Oι αναφορές σε «ελληνική» αστική τάξη, γενικότερα στον όρο «Ελληνας» και τα παράγωγά του, χαρακτηρίζονται από μια αντιφατικότητα, δεδομένης της εποχής. Και αυτό γιατί στη διάρκεια του 18ου αιώνα ήταν η ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία που πυροδότησε τη διαδικασία διαμόρφωσης των αστικών τάξεων της Βαλκανικής και της αντίστοιχης εθνικής συνείδησης.
Εκείνη την εποχή ως «Ελληνες» θεωρούνταν όχι μόνο οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά και σλαβόφωνοι πληθυσμοί, βλάχοι, ορθόδοξοι αλβανόφωνοι κ.ά. Ολοι αυτοί οι πληθυσμοί μοιράζονταν δύο κοινά χαρακτηριστικά: Το ορθόδοξο δόγμα και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Η ελληνική γλώσσα κατέστη, σταδιακά, η «κοινή» γλώσσα του εμπορίου, η γνώση της οποίας ήταν απαραίτητη για την ένταξη στα εμπορικά δίκτυα, στην εκπαίδευση, στην εμπορική και επιχειρηματική πρακτική. Το βασικό, ωστόσο, χαρακτηριστικό του «Ελληνα» ήταν ο οικονομικός του ρόλος, ο ρόλος του ως εμπόρου.1 Ωστόσο, απ’ τα μέσα του 18ου αι., με τη διαμόρφωση του ελληνικού αστικού διαφωτισμού, η εθνική ελληνική συνείδηση άρχισε να διαμορφώνεται σε ευρύτερες εργατικές και μισοπρολεταριακές δυνάμεις. Ετσι, η λέξη «Ελληνας» άρχισε να προσδιορίζει πια τη διακριτή εθνοτική προέλευση.Η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στον χώρο της νότιας Βαλκανικής (18ος – αρχές 19ου αιώνα). Αλλαγές στο χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Η διαμόρφωση των εμπορικών δικτύων των Ελλήνων
Οταν μιλάμε για οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων στη διάρκεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας ως «ελληνικές» περιοχές, τότε διατελούσαν υπό ξένη κυριαρχία: Στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσαν τμήμα της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην των Επτανήσων που «πέρασαν» από διαδοχικές κυριαρχίες των ευρωπαϊκών κρατών. Κατά την περίοδο αυτή, ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί «υπάρχουν» και δραστηριοποιούνται οικονομικά σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση, που εκτείνεται απ’ τις νότιες απολήξεις της Βαλκανικής Χερσονήσου μέχρι τη Μικρά Ασία, την Κύπρο, τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τον Πόντο, τα ανατολικά και κεντρικά Βαλκάνια και τις παραδουνάβιες περιοχές. Είναι η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και γενικότερα των συναλλαγών, με καθοριστικό στοιχείο τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, που συμβάλλει στη διαμόρφωση κοινών εθνοτικών χαρακτηριστικών, στην ενσωμάτωση της ιστορίας των πληθυσμών του αρχαίου ελλαδικού χώρου και σε μία σχετική αποκρυστάλλωση του σε τι συνίσταται η «Ελλάδα», ως γεωγραφικός – οικονομικός χώρος, στον οποίο και εκδηλώθηκε τελικά η Ελληνική Επανάσταση.
Κατεργασία βαμβακιού στη Λίμνη της Εύβοιας, λιθογραφία του O. Stackelberg |
Καθοριστική αιτία και για την άνοδο του εμπορίου των ορθόδοξων εμπόρων της Βαλκανικής – και κυρίως των Ελλήνων – και του ρόλου τους ως «μοχλών σύνδεσης» των τοπικών οικονομιών με την ευρωπαϊκή αγορά ήταν η παρέμβαση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων – κύρια της Γαλλίας και της Αγγλίας – στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για τρόφιμα και πρώτες ύλες απ’ τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, που είχαν μπει στο δρόμο της εκβιομηχάνισης, ενέτεινε τον ευρωπαϊκό εμπορικό ανταγωνισμό και οδήγησε, σταδιακά, στην πρόσδεση των αγορών της Βαλκανικής και της ανατολικής Μεσογείου στο σύστημα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.2
Οι Ευρωπαίοι ευνοήθηκαν, ιδιαίτερα, απ’ την παραχώρηση των διομολογήσεων (Capitulations), προνομιούχων συμφωνιών με τις οποίες η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε στους εμπόρους των ευρωπαϊκών χωρών το δικαίωμα οικονομικής δραστηριοποίησης στην οθωμανική επικράτεια, με πολύ μειωμένους τελωνειακούς δασμούς σε σχέση και με τους ίδιους τους Οθωμανούς υπηκόους. Απ’ τις διομολογήσεις επωφελήθηκαν αρχικά οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι, που κυριάρχησαν στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων της ανατολικής Μεσογείου στη διάρκεια των τελών του 16ου μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Ωστόσο, μετά το 1750, και ιδιαίτερα αξιοποιώντας την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων (1792-1815), η Αγγλία μπόρεσε να εκτοπίσει τους εμπορικούς της αντιπάλους και να σταθεροποιήσει την εμπορική και ναυτιλιακή της κυριαρχία στη Μεσόγειο.
Υδραίοι ναυτικοί. Λιθογραφία του A. Friedel |
Στην άνοδο του εξωτερικού εμπορίου και ιδιαίτερα στη σύνδεση των τοπικών αγορών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την παγκόσμια αγορά3 έπαιξαν τον ρόλο τους και οι εσωτερικές αλλαγές που βίωνε το ίδιο διάστημα το οθωμανικό κράτος. Σταδιακά, απ’ τα τέλη του 17ου αιώνα, η μεταρρύθμιση του οθωμανικού φορολογικού συστήματος και μια σειρά αλλαγών στην οργάνωση της κρατικής διοίκησης ευνόησαν την άνοδο μιας ομάδας επιφανών επαρχιακών οικογενειών στη θέση των αντιπροσώπων της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας στις περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι ισχυροί αξιωματούχοι – γνωστοί με την ονομασία αγιάνηδες (ayan) – είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ραγδαία, κυρίως μέσω του δικαιώματος διά βίου εκμίσθωσης των φόρων που τους παρείχε η οθωμανική διοίκηση.4
Ισχυροί αγιάνηδες, όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και ο Ισμαήλ των Σερρών, σταδιακά έλεγχαν και μετέτρεπαν σε ατομική ιδιοκτησία ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της πρώην κρατικής γης, κάτι που τους επέτρεπε να εφαρμόσουν μια σειρά αλλαγές στην αγροτική παραγωγή – ιδίως μέσω της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και της εντατικής (κατά κύριο λόγο) εκμετάλλευσης των χωραφιών. Χαρακτηριστική, απ’ αυτήν τη σκοπιά, ήταν η επέκταση του τσιφλικιού ως βασικής αγροτικής μονάδας που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του εμπορίου, χωρίς να οδηγεί, ωστόσο, σε βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων, ούτε σε χαλάρωση της εκμετάλλευσης του άμεσου παραγωγού.
Αποψη της Βιέννης του 18ου αιώνα, όπου αναπτύχθηκε μια δραστήρια ελληνική παροικία (Karl Schütz 18ος αι.) |
Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και η συσσώρευση χρηματικών κεφαλαίων στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο έδωσε ώθηση στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και τον προσανατολισμό της προς συστήματα καλλιέργειας συγκεκριμένων προϊόντων, που προορίζονταν μονόπλευρα για την εξωτερική αγορά. Τέτοιες καλλιέργειες ήταν κυρίως η σταφίδα στη βόρεια Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, το βαμβάκι και ο καπνός στη Μακεδονία, στην Ηπειρο και τη Στερεά, οι εμπορευματικές δενδροκαλλιέργειες (ελιές, μουριές κ.ά.), αλλά και ορισμένα «παραδοσιακά» προϊόντα που είχαν ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση στο εξωτερικό εμπόριο, όπως τα δημητριακά.
Στις περιοχές που είχαν ειδικευτεί στις μονοκαλλιέργειες και η εμπορευματοποίηση της παραγωγής είχε επιταχυνθεί, η εξαγωγή του πλεονάσματος πραγματοποιούνταν, όπως αναφέραμε, με την παρέμβαση των τοπικών αξιωματούχων, μουσουλμάνων και χριστιανών, οι οποίοι συνδέονταν με τους τοπικούς και Ευρωπαίους εμπόρους, αλλά και τους πλοιοκτήτες των νησιών.5Για παράδειγμα, αρκετοί απ’ τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου ασκούσαν συνδυαστικά τους ρόλους του γαιοκτήμονα – εμπόρου – δανειστή – διοικητικού άρχοντα, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε πολλές πηγές κεφαλαίων.
Σταδιακά, στη βάση της ζήτησης που δημιουργούσε το εξωτερικό εμπόριο, το κυρίαρχο σχήμα των ανταλλαγών διαμορφώθηκε ως εξής: Οι εξαγωγές προς τη δυτική Ευρώπη αποτελούνταν κυρίως από αγροτικά και ημι-επεξεργασμένα βιοτεχνικά προϊόντα, δηλαδή από τρόφιμα (λάδι, δημητριακά, σταφίδα, μαλλιά, βαμβάκι, δέρματα κ.ά.) και βιομηχανικές πρώτες ύλες και οι εισαγωγές από βιομηχανικά είδη (υφάσματα, προϊόντα κλάδων όπως η υαλουργία, η σιδηρουργία, η σχοινοποιία) και προϊόντα των αποικιών (μπαχαρικά, καφές, ζάχαρη, βαφικές και λευκαντικές ύλες).6
Αμπελάκια Θεσσαλίας, 18ος αι. |
Οι Ελληνες έμποροι μεγάλων αποστάσεων λειτούργησαν ως μεταφορείς αυτών των προϊόντων μεταξύ της Βαλκανικής και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης και διαμόρφωσαν, σταδιακά, τα δικά τους εμπορικά δίκτυα, αξιοποιώντας τους υπάρχοντες χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους. Οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασσάροβιτς (1718) και η αλματώδης ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου έδωσαν περαιτέρω ώθηση, με τη σειρά τους, στην αναπροσαρμογή των ίδιων των εμπορικών δρόμων και την αύξηση των συναλλαγών. Μέσω αυτών οι αγορές, οι εμποροπανηγύρεις, οι πόλεις και τα λιμάνια του ελλαδικού και του βαλκανικού χώρου (Πάτρα, Λάρισα, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Μοσχόπολη, Μοναστήρι, Σέρρες κ.ά.) συνδέονταν με τις μεγάλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης (Πέστη, Βιέννη, Λειψία, Νίζνα κ.ά.) και τα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας7 και της δυτικής Μεσογείου (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Βαλέτα, Τεργέστη, Λιβόρνο, Μασσαλία κ.ά.). Μέσω αυτών των πόλεων και των εμπορικών διαδρομών ολοκληρώθηκε η σταδιακή ενσωμάτωση των τοπικών αγορών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή οικονομία.Η ανάπτυξη των παροικιών της διασποράς
Η άνοδος του εμπορίου των Ελλήνων είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη μετακίνηση και εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις της διασποράς, εκτός δηλαδή της ιστορικής επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.8 Σκοπός αυτών των μετακινήσεων ήταν το εμπορικό κέρδος και γι’ αυτό ήταν οργανωμένες μέσα σε οικογενειακά και εμπορικά δίκτυα και δεν είχαν τον χαρακτήρα μιας μαζικής μετανάστευσης.
Ηδη απ’ τον 16ο και πολύ περισσότερο στη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, Ελληνες απ’ τα Επτάνησα, την Πελοπόννησο, τη Χίο, τη δυτική Στερεά, τη Θεσσαλία, τα ορεινά της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας (Ζαγοροχώρια και βλαχοχώρια της Πίνδου, Σιάτιστα, Κοζάνη, Καστοριά κ.ά.) ακολούθησαν τους δρόμους του εμπορίου και διαμόρφωσαν ένα δίκτυο παροικιών σ’ όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, απ’ τις πόλεις της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης μέχρι τα λιμάνια της νότιας Ρωσίας.
Τα εμπορικά δίκτυα και οι επιχειρήσεις των Ελλήνων της διασποράς βασίζονταν, αρχικά, στην οικογένεια, στην «κοινή» γλώσσα και στη θρησκευτική αλληλεγγύη, ένα χαρακτηριστικό και άλλων «εθνοτικών» μεταναστεύσεων και διασπορών, όπως των Εβραίων και των Αρμενίων. Ηταν, κατά κύριο λόγο, προσωπικές επιχειρήσεις συγγενών, όπου η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους προερχόταν από τα κεφάλαια των ίδιων των μελών της οικογένειας ή από το περιβάλλον του τόπου καταγωγής. Βέβαια, η ίδια η δομή και η οργάνωση εμπορικών επιχειρήσεων των Ελλήνων άλλαζαν σταδιακά όσο προχωρούσε η ενσωμάτωσή τους στην οικονομική δομή των χωρών υποδοχής και η σταδιακή υιοθέτηση από μέρους τους του αστικού δικαίου και των νέων, αμιγώς καπιταλιστικών μορφών επιχειρηματικής οργάνωσης.9
Οι παροικίες του εξωτερικού αποτέλεσαν, επίσης, πρόσφορο έδαφος για τη διοχέτευση των ιδεών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Απ’ τα μέσα του 18ου αιώνα οι Ελληνες έμποροι των παροικιών πρωτοστάτησαν στην ίδρυση εκατοντάδων ελληνικών σχολείων, τόσο στις κοινότητες των Ελλήνων της διασποράς όσο και στα οθωμανοκρατούμενα εδάφη με ισχυρή παρουσία ελληνόφωνων πληθυσμών. Στο χώρο των παροικιών (Βενετία, Βιέννη) εκδόθηκαν οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, ενώ εκεί έδρασαν ο Ρήγας και οι οπαδοί του, ο Αδαμάντιος Κοραής και οι κορυφαίοι στοχαστές του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού». Με άλλα λόγια, η συσσώρευση κεφαλαίου που είχε επιτευχθεί εκεί, ενδυνάμωσε την κοινωνική ισχύ τής υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης και συνέβαλε στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Εκεί δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι πυρήνες που θα προετοίμαζαν την έκρηξη της Επανάστασης.Η άνθηση της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας. Η αδυναμία περάσματος στο βιομηχανικό στάδιο επιχειρησιακής οργάνωσης
Η αυξανόμενη συσσώρευση του εμπορικού κεφαλαίου, η εμπορευματοποίηση της παραγωγής και η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης έδωσαν ώθηση στην άνθηση μιας σειράς βιοτεχνικών κλάδων και δραστηριοτήτων. Το εμπορικό κεφάλαιο, έχοντας τον πρώτο λόγο στην ανάπτυξη αυτών των κλάδων, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση και λειτουργία τους – και τους συνακόλουθους περιορισμούς τους. Γύρω στο 1800, η βιοτεχνία απασχολούσε ένα σύνολο 40.000 – 50.000 ατόμων και κινητοποιούσε κεφάλαια τουλάχιστον 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος που κυμαινόταν από 12% έως 30%.
Το οικονομικό – νομικό καθεστώς λειτουργίας των περισσότερων βιοτεχνικών δραστηριοτήτων βασιζόταν, κατά βάση, στο θεσμό της εταιρείας – «συντροφίας». Οπως συνέβη και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, η εταιρική μορφή οργάνωσης αποτέλεσε χαρακτηριστικό της επιχειρηματικής πρακτικής που σημάδεψε τόσο την εξέλιξη του εμπορικού κεφαλαίου όσο και την ίδια τη μετατροπή του σε βιομηχανικό.
Οσον αφορά στον ελλαδικό χώρο, είναι ενδιαφέρον ότι σε ορισμένους κλάδους, ιδίως της υφαντουργίας και νηματουργίας, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης μαλλιών και νημάτων απ’ το εξωτερικό, συντελέστηκε μια ορισμένη μετάβαση απ’ την απλή βιοτεχνική παραγωγή στο σύστημα της οικοτεχνίας και σε σχετικά πιο εξελιγμένες μορφές επιχειρηματικής οργάνωσης, χωρίς βέβαια να επιχειρούνται συγκρίσεις με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές μονάδες.10 Σε αυτές τις «συντροφίες» εμφανίστηκε, έως έναν βαθμό, και ένας καταμερισμός της εργασίας, που μετέτρεπε το εμπόρευμα από ατομικό προϊόν του χειροτέχνη σε κοινωνικό προϊόν, αλλά δεν παρουσιάζονταν ακόμα εκτεταμένα στην καθαρή τους μορφή οι σχέσεις μισθωτής εργασίας.
Οι τομείς της βιοτεχνίας που αναπτύχθηκαν περισσότερο ήταν η μεταξουργία (στην περιοχή του Μυστρά και γενικότερα στη νότια Πελοπόννησο), η αργυροχρυσοχοΐα (με επίκεντρο τα Γιάννενα και το χωριό Καλαρρύτες της Ηπείρου), η σαπωνοποιία (ιδιαίτερα στην Κρήτη), η σιδηρουργία (στα μπαρουτάδικα της Δημητσάνας και στα μεταλλεία των Μαντεμοχωρίων της Χαλκιδικής), η βυρσοδεψία, η ελαιουργία και η ναυπηγική ως αποτέλεσμα της ορμητικής ανάπτυξης της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Την πιο σημαντική ανάπτυξη, που όμως έμεινε ανολοκλήρωτη, γνώρισαν οι βιοτεχνίες υφασμάτων, νημάτων, βαφής κ.λπ. Οι κλάδοι αυτοί άκμασαν ιδιαίτερα στη Θεσσαλία (Πήλιο, Αμπελάκια, Τύρναβος, Αγιά, Τσαριτσάνη κ.α.)11 και στην Ηπειρο (στα Ζαγοροχώρια και το Συρράκο).
Οσον αφορά στον κλάδο της νηματουργίας, η πιο σημαντική περίπτωση ήταν η βιοτεχνική δραστηριότητα βαμβακερών νημάτων στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Οι μεγάλοι έμποροι της περιοχής σχημάτισαν σταδιακά μια σημαντική κοινοπραξία, την «Κοινή Συντροφία και Αδελφότητα των Αμπελακίων», στην οποία εντασσόταν η παραγωγική δραστηριότητα των βαφέων, των κλωστριών και των άλλων τεχνιτών της περιοχής, ως μικροσυνεταίρων. Η εξειδίκευσή της στο γνέσιμο και το βάψιμο των «κόκκινων νημάτων» καθορίστηκε μονόπλευρα απ’ τη μεγάλη ζήτηση του εξωτερικού, ιδιαίτερα περιοχών και πόλεων της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. Βιέννη).12 Η «Κοινή Συντροφιά και Αδελφότητα των Αμπελακίων» λειτούργησε για περίπου 30 χρόνια (1780-1812) και έφτασε να απασχολεί 4.000 εργαζόμενους στα βαφεία, στα νηματουργεία, στην ύφανση, στην παραγωγή βαμβακιού και στην εμπορία. Η «Συντροφία» δεν μπόρεσε, ωστόσο, να αποφύγει την παρακμή και την τελική χρεοκοπία εξαιτίας του ανταγωνισμού που αντιμετώπισε απ’ την εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων της Μ. Βρετανίας στην Αυστρία και τη Γερμανία.
Η χρεοκοπία των Αμπελακίων ήταν σημάδι της γενικότερης απότομης κάμψης και παρακμής που γνώρισαν οι περισσότερες βιοτεχνικές δραστηριότητες στον ελλαδικό χώρο τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, αμέσως πριν από την Επανάσταση.13 Αυτή η αποδυνάμωση της βιοτεχνικής παραγωγής οφείλεται σ’ ένα σύνολο παραγόντων που σχετίζονται με την ίδια την οικονομική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους περιορισμούς που αυτή έθετε. Η βιοτεχνική ανάπτυξη δεν μπορούσε να υπερβεί, σε μεγάλο βαθμό, το συντεχνιακό (esnaf – σινάφια)14στάδιο συγκρότησής της και να αποκτήσει δομή βιομηχανικής παραγωγής. Αντικειμενικά, επίσης, η δομή του οθωμανικού κράτους απέκλειε μια «μερκαντιλιστική» πολιτική προστατευτισμού και ενίσχυσης της βιοτεχνικής δραστηριότητας. Η ταυτόχρονη κρίση στην οποία περιέπεσαν η βιοτεχνία, το εμπόριο και η ναυτιλία μετά απ’ το 1815 δείχνει τελικά – πέρα απ’ τη σφοδρότητα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού – και τη γενικότερη αδυναμία της Πύλης να προστατέψει τις οικονομικές δραστηριότητες της διαμορφούμενης ελληνικής αστικής τάξης.Η μεγάλη ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας
Η άνοδος της σημασίας των Ελλήνων στο θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου ξεκίνησε ήδη απ’ τον 17ο αιώνα. Παρά την αυξανόμενη σημασία που απέκτησαν οι εμπορικοί στόλοι των Γάλλων, Ολλανδών και Αγγλων στο μεσογειακό εμπόριο και τη μειούμενη αλλά πάντα σταθερή παρουσία της Βενετίας,15 εντούτοις, μεγάλο τμήμα του εμπορίου της «εσωτερικής θάλασσας» παρέμεινε στα χέρια των τοπικών στόλων στη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα. Οι Ελληνες των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου αποτελούσαν ορισμένους απ’ αυτούς τους μεταφορείς και η εξειδίκευσή τους στη ναυτιλία ήταν γνωστή στους εμπορευόμενους στη Μεσόγειο.16
Η πραγματική τομή για την ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας συντελέστηκε, ωστόσο, τον 18ο αιώνα. Η χρονική αυτή περίοδος δεν ήταν τυχαία, καθώς αναφερόμαστε στην ορμητική, πια, ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη δυτική Ευρώπη, που δημιούργησε δύο οργανικά συνδεδεμένες τάσεις. Αφενός την ανάγκη κάλυψης των διατροφικών αναγκών των αυξανόμενων βιομηχανικών πληθυσμών της δυτικής Ευρώπης, αφετέρου την ανάγκη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας – ιδίως της κλωστοϋφαντουργίας – για διοχέτευση των προϊόντων της σε νέες αγορές, όπως ήταν αυτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια του β’ μισού του 18ου αιώνα, οι στόλοι των νησιών και ακτών του Ιονίου και του Αιγαίου αξιοποίησαν τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και τη χρονική συγκυρία, μπόρεσαν να ξεπεράσουν, σταδιακά, τον «ενδιάμεσο» – συμπληρωματικό ρόλο που κατείχαν προηγουμένως σε σχέση με τους στόλους της Γαλλίας και της Αγγλίας, στην κατεύθυνση χάραξης μιας αυτοδύναμης πορείας συνεχούς μεγέθυνσης. Οσο αυξάνονταν τα κέρδη απ’ το «νόμιμο» εμπόριο, τόσο περιοριζόταν, σταδιακά, και ο ρόλος του λαθρεμπορίου και της πειρατείας – ως συμπληρωματικών μορφών οικονομικής δραστηριότητας – όσον αφορά στη συσσώρευση χρηματικών κεφαλαίων στα χέρια των Ελλήνων. Μέχρι το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο ελληνόκτητος στόλος αναδείχτηκε ως ο πιο δυναμικός «ουδέτερος» στόλος της ανατολικής Μεσογείου, έχοντας διπλασιάσει τα μεγέθη του ως προς τον αριθμό και τη χωρητικότητα των πλοίων. Ταυτόχρονα, οι Ελληνες καθιέρωσαν την παρουσία τους στο μεγάλο εμπόριο χύδην φορτίων της Μεσογείου – ιδιαίτερα αυτού των σιτηρών – θέτοντας τις βάσεις και για τη μετεπαναστατική ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας στο χώρο της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.17
Η ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας στη διάρκεια του 18ου αιώνα στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην άνθηση, εκείνη την περίοδο, μιας σειράς ναυτικών κοινοτήτων στο Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλαγος. Ιστορικά πρώτα αναπτύχθηκε η ναυτιλία των ακτών του Ιονίου, τόσο των υπό οθωμανική κυριαρχία Ελλήνων όσο και των Επτανησίων. Κύριοι ναυτότοποι της περιοχής αυτής18 ήταν η Κεφαλονιά και το Μεσολόγγι, ενώ προς το τέλος του 18ου αιώνα άρχισε να ανεβαίνει και η ναυτιλία του Γαλαξιδίου. Συνολικά ο ποντοπόρος εμπορικός στόλος των Ελλήνων υπό οθωμανική και βενετική κυριαρχία στο χώρο του Ιονίου συνιστούσε πάνω απ’ τα 2/3 του συνολικού ελληνόκτητου εμπορικού κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα και το 50% του στόλου κατά το β’ μισό του 18ου αιώνα, όπου άρχισε και η άνοδος της αιγαιοπελαγίτικης ναυτιλίας.
Οσον αφορά στο Αιγαίο, η μεγάλη άνοδος της ναυτιλίας του συνδέθηκε, ιστορικά, με τη γιγάντωση του στόλου των «τριών ναυτικών νήσων», Υδρας, Σπετσών και Ψαρών. Σημαντική, ωστόσο, ανάπτυξη γνώρισαν οι στόλοι της Κάσου, της Πάτμου, της Σαντορίνης, της Αίνου στην ανατολική Θράκη κ.ά.
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας της Υδρας, των Σπετσών και των Ψαρών ήταν μεγάλη, ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 1750, όσο η Υψηλή Πύλη τους ενέπλεκε όλο και περισσότερο στη μεταφορά των σιτηρών που αγόραζε το κράτος για τις ανάγκες τροφοδοσίας της Κωνσταντινούπολης, τον λεγόμενο ιστηρά (istira). Η ανάπτυξη των στόλων αυτών των νησιών καθορίστηκε επίσης απ’ τη συμβολή τους στη στελέχωση του οθωμανικού πολεμικού στόλου και των οθωμανικών ναυπηγείων με ναυτικούς (τους μελάχηδες ή λεβέντες) και τεχνίτες των νησιών, ως μέρος των φορολογικών υποχρεώσεων των τελευταίων.
Με το άνοιγμα του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 177419 οι καπετάνιοι των τριών νησιών άρχισαν να έχουν ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή στο μεγάλο εμπόριο των σιτηρών. Σύντομα, ωστόσο, άρχιζαν να μεταφέρουν μεσογειακά εμπορεύματα για λογαριασμό Ρώσων εμπόρων και επέστρεφαν απ’ τα ρωσικά λιμάνια με τα πλοία τους φορτωμένα σιτάρι. Παρά τις απαγορεύσεις, οι νησιώτες έβρισκαν τρόπους να αποφεύγουν τον οθωμανικό έλεγχο και να μεταφέρουν τα σιτηρά, αξιοποιώντας τα ίδια τα νησιά του Αιγαίου ως διαμετακομιστικούς σταθμούς στο δρόμο προς τη Δύση.
Η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με τη Μαύρη Θάλασσα και η αύξηση της χρήσης της ρωσικής σημαίας από πολλούς πλοιοκτήτες και καπετάνιους των νησιών του Αιγαίου ανησύχησαν την οθωμανική διοίκηση. Ως εκ τούτου, απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα το οθωμανικό κράτος, επί σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789-1807), προώθησε μια πολιτική ενίσχυσης του οθωμανικού θαλάσσιου εμπορίου και δημιουργίας μιας – θεωρητικά – κρατικής «οθωμανικής ναυτιλίας», της οποίας οι Ελληνες θα αποτελούσαν νευραλγικό τμήμα. Ιδιαίτερα απ’ το 1804 έγιναν συγκροτημένες προσπάθειες, ώστε να πειστούν οι μη μουσουλμάνοι καπετάνιοι να εγκαταλείψουν τη ρωσική σημαία και να στραφούν προς την οθωμανική. Αυτοί που θα εγκατέλειπαν την ξένη σημαία και προστασία, θα είχαν προνόμια όπως η μείωση των τελωνειακών δασμών, η απαλλαγή των καπετάνιων απ’ τον κεφαλικό φόρο, η μη παρενόχλησή τους στη διάρκεια των ταξιδιών απ’ τους Οθωμανούς αξιωματούχους των λιμανιών κ.ά. Η προσπάθεια για πρόσδεση στην οθωμανική σημαία είχε αντιφατικές συνέπειες και σε κάθε περίπτωση δεν μείωσε αισθητά τον αριθμό των πλοιοκτητών και καπετάνιων που χρησιμοποιούσαν τη ρωσική σημαία ως εναλλακτική της οθωμανικής, στο διάστημα 1810-1821. Παρ’ όλα αυτά, τα μέτρα ενίσχυσης του οθωμανικού θαλάσσιου εμπορίου, που πήρε η οθωμανική κεντρική κυβέρνηση, έπαιξαν θετικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας του Αιγαίου.20
Το μέγεθος και τα κέρδη των στόλων του Αιγαίου και γενικότερα της ελληνόκτητης ναυτιλίας αυξήθηκαν κατακόρυφα την περίοδο των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1802) και των Ναπολεόντειων Πολέμων (1802-1815). Η περίοδος αυτή λειτούργησε ως μια εξαιρετική οικονομική συγκυρία για τους Ελληνες. Η αναστάτωση στους ρυθμούς διεξαγωγής του εμπορίου, η απόσυρση της Γαλλίας και της Αγγλίας απ’ το μεσογειακό εμπόριο λόγω της πολεμικής εμπλοκής τους ως αντιπάλων και κυρίως ο Ηπειρωτικός Αποκλεισμός έδωσαν την ευκαιρία στα πλοία του «τρινήσιου στόλου» να κυριαρχήσουν στην εμπορική κίνηση της Μεσογείου και να αναδειχτούν στους κατεξοχήν τροφοδότες των ευρωπαϊκών αγορών με σιτηρά.
Στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, που ήταν οι κατεξοχήν σιτοπαραγωγές περιοχές, οι αφίξεις ελληνικών πλοίων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Νεότερες έρευνες έχουν καταδείξει ότι ενώ την περίοδο 1780-’87 212 πλοία Ελλήνων υπό οθωμανική σημαία κατέφθαναν στη Μαύρη Θάλασσα, στη διάρκεια της περιόδου 1792-1806 αυτός ο αριθμός είχε υπερτετραπλασιαστεί σε 993 πλοία Ελλήνων. Επιπλέον, στη διάρκεια της περιόδου 1801-1821 υπήρχε μια ετήσια είσοδος 245 ελληνόκτητων πλοίων στο λιμάνι της Οδησσού, το 59% όλων των αφίξεων. Ακόμα, με έναν ετήσιο μέσο όρο 270 ελληνικών πλοίων να φτάνουν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, οι Ελληνες κατείχαν το 57% των συνολικών αφίξεων στο λιμάνι στη διάρκεια της περιόδου 1780-1821.
Οι αφίξεις των ελληνικών πλοίων στα δυτικομεσογειακά λιμάνια (όπως του Λιβόρνο, της Γένοβας, της Βαρκελώνης, της Ταραγόνας, του Κάδιξ, της Λισαβόνας κ.ά.) επίσης εκτοξεύτηκαν. Από έναν μέσο όρο 100 περίπου πλοίων ανά έτος τις δεκαετίες του 1770 και 1780, εκτινάχτηκαν σε 600 περίπου πλοία το 1796, ενώ ο αριθμός τους κυμαινόταν μεταξύ 200 και 500 πλοίων ανά έτος τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Συμπερασματικά, την περίοδο αυτή η ελληνόκτητη ναυτιλία γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Francois Pouqueville, ο ελληνικός εμπορικός στόλος (των οθωμανοκρατούμενων περιοχών) το 1813 διέθετε 615 πλοία, χωρητικότητας 153.580 τόνων, με πλήρωμα 37.526 ναυτικούς. Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε ιδίως ο στόλος της Υδρας και των Σπετσών. Τις δεκαετίες 1750-1770 αποτελούσε το 15% του ποντοπόρου στόλου (Αιγαίου και Ιονίου) των Ελλήνων, ενώ την περίοδο 1810-1819 αποτελούσε σχεδόν το 20%. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ανάπτυξης που γνώρισε ο κλάδος είναι το γεγονός ότι το ποσοστό κέρδους της εμπορικής ναυτιλίας την περίοδο 1800-1812 έφτανε και ξεπερνούσε το 100% επί του αρχικού κεφαλαίου.
Η κατάσταση, ωστόσο, άρχισε να αλλάζει μετά το 1812. Με τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, άρχισε να διαφαίνεται μια πορεία βαθμιαίας αποδυνάμωσης και παρακμής της ναυτιλίας των νησιών του Αιγαίου. Τα ευρωπαϊκά εμπορικά συμφέροντα άρχισαν να κατακτούν πάλι τις θέσεις τους στο εμπόριο των σιτηρών της ανατολικής Μεσογείου, θέσεις που είχαν απολέσει για δύο περίπου δεκαετίες. Τα ελληνικά πλοία δεν μπορούσαν πλέον να επιτύχουν τα τεράστια ποσοστά κέρδους που είχαν στη διάρκεια των Πολέμων. Ενδεικτικά, από ένα ποσοστό κέρδους 116% επί του αρχικού κεφαλαίου κίνησης, που είχαν επιτύχει οι Υδραίοι στα ταξίδια τους το 1810, το 1813 αυτό έπεσε σε 48%, το 1815 σε 25% και το 1821 σε 13%. Διαμορφώνονταν, σταδιακά, οι συνθήκες εκδήλωσης μιας οικονομικής κρίσης, η οποία, αγγίζοντας περιοχές όπως η Υδρα, προκάλεσε αύξηση της ανεργίας και οδήγησε σε μια ενδημική αναταραχή στους κόλπους των μελών των πληρωμάτων, στη βάση των πενιχρών, πλέον, αποδοχών τους.
Η κρίση, στην οποία σταδιακά περιέπεσε η εμπορική ναυτιλία, ο πιο ανεπτυγμένος κλάδος της οικονομίας τής υπό οθωμανική κυριαρχία ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, άγγιξε το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων του νότιου ελλαδικού χώρου. Σταδιακά τα συσσωρευμένα κεφάλαια δεν έβρισκαν επενδυτικές διεξόδους και έμεναν ανενεργά. Αμεσα θίχτηκαν όλοι όσοι ήταν συνδεδεμένοι, άμεσα ή έμμεσα, με το εξωτερικό εμπόριο: Κοτζαμπάσηδες εμπλεκόμενοι στα εμπορικά και τοκογλυφικά δίκτυα, στεριανοί έμποροι που έβλεπαν τον κύκλο των εργασιών τους να μειώνεται, αγρότες των οποίων η παραγωγή δεν είχε διέξοδο και οδηγούνταν στην καταχρέωση. Τα πιο δυναμικά τμήματα της διαμορφούμενης ελληνικής αστικής τάξης, όπως έμποροι και πλοιοκτήτες, άρχισαν να έχουν ολοένα μεγαλύτερη αμφιβολία για τη δυνατότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εξασφαλίσει την ανάπτυξη και ασφάλεια των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.21 Σ’ αυτό το έδαφος διαμορφώθηκαν, σταδιακά, οι συνθήκες εξέγερσης της διαμορφούμενης ελληνικής αστικής τάξης στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο.
Παραπομπές:
1. Για την ισχυροποίηση των Βαλκάνιων ορθόδοξων εμπόρων: Traian Stoianovich, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», The Journal of Economic History, Vol. 20, No. 2 (Jun., 1960), pp. 234-313 και Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.), Ελληνική Οικονομική Ιστορία ΙΕ΄ – ΙΘ΄ αιώνας, εκδ. Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2003
2. Για την άνοδο του ευρωπαϊκού εμπορίου στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το ρόλο του εμπορικού κεφαλαίου στο μετασχηματισμό της: Sevket Pamuk, «The Ottoman empire in comparative perspective», Review (Fernand Braudel Center), Vol. 11, No. 2, Ottoman Empire: Nineteenth-Century Transformations (Spring, 1988), pp. 127-149, Huri Islamoglu (eds.), The Ottoman Empire and the world-economy, Cambridge University Press, 2004, σελ. 88-97
3. Για μια συνολική θεώρηση της ανόδου των καπιταλιστικών σχέσεων στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Halil Inalcik, «Ο σχηματισμός κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», μεταφρασμένο στο: Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.), «Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος – 19ος αιώνας)», εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1979, σελ. 501-530. Στον ίδιο τόμο: Nikolai Todorov, «Οψεις της μετάβασης απ’ το φεουδαλισμό στον καπιταλισμό στα βαλκανικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», σελ. 263-284
4. Σχετικά: Bruce McGowan, «Η εποχή των αγιάνηδων», στο Halil Inalcik – Donald Quataert, «Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1600-1914», τ. Β΄, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2011, σελ. 255-370, Ali Yaycioglu, «Partners of the Empire. The crisis of Ottoman Order in the Age of Revolutions», Stanford Univercity Press, Stanford, 2016
5. Χαρακτηριστική απ’ αυτήν την άποψη είναι η ανάπτυξη του εμπορίου της Πελοποννήσου. Σχετικά: Βασίλης Κρεμμυδάς, «Το εμπόριο της Πελοποννήσου στον 18ο αιώνα (1715-1792) (με βάση τα γαλλικά αρχεία)», Αθήνα, 1972
6. Για τον χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής και τους προσανατολισμούς του εμπορίου στον υπό οθωμανική κυριαρχία ελλαδικό χώρο: Felix de Beaujour, «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος (1787-1797)», Παρίσι 1800, εκδ. «Συλλογή», Αθήνα, 1974
7. Για τις πόλεις – λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το ρόλο τους στη δικτύωση του μεσογειακού εμπορίου: Caglar Keyder – Eyup Ozveren – Donald Quataert, «Port-Cities in the Ottoman Empire. Some theoretical and historical perspectives, Review (Fernand Braudel Center)», Vol. 16, No. 4 (Fall, 1993), σελ. 519-557, Νίκος Σβορώνος, «Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1996, Ελενα Φραγκάκη-Syrett, «Το εμπόριο της Σμύρνης τον 18ο αιώνα (1700-1820)», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2010
8. Σχετικά με τις εμπορικές παροικίες της Διασποράς: Ιωάννης Κ. Χασιώτης, «Επισκόπηση της ιστορίας της Νεοελληνικής Διασποράς», Θεσσαλονίκη, 1993, Ολγα Κατσιαρδή-Hering, «Η ελληνική διασπορά. Το εμπόριο ως γενικευμένη εθνική εξειδίκευση», στο «Ιστορία Νέου Ελληνισμού 1770-2000», τόμος 1, Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Ελληνικά Γράμματα», 2003, σελ. 87-112.
9. Για τις πρακτικές και την οργάνωση των ελληνικών επιχειρήσεων της διασποράς: Ιωάννα Πεπελάση-Μινόγλου, «Επιχειρηματικότητα», στο Κώστας Κωστής – Σωκράτης Πετμεζάς (επιμ.), «Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19οαιώνα», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2006, σελ 463-487.
10. Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η οικονομία των Ελλήνων. Πενήντα κρίσιμα χρόνια (1770-1821)», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», τόμος 1, Η Οθωμανική Κυριαρχία, 1770-1821, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2003, σελ. 297-299
11. Σωκράτης Πετμεζάς, «Patterns of Proto-industrialization in the Ottoman Empire: The case of eastern Thessaly, ca.1750-1860», The Journal of European Economic History, 19(3), 1991, σελ. 575-604
12. Για τη «Συντροφία» των Αμπελακίων: Ολγα Κατσιαρδή-Hering, «Τεχνίτες και τεχνικές βαφής νημάτων: από τη Θεσσαλία στην Κεντρική Ευρώπη (18ος – αρχές 19ου αι.)», εκδ. «Ηρόδοτος», Αθήνα, 2003, Σπύρος Ασδραχάς, «Παραδοσιακότητες και ανοίγματα: η περίπτωση των Αμπελακίων της Θεσσαλίας», στο: Σπύρος Ασδραχάς, «Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη΄ και ιθ΄ αιώνα. Υποθέσεις και προσεγγίσεις», εκδ. «Ερμής», Αθήνα, 2010
13. Σχετικά: Βασίλης Κρεμμυδάς, «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821)», ό.π., σελ. 134-135, 144-147.
14. Σχετικά: Suraiya N. Faroqhi, «Artisans of empire: crafts and craftspeople under the Ottomans», I.B. Tauris (London, NY), 2009
15. Fernand Braudel, «Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας», τ. 1. «Ο ρόλος του περίγυρου», εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1997, σελ. 615-642
16. Molly Greene, «Beyond the northern invasion: the Mediterranean in the seventeenth century», Past and Present, 174 (2002), σ. 42-71
17. Για την ανάπτυξη της ναυτιλίας τον 18οαιώνα και τη σταδιακή εξειδίκευσή της στο εμπόριο των σιτηρών: Σεραφείμ Μάξιμος, «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 1976, Γεώργιος Λεονταρίτης, «Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850)», Ε.Μ.Ν.Ε – Μνήμων, Αθήνα, 1996, σελ. 47-56, Βασίλης Κρεμμυδάς, «Ελληνική Ναυτιλία 1776-183», τ. 1-2, εκδ. Πολιτιστικού Ιδρύματος Ε.Τ.Β.Α, Αθήνα, 1985-86, Τζελίνα Χαρλαύτη – Κατερίνα Παπακωνσταντίνου (επιμ.), «Ναυτιλία των Ελλήνων, 1700-1821. Ο αιώνας της ακμής πριν από την Επανάσταση», εκδ. «Κέδρος», Αθήνα, 2013 (Τα περισσότερα απ’ τα ποσοτικά στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια του άρθρου προέρχονται απ’ τα επιμέρους κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου)
18. Σχετικά με τη ναυτιλία των Ιονίων Νήσων: Νίκος Βλασσόπουλος, «Η ναυτιλία των Ιονίων Νήσων», τ. Α΄ και Β΄, «Ευρωεκδοτική», Αθήνα, 1996, Παναγιώτης Καπετανάκης, «Ναυτιλία και εμπόριο υπό βρετανική προστασία. Ιόνιο Κράτος (1815-1864)», Ι.Ι.Ε – Ε.Ι.Ε., Αθήνα, 2015
19. Για τη σημασία του ανοίγματος του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας: Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η οικονομία των Ελλήνων. Πενήντα κρίσιμα χρόνια (1770-1821)», ό.π., σελ. 284-285, Σοφία Λαΐου, «The Ottoman state and the Black Sea Trade, end of the eighteenth – beginning of the nineteenth century», στο Edhem Eldem – Sophia Laiou, «Istanbul and the Black Sea coast shipping and trade (1770-1920)», The Isis Press, Istanbul, 2018, σελ. 15-26
20. Σοφία Λαΐου – Τζελίνα Χαρλαύτη, «Ottoman state policy in the Mediterranean trade and shipping c. 1780-1820: The rise of greek-owned ottoman merchant fleet», στο Mark Mazower (eds.), «Networks of Power in Modern Greece: Essays in honor of John Campbell», Columbia University Press, 2008, σελ. 24-28
21. Σχετικά: Βασίλης Κρεμμυδάς στα κείμενά του: «Η οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821», Μνήμων, 6 (1977), σ. 16-33, του ίδιου, «Προεπαναστατικές πραγματικότητες. Η οικονομική κρίση και η πορεία προς το Εικοσιένα», Μνήμων, 24 (2002), σελ. 71-84