβια. Συμφώνησε, αλλά αυτοί έστελναν ως πλήρωμα στα καράβια τους εχθρούς τους. Εκείνοι φοβήθηκαν μήπως τους ξαποστείλουν στην Αθήνα και κάθισαν ικέτες στο ιερό των Διοσκούρων. Ο Νικόστρατος τους καθησύχαζε και τους προέτρεπε, ματαίως, να σηκωθούν. Οι δημοκρατικοί βρήκαν πρόφαση, ότι δεν ήταν υγιής σκέψη η άρνησή τους να μπουν στα καράβια, πήγαν στα σπίτια τους και οπλίστηκαν – και μερικούς που συνάντησαν θα τους έσφαζαν, αν δεν τους εμπόδιζε ο Νικόστρατος. Βλέποντας οι άλλοι τα γεγονότα κάθισαν ικέτες στο Ηραίον, όχι λιγότεροι από τετρακόσιοι. Οι δημοκρατικοί, φοβούμενοι πάντα μη τυχόν κάνουν νέο κίνημα, τους έπεισαν και μεταφέρθηκαν στο νησί απέναντι από το ναό, όπου και τους έστελναν τα απαραίτητα.
76. Έτσι είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, ώσπου την τέταρτη ή πέμπτη μέρα από τη μεταγωγή των ανδρών στο νησί, έφτασαν πενήντα τρίαΠελοποννησιακά καράβια από την Κυλλήνη όπου αγκυροβολούσαν μετά την επιστροφή τους από την Ιωνία. Αρχηγός τους ήταν όπως και πριν οΑλκίδας, έχοντας μαζί του ως σύμβουλο τον Βρασίδα. Αγκυροβολούσαν στα ηπειρωτικά Σύβοτα και με την αυγή αρμένισαν προς Κέρκυρα.
77. Οι δημοκρατικοί ταράχτηκαν και φοβήθηκαν για όσα είχαν γίνει στην πόλη και για την έλευση της εχθρικής αρμάδας και άρχισαν αμέσως να ετοιμάζουν εξήντα καράβια. Μόλις ετοιμαζόταν κάποιο, το έστελναν προς τους εχθρούς. Οι Αθηναίοι βέβαια τους πρότειναν να τους αφήσουν να βγουν πρώτα οι ίδιοι στ΄ ανοιχτά – και να ακολουθήσουν κατόπι οι Κερκυραίοι με όλες τους τις δυνάμεις. Καθώς τα καράβια των Κερκυραίων ζύγωναν χωρίς παράταξη τους εχθρούς, δύο αυτομόλησαν και σε άλλα τα πληρώματα χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους. Σε ό,τι γινόταν δεν υπήρχε καμιά πειθαρχεία. Μόλις κατάλαβαν οι Πελοποννήσιοι τι συνέβαινε, άφησαν είκοσι καράβια μονάχα απέναντι στους Κερκυραίους και όλα τα άλλα τα κράτησαν για τα δώδεκα των Αθηναίων. Ανάμεσα στα δώδεκα βρισκόντουσαν η Σαλαμινία και η Πάραλος.
78. Οι Κερκυραίοι τα βρήκαν σκούρα επιτιθέμενοι άτεχνα και σε μικρές ομάδες. Οι Αθηναίοι φοβούμενοι μη τους περικυκλώσουν τα πολυπληθέστερα εχθρικά καράβια δεν επιτίθεντο ούτε σε ολόκληρο το στόλο, ούτε στο απέναντί τους κέντρο της εχθρικής παράταξης. Ωστόσο χτύπησαν σε μια πτέρυγα και καταβύθισαν ένα καράβι. Κατόπιν, όταν οι Πελοποννήσιοι τους κύκλωσαν, οι Αθηναίοι έφερναν γύρες προσπαθώντας να προκαλέσουν σύγχυση. Οι Πελοποννήσιοι που αντιμετώπιζαν τους Κερκυραίους φοβήθηκαν μην επαναληφθεί ό,τι συνέβη στη Ναύπακτο και έσπευσαν να βοηθήσουν. Τώρα όλα τα καράβια επιτέθηκαν στους Αθηναίους. Αυτοί υποχωρούσαν αργά με την πρύμνη, θέλοντας έτσι να δώσουν την ευκαιρία στους Κερκυραίους να ξεφύγουν προς το λιμάνι. Έτσι είχαν τα της ναυμαχίας, που τελείωσε με τη δύση του ήλιου.
79. Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι φοβήθηκαν μήπως οι νικητές εχθροί καταπλεύσουν στην πόλη, είτε για να πάρουν τους φίλους τους από το νησί, είτε για να επιχειρήσουν κάποιο άλλο κίνημα. Μετήγαγαν λοιπόν τους κρατουμένους από το νησάκι στο Ηραίον και φρουρούσαν την πόλη. Οι Πελοποννήσιοι όμως δεν τόλμησαν να επιτεθούν, παρόλο που είχαν νικήσει στη ναυμαχία, και απέπλευσαν για τη στεριά απ΄ όπου είχαν ξεκινήσει, παίρνοντας μαζί τους δεκατρία Κερκυραϊκά καράβια. Το ίδιο την επομένη, δεν κατάπλευσαν εναντίον της πόλης, αν και μέσα σ΄ αυτή επικρατούσε μεγάλος φόβος και ταραχή, παρόλες τις παραινέσεις που λέγεται πως έκανε ο Βρασίδας στον Αλκίδα. Δεν ήταν ισοδύναμη η ψήφος του κι έτσι αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο Λευκίμμη και επιδόθηκαν σε καταστροφές των αγρών.
80. Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι, περίτρομοι μη και ξαναγυρίσουν τα καράβια, άρχισαν συνομιλίες με τους ικέτες και τους λοιπούςολιγαρχικούς, με αντικείμενο τη σωτηρία της πόλης – και έπεισαν μερικούς να μπουν ως πλήρωμα στα καράβια. Έτσι κατάφεραν να επανδρώσουν τριάντα καράβια και περίμεναν την επίθεση. Αλλά οιΠελοποννήσιοι, αφού ρήμαξαν ως το μεσημέρι τους αγρούς, απέπλευσαν, γιατί μόλις νύχτωσε ειδοποιήθηκαν με τις φρυκτωρίες ότι εξήντα Αθηναϊκά καράβια ερχόντουσαν από τη Λευκάδα. Οι Αθηναίοι μαθαίνοντας για το κίνημα στην Κέρκυρα και πως ο στόλος του Αλκίδα θα κατέπλεε εκεί, έστειλαν αυτά τα καράβια υπό τον στρατηγό Ευρυμέδοντα του Θουκλή.
81. Μόλις νύχτωσε λοιπόν, οι Πελοποννήσιοι έφυγαν για τα μέρη τους αρμενίζοντας κοντά στις ακτές. Κύλησαν τα καράβια τους πάνω στον ισθμό της Λευκάδας, για να μη γίνουν αντιληπτοί κάνοντας το γύρο, και αποχώρησαν. Όταν οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι είδαν τα Αθηναϊκά καράβια να πλησιάζουν και τα εχθρικά να εγκαταλείπουν, έφεραν μέσα στην πόλη τους Μεσσήνιους που παρέμεναν ως τότε εκτός και διέταξαν τα επανδρωμένα πλοία τους να κατευθυνθούν προς το Υλλαϊκό λιμάνι. Κατά τον πλου σκότωναν όποιον αντιφρονούντα έπεφτε στα χέρια τους. Και όσους είχαν πείσει να ναυτολογηθούν στα καράβια τους ξεμπαρκάρισαν και τους ξεπάστρεψαν. Στο Ηραίον έπεισαν πενήντα από τους ικέτες να περάσουν από δίκη – και τους εκτέλεσαν όλους. Οι περισσότεροι από τους ικέτες, όσοι δεν είχαν πεισθεί, καθώς παρακολουθούσαν τα συμβαίνοντααλληλοσκοτώθηκαν μέσα στο ιερό. Μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα και οι υπόλοιποι αυτοκτόνησαν όπως μπόρεσε ο καθείς. Τις επτά μέρες που παρέμεινε στο νησί ο Ευρυμέδων με τα εξήντα καράβια, οι δημοκρατικοί δολοφονούσαν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς. Ως δικαιολογία χρησιμοποιούσαν ότι αυτοί επιχείρησαν την κατάλυση της δημοκρατίας. Κάποιοι όμως χάθηκαν εξαιτίας προσωπικής έχθρας και άλλοι εξοντώθηκαν από εκείνους που τους είχαν δανείσει χρήματα. Φανερώθηκαν όλες οι μορφές του θανάτου. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπήρξε αγριότητα που να μην διαπράχθηκε – κι ακόμα χειρότερα. Γιατί πατέρας σκότωσε το ίδιο του το παιδί. Ικέτες αποσπάστηκαν από τα ιερά και εκεί δίπλα βρήκαν το θάνατο. Κάποιοιχτίστηκαν ζωντανοί μέσα στο ιερό του Διονύσου, ώσπου τελείωσαν.
82. Σε τέτοιες φρικαλεότητες έφτασε ο εμφύλιος – και φάνηκε φρικτότερος γιατί ήταν ο πρώτος. Αργότερα μπορούμε να πούμε ότι συνταράχτηκε σύμπας ο ελληνικός κόσμος. Γιατί σε κάθε πόλη υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους πολιτικούς των δημοκρατικών, που επιζητούσαν να φέρουν τουςΑθηναίους ως προστάτες – και τους ολιγαρχικούς, που ήθελαν τουςΛακεδαιμονίους. Στην ειρήνη δεν είχαν πρόφαση, ούτε ήταν προετοιμασμένοι να τους προσκαλούν, αλλά στον πόλεμο αμφότεροι αναζήτησαν συμμαχίες, για να πλήξουν τους αντιπάλους τους και να δυναμώσουν οι ίδιοι. Όσοι σκόπευαν να κάνουν κίνημα, εύκολα λοιπόν εύρισκαν αφορμές για να προκαλέσουν επεμβάσεις.
Οι εμφύλιοι προξένησαν στις πόλεις πολλά δεινά, που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντα, όσο παραμένει αμετάβλητη η ανθρώπινη φύση. Δεινά λιγότερο ή περισσότερο φρικτά, με ποικιλία μορφών, ανάλογα με την εκάστοτε μεταβολή των περιστάσεων. Γιατί τον καιρό της ειρήνης και της ευημερίας, τόσο οι πόλεις όσο και οι πολίτες εξασφαλίζουν τις βέλτιστες απόψεις, αφού δεν τους σφίγγουν ακούσιες ανάγκες. Αλλά ο πόλεμος, αναστέλλοντας προοδευτικά την ποιότητα της καθημερινής ζωής, διδάσκει τη βία και ισοπεδώνει την αντίληψη των πολλών, υπό την πίεση του επείγοντος. Άρχισε λοιπόν ο εμφύλιος στις πολιτείες, κι όσες άργησαν να ακολουθήσουν διδασκόντουσαν πληροφορούμενες όσα είχαν συμβεί αλλού – και αποδείκνυαν μέγιστη εφευρετικότητα στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων και στην ωμότητα της χρησιμοποιούμενης βίας.
Άλλαξαν, όπως τους βόλευε, και την παγιωμένη στην πράξη σημασία των λέξεων. Γιατί η θρασύτατη τόλμη θεωρήθηκε φιλέταιρος ανδρεία. Η προνοητική επιφυλακτικότητα ειπώθηκε ευπρεπής δουλεία. Η σωφροσύνη – πρόσχημα του άνανδρου, και η σύνεση σε όλα – αδράνεια σε όλα. Η μανιακή παραφορά επαύξανε την αξία του άνδρα, ενώ η ενδελεχής αποτίμηση χάριν ασφαλείας αξιολογήθηκε ως εύλογο πρόσχημα φυγομαχίας. Ο φανατικός κλακαδόρος – πάντα πιστός, ενώ όποιος διατύπωνε αντιρρήσεις – ύποπτος. Αν επιβουλεύονταν κάποιος κάποιον επιτυχώς, ήταν ευφυής, κι αν μυριζόταν την επιβουλή, ευφυέστερος. Όμως αν κάποιος προνοούσε να μη χρειασθούν τέτοιες μέθοδοι – αυτός ήταν διαλυτικό στοιχείο της παράταξης και ηττοπαθής μπροστά στους αντιπάλους. Με λίγα λόγια, επαινείτο όποιος πρόκανε να κάνει το κακό πριν τον προλάβει ο αντίζηλός του. Κι όποιος υπόδειχνε το κακό σ’ εκείνον που δεν τόχε σκεφτεί από μόνος του. Μέχρι και οι συγγενείς γινόντουσαν πιο ξένοι από τους παραταξιακούς εταίρους, επειδή οι δεύτεροι ήταν προθυμότεροι να αποτολμούν αδίσταχτα. Γιατί αυτές οι παρατάξεις δεν σχηματίστηκαν προς ωφέλεια των μελών στο πλαίσιο των κειμένων νόμων, αλλά λόγω πλεονεξίας αντίθετης με τους ισχύοντες νόμους. Τη μεταξύ τους αλληλεγγύη τη στήριζαν όχι τόσο στον θείο νόμο, όσο στην κοινότητα της συνενοχής.
Αν τύχαινε να είναι δυνατοί, δεχόντουσαν τις λογικές προτάσεις των αντιπάλων τους όχι από γενναιοφροσύνη, αλλά από υποψία τυχόν επιβουλής. Είχαν σημαντικότερο να αντεκδικούνται κάποιον, παρά να αποφεύγουν την πρωταρχική ζημία. Αν, ενίοτε, αντάλλασαν όρκους συμφιλίωσης, επειδή αμφότεροι τους έδιναν εξαιτίας της πιεστικής συγκυρίας, αυτοί τελούσαν εν ισχύει μονάχα για όσο δεν έφτανε ενίσχυση από αλλού. Με την πρώτη ευκαιρία, όποιος πρόφταινε να ξεθαρρέψει, αν έβλεπε αφύλαχτο τον αντίπαλο, ευχαριστιόταν πιο πολύ να τον συντρίψει με δόλο επειδή εκείνος έδωσε πίστη στους όρκους, παρά να τον χτυπήσει στα ίσια. Γιατί συνυπολόγιζε τη σιγουριά – και επιπλέον το βραβείο εξυπνάδαςπου θάπαιρνε επειδή θα είχε υπερισχύσει με απάτη.
Οι περισσότεροι δέχονται ευκολότερα να τους λένε καπάτσους, αν είναι κακούργοι, παρά να τους λένε αφελείς, αν είναι τίμιοι. Για το δεύτερο ντρέπονται, για το πρώτο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά η φιλαρχία λόγω πλεονεξίας και φιλοδοξίας. Εξαιτίας τους και η προθυμία όσων μπλέκονται σε φιλονικίες. Γιατί όσοι γίνονταν αρχηγοί των παρατάξεων με ωραία συνθήματα, είτε για πολιτική ισονομία ολονών, είτε για προτίμηση της συνετής αριστοκρατίας, υπηρετούσαν, με τα λόγια. Στην πράξη, τόλμησαν τις πλέον τρομερές πράξεις και επιζήτησαν ακόμα χειρότερες αντεκδικήσεις, αγωνιζόμενοι να υπερισχύσουν με κάθε τρόπο. Και τις επέβαλαν όχι μόνο ως εκεί που επέβαλε το δίκαιο και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά ως εκεί που οριοθετούσαν την ικανοποίηση της παράταξης. Ήταν πρόθυμοι να ικανοποιήσουν το μίσος της εκάστοτε σύγκρουσης, είτε με ψήφο σε άδικη καταδίκη των αντιπάλων, είτε μεπραξικοπηματική αρπαγή της εξουσίας. Καμιά παράταξη δεν υπολόγιζε την ευσέβεια και επαινούντο περισσότερο όσοι κάλυπταν με ωραία λόγια ό,τι μισητό είχαν τυχόν διαπράξει. Οι πολίτες που έμεναν αμέτοχοι αφανίζονταν και από τις δυο μεριές, είτε επειδή δεν συστρατεύονταν μαζί τους, είτε από φθόνο επειδή θα επιζούσαν.
83. Έτσι επικράτησε κάθε μορφή κακοπραξίας στον ελληνικό κόσμο, εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων. Η αγαθότητα, στην οποία τόσο πολύ μετέχει η γενναιότητα, λοιδορήθηκε και εξαφανίστηκε. Αντίθετα επικράτησαν πλήρως η αντιπαλότητα και η δυσπιστία. Γιατί δε μπορούσαν να τις διαλύσουν ούτε ισχυρές υποσχέσεις, ούτε φοβεροί όρκοι. Όλοι οι δυνατότεροι θεωρούσαν αδιανόητη τη σιγουριά και μάλλον προνοούσαν παρά εμπιστευόντουσαν. Συνήθως επικρατούσαν οι πνευματικά κατώτεροι. Φοβόντουσαν για τη δική τους μειονεξία και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μη και βρεθούν κατώτεροι στα λόγια, μη και προλάβουν εκείνοι να τους επιβουλευθούν εξαιτίας της πνευματικής τους ευστροφίας. Προχωρούσαν λοιπόν με τόλμη σε πράξεις. Οι ανώτεροι πιανόντουσαν μάλλον απροετοίμαστοι και εξολοθρεύονταν, επειδή τους περιφρονούσαν τους άλλους, νομίζοντας ότι θα τους αντιληφθούν έγκαιρα – και δεν έπαιρναν πρακτικά μέτρα, εμπιστευόμενοι την εξυπνάδα τους.
84. Πρώτα λοιπόν στην Κέρκυρα αποτολμήθηκαν τα περισσότερα από αυτά κι όσα ακόμα μπορούν να διαπράξουν όσοι βρίσκονται υπό αυταρχική μάλλον ή συνετή εξουσία, ευκαιρίας δοθείσης. Ορισμένοι αποφάσιζαν με πάθος και ενάντια στη δικαιοσύνη, για να απαλλαγούν από τη μόνιμη φτώχεια τους, λαχταρώντας το έχειν των άλλων. Κάποιοι, κινούμενοι όχι από πλεονεξία, αλλά από την οργή του απαίδευτου, ήθελαν να πλήξουν βάναυσα ανθρώπους της ιδίας τους τάξης. Εκείνο τον καιρό αναστατώθηκε η ζωή στην πόλη και επικράτησε πάνω στους νόμους η ανθρώπινη φύση, συνηθισμένη να αδικεί ακόμα και όταν ισχύουν οι νόμοι. Έδειξε καμαρώνοντας ότι δε μπορεί να δαμάζει τα πάθη, ότι είναι ισχυρότερη της δικαιοσύνης, ότι είναι εχθρική προς τον υπερέχοντα. Γιατί δεν θα προτιμούσαν την εκδίκηση από την ευσέβεια και το κέρδος από τη δικαιοσύνη, αν ο φθόνος δεν είχε μια καταστροφική δύναμη. Οι άνθρωποικαταργούν τους κοινούς νόμους, που σε αυτούς όλοι εναποθέτουν την ελπίδα της σωτηρίας, αν ποτέ κάποιος κινδυνεύοντας τους έχει ανάγκη,προκειμένου να εκδικηθούν τους εχθρούς τους.
85. Ενώ λοιπόν οι Κερκυραίοι δοκίμασαν μέσα στην πόλη τους τα δεινά του πρώτου εμφυλίου, ο Ευρυμέδοντας και οι Αθηναίοι αποχώρησαν με τα καράβια. Αργότερα, οι Κερκυραίοι φυγάδες (γιατί είχαν διασωθεί περίπου πεντακόσιοι από αυτούς) κατέλαβαν μερικά οχυρά στην απέναντι στεριά και κατείχαν την εκεί περιοχή, που ανήκε στην Κέρκυρα. Εξορμώντας από κει λήστευαν όσους βρισκόντουσαν στο νησί και προξενούσαν μεγάλες καταστροφές, με αποτέλεσμα να πέσει μεγάλη πείνα στην πόλη. Έστελναν και πρεσβείες στη Σπάρτη και την Κόρινθο, ζητώντας βοήθεια για την επιστροφή τους. Καθώς δεν κατάφεραν τίποτα, αργότερα, αφού ετοίμασαν καράβια και προσέλαβαν μισθοφόρους, επέστρεψαν στο νησί, συνολικά εξακόσιοι. Κάψανε τα καράβια, για να μην έχουν άλλη απαντοχή εκτός του να κυριαρχήσουν στη χώρα, ανέβηκαν στο όρος Ιστώνη, οικοδόμησαν εκεί ένα οχυρό, χτυπούσαν τους κατοίκους της πόλης και κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο.
(ΒΙΒΛΙΟ Δ’)
46. Τότε που συνέβαιναν αυτά, οι Ευρυμέδων και Σοφοκλής φύγανε με τα Αθηναϊκά καράβια από την Πύλο για Σικελία. Σαν έφτασαν στην Κέρκυρα εξεστράτρευσαν μαζί με τους δημοκρατικούς εναντίον των ολιγαρχικών Κερκυραίων που κρατούσαν το όρος Ιστώνη. Αυτοί, έχοντας επιστρέψει στο νησί μετά τον εμφύλιο, κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και προξενούσαν μεγάλες ζημιές. Έκαναν οι σύμμαχοι επίθεση στο οχυρό και το πήραν. Οιολιγαρχικοί κατέφυγαν όλοι σ’ ένα ύψωμα και συμφώνησαν να παραδώσουν τους μισθοφόρους τους, να αφοπλισθούν και να τους κρίνειο αθηναϊκός λαός. Έγιναν σπονδές και οι στρατηγοί τους μετήγαγαν προς φύλαξη στο νησί Πτυχία, μέχρι να σταλούν στην Αθήνα, υπό την αίρεση πως αν έστω και ένας δραπετεύσει στη θάλασσα, η συμφωνία λύνεται για όλους. Οι ηγέτες της δημοκρατικής παράταξης των Κερκυραίων φοβόντουσαν μήπως οι Αθηναίοι δεν θανατώσουν όλους τους άλλους, όταν τους πάνε στην Αθήνα και σκαρφίστηκαν το εξής: Στέλνουν δασκαλεμένους δήθεν φίλους των αιχμαλώτων και πείθουν μερικούς από αυτούς – τάχα για το καλό τους – ότι θα πρέπει να αποδράσουν όσο γίνεται γρηγορότερα και θα τους είχαν αυτοί έτοιμο πλοίο για να τους παραλάβει. Τους πληροφορούσαν ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί είχαν σκοπό να τους παραδώσουν τους αντιπάλους τους.
47. Σαν τους έπεισαν, ετοίμασαν και το καράβι – αλλά καθώς απέπλεαν πιάστηκαν στα πράσα. Λύθηκε η συμφωνία και όλοι παραδόθηκαν στους δημοκρατικούς Κερκυραίους. Οι στρατηγοί των Αθηναίων συνέβαλανκαθοριστικά στην εξέλιξη αυτή, να γίνει δηλαδή πιστευτό το τέχνασμα και να δράσουν χωρίς φόβο όσοι το μηχανεύτηκαν. Γιατί φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν ήθελαν να πάνε άλλοι τους αιχμαλώτους στην Αθήνα και να καρπωθούν τη δόξα, επειδή οι ίδιοι θα συνέχιζαν για Σικελία. Τους παρέλαβαν λοιπόν οι δημοκρατικοί και τους φυλάκισαν σ’ ένα μεγάλο οίκημα. Κατόπιν τους έβγαζαν ανά είκοσι, δεμένους μεταξύ τους και τους περνούσαν ανάμεσα από δυο σειρές παραταγμένους οπλίτες. Όποιος έβλεπε κάποιον εχθρό του τονχτυπούσε και τον μαχαίρωνε, ενώ άλλοι από δίπλα με μαστίγια ανάγκαζαν όσους βραδυπορούσαν να επιταχύνουν.
48. Έβγαλαν έτσι περίπου εξήντα άνδρες και τους εκτέλεσαν – ενώ αυτοί νόμιζαν ότι τους μετέφεραν αλλού. Το κατάλαβαν όμως οι μέσα, κάποιος τους το επιβεβαίωσε, και τότε φώναζαν τους Αθηναίους και τους ζητούσαν να τους εκτελέσουν οι ίδιοι, αν ήθελαν το χαμό τους. Αρνιόντουσαν να βγουν από το οίκημα και δήλωσαν πως όσο μπορούσαν δεν θα άφηναν κανέναν να μπει. Οι δημοκρατικοί δεν διανοήθηκαν να παραβιάσουν τις εισόδους, αλλά ανέβηκαν στη στέγη, σήκωσαν την οροφή και χτυπούσαν τους κάτω με κεραμίδια, αλλά και με τόξα. Οι βαλλόμενοι προσπαθούσαν να καλυφθούν – ταυτόχρονα όμως οι περισσότεροι άρχισαν να αυτοκτονούν. Άλλοι έμπηγαν στο λαιμό τους βέλη, από αυτά που είχαν ρίξει οι αποπάνω, άλλοι κρεμιόντουσαν χρησιμοποιώντας σκοινιά από κρεβάτια που βρίσκονταν εκεί ή λουρίδες από τα ίδια τους τα ρούχα. Έτσι ή αλλιώς, σχεδόν όλη τη νύχτα, γιατί νύχτωσε κιόλας όσο διαρκούσε η συμφορά,εξοντώθηκαν είτε από το ίδιο τους το χέρι, είτε χτυπημένοι από τους επάνω. Μόλις ξημέρωσε, οι δημοκρατικοί τους στοίβαξαν σε κάρα και τους απομάκρυναν από την πόλη. Όσες γυναίκες βρέθηκαν στο οχύρωμα πουλήθηκαν δούλες. Έτσι εξολοθρεύτηκαν οι Κερκυραίοι του βουνού από τους δημοκρατικούς και ο μεγάλος εμφύλιος τελείωσε εδώ, τουλάχιστον για τον πόλεμο αυτόν. Γιατί όσοι απέμειναν από τους ολιγαρχικούς δεν ήταν τίποτε άξιο λόγου. Οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τον αρχικό τους σχεδιασμό, απέπλευσαν για Σικελία, όπου επιχειρούσαν μαζί με τους εκεί συμμάχους τους.
ΣΥΝΤΟΜΑ ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
1. Με το τέλος της ανάγνωσης, θυμάται κανείς ποια από τις δύο παρατάξεις ήρξατο χειρών αδίκων – και για ποιο λόγο;
2. Αν σβήσουμε τα αρχαία ονόματα και στη θέση τους βάλουμε τα σύγχρονα’ κι αν αλλάξουμε τις λέξεις του Θουκυδίδη με καινούριες: «δεξιά» «ΚΚΕ» «ΕΑΜ» «Τάγματα Ασφαλείας» «Γερμανοί» «συνεργασία με τον κατακτητή» «Εγγλέζοι» «Σοβιετική Ένωση» «Αμερικάνοι» «Μακρόνησος» «Εαμικά στρατόπεδα αντιδραστικών» «δολοφονίες, εκτελέσεις, βασανιστήρια» «προσωπικές βεντέτες» «συμβιβασμοί του ΕΑΜ σε λάθος χρόνο» «αυτοκαταστροφική πολιτική του ΚΚΕ» «συμφωνίες Λιβάνου, Γκαζέρτας, Βάρκιζας» «πνεύμα εξόντωσης του άλλου κι από τις δύο πλευρές» «εξάρτηση της δεξιάς από Άγγλους – Αμερικάνους» «πολιτική ποδηγέτηση του ΚΚΕ από τους Σοβιετικούς» «πρώτος, δεύτερος και τρίτος γύρος» «Γράμμος – Βίτσι» κλπ, τότε το περιστατικό με τον εμφύλιο των Κερκυραίων θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί ως η μεγάλη ιστορία της περιόδου ’43-‘49
3. Ακόμα πιο ακριβής (για το ’43- ’49) είναι ο Θουκυδίδης όταν περιγράφει τις δραματικές καθιζήσεις στον τρόπο σκέψης – συμπεριφοράς – πολιτισμικού επιπέδου – αλληλεγγύης – σχέσεων των ανθρώπων (Γ’ 82-84). Η φρίκη της απαξίωσης, της ωμής βίας, των βασανιστηρίων και του θανάτου απέναντι σε γνωστούς, συμπολίτες, ενδεχομένως φίλους ή συγγενείς δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέρη μας στα 1943-49.
4. Εν τέλει δεν υπήρξε πραγματικός «νικητής» στον εμφύλιο των Κερκυραίων – ακριβώς όπως και στον εμφύλιο ’43 – ‘49. Όλοι έχασαν – και η πατρίδα (Κέρκυρα / Ελλάδα) ακόμα περισσότερο, γιατί εξασθενημένη από την αδερφοσφαγή ήταν υποχρεωμένη να προσδεθεί χωρίς όρους στους δυνατούς της εποχής (Αθηναίους / Αμερικάνους)
5. Δεν ξέρουμε αν επέστρεψαν ποτέ οι Κερκυραίοι πρόσφυγες – όσοι απέμειναν – στο νησί τους. Στο σύγχρονο εμφύλιο, όσοι από τους εξόριστους αριστερούς επέζησαν μπόρεσαν να γυρίσουν στον τόπο τους.
6. Αναγκάστηκα να αποτολμήσω (με τα πενιχρά μου γλωσσικά εφόδια) μια δική μου μεταφραστική εκδοχή, γιατί οι μεταφράσεις που είχα στη διάθεσή μου δε με ικανοποίησαν – όλες μου φάνηκαν υπερβολικά «φιλολογικές». Όπου είχα να επιλέξω ανάμεσα στην απόδοση του πνεύματος του κειμένου και στην μεταφραστική ακριβολογία, επέλεξα χωρίς δισταγμό το πρώτο.
7. Ελπίζω να μην τρίζουν τα κόκαλα του Θουκυδίδη – εξαιτίας του ασεβούς μου τολμήματος.