Ο γέρο Γιάχος πρέπει να είχε περάσει τα εβδομήντα πέντε. Ήταν ήσυχος άνθρωπος, του άρεσε το κρασί και το γλέντι. Όταν πάντρεψε τη μοναχοκόρη του την Ελένη με τον παππού μου τον Παναγιώτη, πήρε την απόφαση να ξαναπαντρευτεί – και το έκανε, παρόλο που η κόρη του και ο γαμπρός του προσπάθησαν να τον πείσουν περί του αντιθέτου.
«Τι λέτε ρε σεις, να κλείσω το Γιαχέικο για ν’ ανοίξω το Ζερβέικο;»
Έτσι, ο γέρο – Αριστείδης έμεινε με τη γυναίκα του στο σπιτικό του και περνούσε μέτρια, γιατί η Πεταλιδιώτισσα του βγήκε λίγο τζαναμπέτα – η ξαδέρφη του έφταιγε που την προξένεψε, αλλά από τα ολότελα…
Εκείνη την ημέρα ξύπνησε χωρίς διάθεση, σα να μην ήθελε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Γύρισε πλευρό και χασομέρησε καμπόσο. Όταν το πήρε απόφαση, η γυναίκα του είχε κιόλας φύγει για το περιβόλι – μισή ώρα με τα πόδια έξω από το χωριό, εκεί που υπήρχαν σε σχετική επάρκεια τα δυο απαραίτητα στοιχεία για τα περιβόλια: χώμα και νερό.
Ο γέρο – Γιάχος βγήκε στην αυλή, με το μακρύ του σώβρακο και τη μακρυμάνικη μάλλινη φανέλα. Από ένα ξύλινο καρφί, χωμένο ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου πλάι στη σαρακοφαγωμένη ξύλινη πόρτα με τη μεγάλη σιδερένια κλειδαριά, κρεμόταν η νιφτήρα, ένα δοχείο από χοντρή λαμαρίνα, με κάνουλα. Έριξε λίγο νερό στις χούφτες του, νίφτηκε και σκουπίστηκε με το υφαντό πεσκίρι που είχε περασμένο στους ώμους.
Εκείνη την ώρα άκουσε τη φωνή της κόρης του της Ελένης – το σπίτι της ήταν μερικές πόρτες παραπέρα.
«Καλημέρα, πατέρα»
Κάθε μέρα τέτοια ώρα η Ελένη περνούσε από τον πατέρα της, να δει αν είναι καλά, να του πάει ένα κομμάτι πίττα διπλωμένο στην πετσέτα, ένα κατσαρολάκι γάλα, ένα καρβέλι ψωμί αν είχε φουρνίσει ή δυο τρία αχλάδια, σύκα, μπουρνέλες – ό,τι έβγαζε η εποχή.
Ο γέρο – Αριστείδης γύρισε και την κοίταξε, χαμογελαστός κάτω από τα μουστάκια του. Την αγαπούσε πολύ την κόρη του και τα εγγόνια του – ακόμα και το γαμπρό του. Η Ελένη κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να της πει, αλλά δίσταζε. Τελικά, ο γέρος το πήρε απόφαση.
«Ελένη, άκουσε κάτι, αλλά μη φοβηθείς…»
«Τι είναι, πατέρα;»
«Σήμερα… σήμερα θα πεθάνω»
«Χριστός και Παναγιά! Τι λες εκεί;»
«Μη φοβάσαι, μωρή χαϊβάνα! Δεν είναι τίποτα… Σάματι θα ζούσα
τα χίλια χρόνια;»
Η Ελένη τον κοιτούσε σαστισμένη. Δεν του είχε φέρει ποτέ αντίρρηση, πατέρας της ήταν, αλλά… τι παλαβομάρες ήταν αυτές που της έλεγε; Ο γέρο – Αριστείδης πέρασε ξανά το πεσκίρι στους ώμους, την πλησίασε.
«Μη φοβάσαι, παιδί μου…»
Η Ελένη έβαλε τα κλάματα κι ο γέρος έκανε πως θύμωσε.
«Ε, που να πάρει! Μη με στεναχωράς τώρα, θέλω να φύγω ήσυχος!»
Η Ελένη σκούπισε τα μάτια και περίμενε να ακούσει τι είχε να της πει.
«Η Μαΐστραινα πήγε στου Σιπάτα να ποτίσει, θ’ αργήσει να γυρίσει. Πάρε τη βίκα και πήγαινε στο πηγάδι, γιατί δεν έχω νερό στο σπίτι. Μετά, θέλω να μου φέρεις τα παιδιά, να τα χαιρετίσω. Ο άντρας σου που είναι;»
«Έφυγε για τον κάμπο, θα ‘ρθει το βράδυ…»
«Καλά»
Η Ελένη μπήκε στο σπίτι, πήρε τη στάμνα του νερού, κατέβασε τη νιφτήρα, άδειασε μέσα όσο είχε απομείνει, έσιαξε το τσεμπέρι που φορούσε στο κεφάλι. Ήταν μια γυναίκα με μέτριο ανάστημα, καλοφτιαγμένη, με πολύ όμορφο πρόσωπο, πεντακάθαρο και λαμπερό: μεγάλα μάτια, κοντυλένια μυτούλα, τονισμένα ζυγωματικά, γεμάτα μάγουλα και γραμμένο στόμα. Κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι τον πατέρα της. Εκείνος της έγνεψε να βιαστεί, η Ελένη σήκωσε τη στάμνα, τράβηξε το σύρτη από την πορτούλα της αυλής και βγήκε χωρίς να πει άλλη κουβέντα.
Ο γέρος έμεινε μόνος. Έφερε γύρω το βλέμμα, στάθηκε λίγο μπροστά στην ελιά, που είχε φυτρώσει μόνη της, αγριλιά, κι αυτός την είχε κεντρώσει, πριν πολλά χρόνια, πριν γεννηθεί η Ελένη. Σήκωσε το χέρι και χάιδεψε ένα φουντωτό κλαδί, γεμάτο ελιές, πράσινες ακόμα. «Κοίτα που δε θα τις μαζέψω φέτος…» μουρμούρισε, «θα τις μαζέψει η Μαΐστραινα…» Έτσι έλεγαν όλοι τη γυναίκα του, γιατί ο πρώτος της άντρας είχε το παρατσούκλι Μαΐστρος, έτσι την έλεγε κι αυτός – εκτός όταν ήταν παρούσα.
Πήγε προς το κοτέτσι, στο πλάι στου σπιτιού, το είχε φτιάξει καινούριο ο γαμπρός του ο Παναγιώτης, που έπιανε το χέρι του, καλοφραγμένο με φουρκάδες και καλάμια, σκεπασμένο με παλιοσανίδες. Μπήκε μέσα, μάζεψε τα φρέσκα αυγά – άφησε μονάχα το φώλο, το παλιό αυγό που ήταν απαραίτητο για να πείθεται η κότα να γεννάει, με τη μάταιη ελπίδα πως θα μαζευτούν πολλά, θα τα κλωσήσει και να βγάλει κοτόπουλα. Αλλά πότε θα γινόταν αυτό, το κανόνιζε η νοικοκυρά.
Με τα αυγά στο χέρι πήγε προς το φράχτη, που τον χώριζε από τη γειτόνισσα, την Κατίνα του Σγοτζή. Τρία χρόνια είχαν να μιλήσουν, είχαν μαλώσει η Μαΐστραινα με τη Σγοτζίνα, γιατί αν δεν μαλώσουν οι γειτόνισσες, ποιες θα μαλώσουν, οι ξένες; Ο γέρος έβαλε φωνή:
«Μωρή Κατίνα!»
Η Κατίνα βγήκε στην αυλή της και τον κοίταζε ξαφνιασμένη.
«Τι θέλεις;»
«Έλα από δω, να συχωρεθούμε, μωρή. Σήμερα θα πεθάνω και δε
θέλω να πάω με το βάρος…»
«Τι λες, μωρέ γέρο – Γιάχο;»
«Εκείνο π’ ακούς! Έλα σε λιγάκι, να ντυθώ πρώτα»
Ο γέρος μπήκε στο σπίτι. Μονόχωρο, στη μια γωνιά το καπνισμένο τζάκι, με την πυροστιά και τον τέντζερη κρεμασμένο στο καρφί του. Η φωτιά σιγόκαιγε, την ανακάτεψε λίγο και της έριξε δυο κουτσουράκια, από το σωρό πλάι. Μπροστά στο τζάκι ο χαμηλός ξύλινος σοφράς και μερικά σκαμνιά. Στον τοίχο απέναντι αραδιασμένα το πιθάρι με το λάδι, το πιθάρι με το κρασί, ένα μικρότερο με ντοματοπελτέ, το βαρελάκι με το τυρί και από πάνω τους κρεμασμένο ένα παλαιικό φανάρι με σίτα, που έβαζαν μέσα τα περισσευάμενα φαγητά. Από τις ξύλινες τράβες της σκεπής κρεμόντουσαν πλεξάνες κρεμμύδια, σκόρδα και δυο τρία χειμωνιάτικα πεπόνια. Στο τοίχο από την άλλη μεριά του τζακιού ήταν το ξύλινο κασόνι με το στάρι και τη βρώμη και πάνω του τα στρωσίδια του ψωμιού. Στον άλλο τοίχο το κρεβάτι, φτιαγμένο με τον ομηρικό τρόπο: δυο ξύλινα τρίποδα σε κάθε άκρη, ενωμένα μ’ ένα χοντρό ξύλο για να στηρίζουν τις πλατιές σανίδες και από πάνω τα στρωσίδια: πρώτα υφαντές κουρελούδες, μετά χοντρές αντρομίδες και ένα υφαντό σεντόνι, προίκα της Μαΐστραινας, η μεγάλη μαξιλάρα και η μπατανία που σκεπαζόντουσαν. Στα πόδια του κρεβατιού ένα μεγάλο μπαούλο με σκουριασμένα μεταλλικά ελάσματα και από πάνω ο γιούκος, δηλαδή διπλωμένα και στοιβαγμένα τα υπόλοιπα στρωσίδια του νοικοκυριού.
Ξεκρέμασε από την ξύλινη πτυσσόμενη κρεμάστρα, προίκα κι αυτή της γυναίκας του – που είδαν κι έπαθαν να την στερεώσουν στον πέτρινο τοίχο, το παντελόνι του και το φόρεσε. Έβγαλε τις κάλτσες που φορούσε, γιατί η γυναίκα του είχε αφήσει καθαρές πάνω στο γιούκο, τα πόδια του πάγωσαν καθώς πάτησε το χωματένιο πάτωμα. Φόρεσε το υφαντό του πουκάμισο, το γιλέκι και το σακάκι του και ασχολήθηκε με το κολατσό του: Πάνω στο πιθάρι με το κρασί είχε ένα μικρό κανατάκι με χερούλι, έσκυψε και το γέμισε. Πήρε κι ένα κομμάτι ψωμί και το πιατάκι με τις ελιές από το φανάρι, έβγαλε κι ένα κομμάτι τυρί από το βαρέλι. Δεν είχε πια κατσίκες και προβατίνες, αλλά ας είναι καλά η Ελένη.
Μόλις είχε αποφάει, όταν ακούστηκε μια παιδική φωνή απέξω:
«Παππού, παππού!»
Η καρδιά του σκίρτησε, ήταν ο αγαπημένος του εγγονός, το πρώτο παιδί της Ελένης, είχε και τ’ όνομά του, γιατί ο συμπέθερός του δεν ήθελε να βγάλουν το δικό του, έλεγε πως όσοι το είχαν στο χωριό ήταν όλοι αλαφροί, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Έτσι ο εγγονός δεν βαφτίστηκε Στάθης, αλλά Αριστείδης. Ο γέρος σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βγήκε στην αυλή.
«Καλώς τον έγγονα!»
«Μ΄ έστειλε η μάνα μου από την πλατεία, τι με θέλεις;»
Ο μικρός υπολόγιζε πως ο παππούς θα τον έστελνε για κανένα θέλημα, να του πάρει τσιγάρα από το μπακάλικο, οπότε θα είχε κι αυτός το κατιτίς του.
«Έλα να κάτσουμε»
Κάθισαν στην αυλή, στο πεζουλάκι δίπλα στην ελιά. Ο γέρος άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Ο μικρός τον κοιτούσε παραξενεμένος, αλλά δεν πρόλαβε να ρωτήσει τίποτα γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην αυλή η Κατίνα του Σγοτζή.
«Τι είναι αυτά που λες μωρέ, σου ‘φυγε το μυαλό;»
Ο γέρος την κοίταξε και της είπε ήσυχα:
«Το καταλαβαίνω, σήμερα είναι η μέρα μου… συχώρα με κι ο Θεός να σε συχωρέσει…»
Η κυρά – Κατίνα έβαλε τα κλάματα, συχωρέθηκαν. Έφτασε και η Ελένη με το νερό και τα μικρότερα παιδιά να την ακολουθούν, άρχισαν να έρχονται οι γείτονες και οι γειτόνισσες, όλο το χωριό – όσοι δεν είχαν φύγει για τα χωράφια. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί, ούτε ακούσει ποτέ, να λέει κάποιος πως σήμερα θα πεθάνει!
Ο γέρο – Αριστείδης είπε και του γέμισε η Ελένη ένα βαθύ πιάτο με νερό, ο μικρός Αριστείδης του έκοψε ένα κλαράκι απ’ την ελιά, τους ράντιζε όλους και τους ευλογούσε:
«Να ζήσετε και να με θυμόσαστε! Κι αν είπα καμιά κουβέντα με κάποιονε, να με συχωρέσει και να ‘ναι συχωρεμένος!»
Σιγά σιγά άρχισαν να το πιστεύουν όλοι, πως ο γέρος θα πέθαινε. Τον αγκάλιαζαν, του φιλούσαν το χέρι, οι γυναίκες σκούπιζαν τα μάτια τους. Κάποια στιγμή ο παππούς ένοιωσε πολύ κουρασμένος, ζήτησε να τον πάνε στο κρεβάτι του.
«Μην καθόσαστε εδώ, δεν πεθαίνω ακόμα, θα περιμένω να ‘ρθει η Μαΐστραινα…»
Η Ελένη και μια γειτόνισσα τον σήκωσαν και τον πήγαν μέσα στο σπίτι. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια, αλλά τα άνοιξε ξανά καθώς άκουγε τα κλάματα της κόρης του.
«Όχι ακόμα, Ελένη μου… περίμενε ντε να πεθάνω και τότε με κλαις…»
Κόντευε το δειλινό όταν έφτασε, τρέχοντας, η Μαΐστραινα. Ο Αριστείδης όταν την αντίκρισε μουρμούρισε:
«Έλα βρε γυναίκα, με κούρασες να σε περιμένω… Έχε γεια!»
Και με μια ανάσα, τελείωσε.