Με τα μέτρα του Κυριάκου Μητσοτάκη η Τουρκία δεν είναι στην «σωστή πλευρά της ιστορίας». Το αυτό ισχύει και με τα μέτρα της, αγνής και άδολης, πολιτικής ηθικής.
Ο Ερντογάν μπορεί να έστειλε drones Μπαϊρακτάρ στο Κίεβο, μπορεί να πήρε τηλέφωνο τον Πούτιν και να του είπε ότι δεν θα αναγνωρίσει «καμία κίνηση ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας», όταν όμως ήρθε η ώρα των σαρωτικών δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας έβαλε διαχωριστική γραμμή. Απέκλεισε οποιαδήποτε πιθανότητα επιβολής κυρώσεων στην Ρωσία και διαμήνυσε ότι πρέπει να μείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι της διπλωματίας.
Παρά ταύτα ο Ζελένσκι τον αποθέωσε. Είπε ένα «μεγάλο ευχαριστώ» στον τούρκο πρόεδρο και κάθε άλλο παρά έδειξε να ενοχλείται από τον ανοιχτό δίαυλο Αγκυρας και Μόσχας. Αντιθέτως, είπε πως θεωρεί εποικοδομητική την σχέση Πούτιν-Ερντογάν. Διότι – όπως επίσης είπε ο ουκρανός πρόεδρος – «όταν κάποια στιγμή καθίσουμε στο τραπέζι αυτή η μεσολάβηση θα είναι χρήσιμη».
Η στάση του «επιτήδειου ουδέτερου» δεν φαίνεται να ενοχλεί ούτε το ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με το Reuters στις συμμαχικές τάξεις επικρατεί μάλλον ανακούφιση για την «ισορροπημένη» θέση της Αγκυρας – ανακούφιση για το γεγονός ότι η νατοϊκή Τουρκία δεν έπαιξε στην πιο σκληρή φάση της αναμέτρησης Δύσης και Ρωσίας το γνωστό, και ενίοτε εκβιαστικό, «χαρτί» των a la carte συμμαχιών με τον Πούτιν.
Και η ισραηλινή Haaretz έγραψε ότι η Τουρκία είναι μέχρι στιγμής ο μεγάλος κερδισμένος του ουκρανικού πολέμου.
Δεν συνάδει αυτή η εικόνα με το ελληνικό αφήγημα περί απομονωμένης Τουρκίας. Δεν προεξοφλεί επίσης ότι η σκληρή στάση της Δύσης κατά του ρωσικού αναθεωρητισμού δημιουργεί και ιστορικό δεδικασμένο – ότι, δηλαδή, ανάλογη και ακόμη πιο σκληρή θα είναι στο εξής η απάντηση και με τον τουρκικό αναθεωρητισμό απέναντι στην Ελλάδα. Και, πολύ περισσότερο, δεν τεκμηριώνει την –εξαιρετικά ριψοκίνδυνη – θέση που εσχάτως τροφοδοτείται από το Μαξίμου πως ήρθε η ώρα η Ελλάδα να αντικαταστήσει την Τουρκία ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» του ΝΑΤΟ.
Η αλήθεια είναι πως η στάση της Τουρκίας στο ουκρανικό εμπεριέχει ρίσκα και κινδύνους. Η Αγκυρα μπορεί να βρεθεί ενώπιον πολύ σοβαρών συνεπειών, τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ασφάλειας εάν ο πόλεμος πάρει ακόμη πιο άγρια μορφή.
Και η γραμμή της «εποικοδομητικής ουδετερότητας» έχει όρια – εάν τα πράγματα φθάσουν στα άκρα, ο Ταγίπ Ερντογάν θα είναι από τους πρώτους που θα πιεστούν να πάρουν καθαρή θέση.
Όμως, αυτή την στιγμή, η Αγκυρα βλέπει και ακολουθεί την ευκαιρία: την ευκαιρία να διεκδικήσει αναβαθμισμένο ρόλο – ρόλο διαμεσολαβητικό αλλά και περιφερειακό – στην κοσμογονική γεωπολιτική αναδιάταξη που συντελείται και στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων του νέου Ψυχρού Πολέμου.
Η Τουρκία, επίσης, έχει ισχυρούς οικονομικούς, εθνικούς και στρατηγικούς λόγους να κινείται στο όριο. Μπορεί να μην έχει ευγενή ηθικά κίνητρα, αλλά η εξωτερική πολιτική – ακόμη και σε καιρούς πολέμους – είθισται να χαράσσεται βάσει συγκεκριμένων εθνικών, και ενίοτε κυνικών, συμφερόντων. Και την «ηθική» διάσταση είθισται να την ορίζει εν τέλει η πλευρά των νικητών.
Η Ουκρανία δεν είναι μια απλή γειτονική χώρα για την Τουρκία. Πέραν των εμπορικών δεσμών, η Αγκυρα έχει εθνοτικές και ιστορικές αναφορές στην δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπη. Μεγάλη έκταση της σύγχρονης Ουκρανίας ελεγχόταν από την οθωμανική αυτοκρατορία και η σημαντική ταταρική μειονότητα της Κριμαίας θεωρείται εθνικό asset από τον Ταγίπ Ερντογάν. Εξ ου και η καταδίκη της προσάρτησης της Κριμαίας είναι πάγια και σταθερή από την πλευρά της Αγκυρας.
Η Ρωσία, την ίδια ώρα είναι μία από τις 10 μεγαλύτερες εξαγωγικές αγορές στις οποίες απευθύνεται η Τουρκία και μία από τις τρεις πρώτες πηγές των εισαγωγών της. Η Τουρκία εξαρτάται επίσης βαθιά από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, όπως και από τα πακέτα των ρώσων τουριστών.
Μια διατάραξη των σχέσεων με την Ουκρανία θα ήταν πλήγμα για την Αγκυρα, μια διακοπή όμως των σχέσεων με την Ρωσία θα μπορούσε να είναι καταστροφή – ειδικά, την ώρα που η τουρκική οικονομία κλονίζεται εκ βάθρων από τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό και την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική του Ερντογάν. Επιπλέον, ο Πούτιν παραμένει πάντα ο αναγκαίος σύμμαχος και μοναδικός υποστηρικτής στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ταγίπ Ερντογάν που βρίσκουν αντίθετη όλη τη Δύση – όπως οι εκκαθαρίσεις κατά των Κούρδων.
Τούτων δοθέντων, σ’ αυτή την φάση η στάση της Τουρκίας στο ουκρανικό δύσκολα θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο πέραν της «ενεργητικής ουδετερότητας», όπως την περιγράφει ο καθηγητής Ιστορίας Χάουαρντ Αϊζενστατ, ανακαλώντας ουσιαστικά το δόγμα με το οποίο πορεύτηκε η Τουρκία και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Και τότε», γράφει, «η Αγκυρα έκανε ανοίγματα και στους Συμμάχους και στον Αξονα, και στο τέλος έθεσε εαυτόν με την πλευρά των νικητών χωρίς ενδιαμέσως να έχει ρισκάρει και πολλά πράγματα. Τότε, όπως και τώρα, η Τουρκία ισορροπεί μεταξύ φιλοδοξίας και ευαλωτότητας. Μπορεί να είναι μια κυνική πολιτική, αλλά δεν είναι μια ανόητη πολιτική»…