Τα τελευταία χρόνια για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την γραφειοκρατία των Βρυξελλών η Πολωνία είναι μία χώρα-παρίας για το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το κράτος δικαίου.
Τον Οκτώβριο του 2021, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)* καταδίκασε την Πολωνία σε πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα για μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η κυβέρνηση του εθνολαϊκιστικού Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) είχε κατηγορηθεί ότι όχι μόνο παραβιάζει, αλλά ουσιαστικά αγνοεί το κοινοτικό δίκαιο, καθώς επί μακρόν αμφισβητεί την υπεροχή του απέναντι στο εθνικό δίκαιο. Η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου και η αποδοχή της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτελεί μέρος του «κοινοτικού κεκτημένου», που καλείται να συνυπογράψει κάθε χώρα όταν προσχωρεί στην ΕΕ. Το ίδιο έχει κάνει και η Πολωνία, όπως και αρκετά ακόμα κράτη της περίφημης “διεύρυνσης” (Αν.Ευρώπη) -π.χ Ουγγαρία– που ουδέποτε αισθάνθηκαν κοινωνοί θεμελιωδών ευρωπαϊκών συνθηκών.
Σήμερα, η Πολωνία αποτελεί κράτος-υπόδειγμα. Πιστός μέχρι κεραίας σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, πειθαρχημένο μέλος του ΝΑΤΟ σε βαθμό που να αυτο-προτείνεται ως στρατιωτική αιχμή του δόρατος της Δύσης κατά της Ρωσίας και ως “ντίλερ” για την μεταφορά μαχητικών MIG παλαιάς (σοβιετικής) τεχνολογίας στις ουκρανικές δυνάμεις. Πρόταση που συζητά η Ουάσιγκτον, αν και αμφιταλαντευόμενη καθώς και ο πλέον ανόητος μπορεί να αντιληφθεί πως κάτι τέτοιο θα εμπλέξει έμμεσα αλλά ουσιαστικά το ίδιο το ΝΑΤΟ σε μία αεροπορική σύγκρουση στους ουκρανικούς ουρανούς.
Η ανυπάκουη κυβέρνηση της Βαρσοβίας, εκείνη που επί χρόνια προσβάλλει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έχει μετατραπεί σε προνομιακό συνομιλητή των Βρυξελλών. Ακόμα και το γεγονός πως προσφέρθηκε ως χώρα υποδοχής των “ομόδοξων” Ουκρανών προσφύγων όταν επί χρόνια αρνείται να φιλοξενήσει τα προσφυγικά ρεύματα των πολέμων της Μέσης Ανατολής ή της Κεντρικής Ασίας δεν συνιστά θέμα συζήτησης. Η ίδια η Ευρωπη, εν συνόλω, άλλωστε, αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά τα δύο θέματα.
Με επιχείρημα τον “ψυχρό πόλεμο” της Δύσης με τη Μόσχα, ως αφορμή και αποτέλεσμα (μαζί) της απολύτως καταδικαστέας ρωσικής εισβολής σε ένα ανεξάρτητο κράτος, οι Βρυξέλλες συζητούν ακόμα και ταχείες διαδικασίες (προ)ένταξης κρατών που πόρρω απέχουν από τα βασικά κριτήρια για τα οποία αγωνίστηκαν και αγωνίζονται άλλες χώρες, όπως των Δυτικών Βαλκανίων. Η Ε.Ε προσφέρεται ως οχυρωματικό έργο που -υποτίθεται- θα προστατεύσει την Ουκρανία, τη Μολδαβία, την Γεωργία κ.ά από την ρωσική αρκούδα. Μόνο που η Ευρώπη δεν διαθέτει και μάλλον θα απαιτηθεί πολύς χρόνος για να αποκτήσει κοινή αμυντική πολιτική και συμπαγές γεωπολιτικό δόγμα, οι δε συγκεκριμένες χώρες δεν διαθέτουν ούτε τις στοιχειώδεις θεσμικές δομές ώστε να ακολουθήσουν τις ευρωπαϊκές ταχύτητες.
Υπό την πίεση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που αποφάσισαν ήδη να επιβάλουν εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, οι Βρυξέλλες (με πρωταγωνίστρια την Γερμανία) συζητούν κάτι ανάλογο που θα μπορούσε να συμπεριλάβει, όπως γράφεται στον δυτικό Τύπο, ακόμα και το κλείσιμο της στρόφιγγας του Nord Stream 1 (η λειτουργία του δεύτερου αγωγού που έχει ήδη ολοκληρωθεί αναβλήθηκε επ΄ αόριστον). Οι ΗΠΑ εξαρτώνται, όμως, από το ρωσικό πετρέλαιο μόνο κατά 5-10%, ενώ η εξάρτηση της Ε.Ε φθάνει ή και ξεπερνά το 40%. Μία τέτοια απόφαση θα σήμαινε έναν παρατεταμένο ενεργειακό “χειμώνα” για την Γηραιά Ήπειρο, καθώς τα αποθέματα επαρκούν μόνο για την Γερμανία (άλλη μία ανισότητα στο κενό που αφήνει το έλλειμμα κοινής ενεργειακής πολιτικής).
Πως θα αντικαταστήσει την διαταραγμένη ενεργειακή της επάρκεια η Ε.Ε; Όπως αναφέρεται αρμοδίως -και αφού η Ουάσιγκτον δηλώνει έτοιμη να συνδράμει την Ευρώπη-, διά της προμήθεια αμερικανικού (σχιστολιθικού) πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και από άλλες πηγές, όπως το Ιράν. Επί της ουσίας αυτό που συζητείται είναι η αντικατάσταση της ενεργειακής εξάρτησης της Ε.Ε από τη Ρωσία, από μία νέα εξάρτηση, είτε πρωτογενώς από τις ΗΠΑ, είτε δευτερογενώς από πηγές που θα υποδείξουν αυτές κλείνοντας πρόσκαιρα κάποια γεωπολιτικά μέτωπα (όπως οι σχέσεις με το καθεστώς της Τεχεράνης). Συμπέρασμα: η εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία θα αντικατασταθεί από την εξάρτηση της από την Αμερική, με ό,τι αυτό σημαίνει γεωπολιτικά και οικονομικά.
Αλλά και η Κίνα, χώρα που τις τελευταίες δεκαετίες διεισδύει επιμελώς στις ευρωπαϊκές και την αμερικανική οικονομία, χώρα που αντιμετωπίζεται εχθρικά ως προς τη στάση που τηρεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, μετατρέπεται σε συνομιλητή της Δύσης στην προσπάθεια να βρεθούν πόλοι εξισορρόπησης της ρωσικής απειλής και ένας ευκαιριακός διαμεσολαβητής προς τη Μόσχα. Το γεγονός της πιθανής μετατόπισης του γεωπολιτικού βάρους προς Ανατολάς δεν εξετάζεται προς το παρόν, διότι η οξυδέρκεια υπονομεύεται από την άμεση ανάγκη μιας Δύσης που προσήλθε σε μία μείζονα και ιστορική κρίση χωρίς ενιαίο κέντρο, σχέδιο και προετοιμασία.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την Τουρκία. Το καθεστώς Ερντογάν που καταστρατηγεί κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, που φυλακίζει πολιτικούς του αντιπάλους και ξένους δημοσιογράφους, έχει μετατραπεί σε πρόθυμο συνομιλητή της Ρωσίας και διαμεσολαβητή -υποτίθεται- για λογαριασμό της Δύσης. Οι κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για τις συνεχείς παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ και την ευθεία αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, δεν βρήκαν ποτέ τον δρόμο της υλοποίησης από το γραφείο του Ζοζέπ Μπορέλ, ο ίδιος αξιωματούχος που κινήθηκε αστραπιαία στην περίπτωση της Ρωσίας.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα μιας ριζικής αλλαγής που παραμερίζει θεσμούς, διεθνές δίκαιο, γεωπολιτικές σταθερές, ακόμα και την ίδια την ανεξαρτησία της Ε.Ε ως ξεχωριστής διακρατικής οντότητας, και δίνει θέση στο καθαρό συμφέρον λίγων μόνο ισχυρών κρατών.
Να μην υποτιμήσουμε, εν κατακλείδι, και το γεγονός πως οι ΗΠΑ που επί μακρόν μελετούν την πτώση της κυβέρνησης Μαδούρο (που είναι αλήθεια εκείνος ο λατινοαμερικανός δανδής Γκουαϊδό που φιλοξενήσαμε ακόμα και στη χώρα μας ως “ήρωα”;) επειδή πρόκειται για μια αιμοσταγή δικτατορία, τώρα τον αντιμετωπίζουν ως χρήσιμη πηγή αντικατάστασης του ρωσικού πετρελαίου. Η Ευρώπη και η Ουάσιγκτον που έσπευσε προ διετίας να αναγνωρίζει ως νόμιμη την κυβέρνηση Γκουαϊδό, τώρα υποκλίνεται στον Μαδούρο –για όσα σχετικά με τον τελευταίο έχουν ειπωθεί στην αθηναϊκή πολιτική γειτονιά, ας μην κάνουμε λόγο.
[[ Γράφει η “Καθημερινή”: …Ο ηγέτης της Βενεζουέλας είχε το περασμένο Σαββατοκύριακο συνάντηση στο Καράκας και με Αμερικανούς αξιωματούχους την οποία μάλιστα ο ίδιος χαρακτήρισε «γεμάτη σεβασμό, εγκάρδια και πολύ διπλωματική».Πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Reuters μιλούν για την πρώτη υψηλού επιπέδου διμερή συνάντηση έπειτα από χρόνια.]]
Όσοι, λοιπόν, με ευκολία επιχαίρουν για την ενότητα της Δύσης απέναντι στην ρωσική βία, δεν βρίσκουν χρόνο και βούληση να αντιληφθούν τις ανισότητες που δημιουργούνται και το ό,τι αυτή η ενότητα εξυπηρετεί ελάχιστους και υπονομεύει πολλούς άλλους. Κατά παράφραση της γνωστής ρήσης, “είναι τα συμφέροντα, Ηλίθιε”…
*Ενδιαφέρον έχει η επεξήγηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από τον καθηγητή πανεπιστημίου και πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ως επιπλέον νομικό στοιχείο ( ως προς το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο) που ενισχύει αυτή την αίσθηση ανισότητας που περιγράψαμε:
Το ότι το ΔΕΕ «άδραξε» την ευκαιρία για να υιοθετήσει αυτή την, υπέρ του Κράτους Δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμβληματική νομολογιακή του «πολιτική» σε υποθέσεις που προκάλεσε η συμπεριφορά Κρατών-Μελών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν είναι, κάθε άλλο, τυχαίο. Πραγματικά, ιδίως η Ουγγαρία και η Πολωνία -η πρώτη κυρίως στον τομέα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η δεύτερη κυρίως στον τομέα της Δικαιοσύνης- παραβιάζουν, εδώ και καιρό, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση άκρως ευαίσθητες πτυχές των συνιστωσών του Κράτους Δικαίου. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις αυτά τα Κράτη-Μέλη, «υπόλογα» και έναντι του Συμβουλίου της Ευρώπης για πολλαπλές και ωμές παραβιάσεις των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υιοθετούν τακτικές που μαρτυρούν την προϊούσα «αποξένωσή» τους από στοιχειώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Νομικού και όχι μόνο. Και δεν είναι νοητό να τους επιτραπεί η συνέχιση εκδήλωσης μιας τέτοιας νοοτροπίας, η οποία αντιλαμβάνεται τον σεβασμό των βασικών αρχών και αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλεκτικώς και κατά περίπτωση, με μόνο κριτήριο και γνώμονα τα επιμέρους συμφέροντά τους, όπως τα Κράτη αυτά τα αντιλαμβάνονται. Κατά την φύση της, την ιστορία της και την προοπτική της η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να μην ανέχεται πράξεις και παραλείψεις Κρατών-Μελών της, που την εκλαμβάνουν ως χώρο, εντός του οποίου έχουν την διακριτική ευχέρεια να «ταξιδεύουν με σημαίες ευκαιρίας». Και κατά τούτο, οι κυρώσεις των in concreto Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος Κρατών-Μελών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία όχι απλώς δεν πρέπει ν’ ατονίσουν αλλά πρέπει να ενταθούν, όσο αυτά επιμένουν να μην κατανοούν και να μην αποδέχονται ποιοι είναι οι όροι και ποιες είναι οι προϋποθέσεις, από πλευράς των αρχών και αξιών της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που επιτρέπουν σ’ ένα Κράτος ν’ ανήκει στην χορεία των μελών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και να συμμετέχει, ισοτίμως και ειλικρινώς, στο παγκόσμιας εμβέλειας και σημασίας εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.