Το μονοκινητήριο πετούσε πάνω από το Μάτσου – Πίτσου, αργά. Το θέαμα ήταν μοναδικό, όλα αυτά τα σχήματα αποκάτω.
Ξαφνικά, βλέπω τη Μαριάννα να δυσανασχετεί, δεν τις άρεσαν οι φωτογραφίες που έπαιρνε με τη Minolta. Λύνεται, ανασηκώνεται, περνάει το κεφάλι και το μισό κορμί απέξω κι αρχίζει να τραβάει, κρεμασμένη στο κενό. Στρέφοντας το βλέμμα είδα τις γραμμές από το κυλοτάκι της να διαγράφονται κάτω από το χακί παντελόνι, έτσι όπως ήταν τεντωμένη. Άπλωσα το δεξί μου χέρι και της χάιδεψα τα οπίσθια, με τέχνη και με πάθος. Ένοιωθα στην παλάμη μου τις αλλαγές, τα περάσματα από το ένα στάδιο στο επόμενο: στην αρχή ξαφνιάστηκε και σφίχτηκε, μετά χαλάρωσε, πιο μετά άνοιξε τα πόδια, όσο της επέτρεπε ο στενός χώρος, άρχισε να τεντώνεται προς τα πίσω και να κουνιέται ελαφρά, από τη στιγμή σφήνωσα το χέρι μου στη συμβολή των μηρών. Συνέχιζε να φωτογραφίζει ως το τέλος, οι τελευταίες φωτογραφίες ήταν άλλα αντ’ άλλων, γελούσα όταν τις εμφάνιζα, κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο, πέρασε το σώμα της μέσα. Την είδα αναψοκοκκινισμένη από τον αέρα, με τα μαλλιά της ανακατεμένα, τα χείλια της μισάνοιχτα και τα στήθη της ν’ ανεβοκατεβαίνουν, με την ανάσα. Άφησε τη μηχανή στην άκρη, έλυσε τη ζώνη της, κατέβασε παντελόνι και εσώρουχο και τα έσπρωξε κάτω.
Αυτά θυμάμαι, είκοσι χρόνια μετά και τρελαίνομαι… Η Μαριάννα ήτανε τότε είκοσι τέσσερα, εγώ τριανταφεύγα, γυρίζαμε τον κόσμο και με κάθε ευκαιρία πετούσαμε με μικρά αεροπλάνα.
Όταν μας τελείωναν τα λεφτά, επιστρέφαμε. Η μάνα της είχε λυσσάξει, πότε θα παντρευτούμε, αλλά εγώ αυτό το είχα ξεκαθαρίσει εξαρχής, ποτέ των ποτών. Δεν ήθελα γάμο, δεν ήθελα την ευθύνη ενός παιδιού, γιατί ήξερα, αν κάνω παιδί, θα έπρεπε να του αγοράζω πάνες αντί να πετάω, θα έπρεπε να βρίσκομαι κοντά του, αντί να τριγυρίζω όπου γουστάριζα, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Η Μαριάννα συμφωνούσε, στο γενικό, αποφεύγαμε να κάνουμε τέτοιες συζητήσεις, όταν τη στρίμωχνε η μάνα της ερχόταν στεναχωρημένη, εγώ καταλάβαινα τι παίζει, αλλά δεν έλεγε τίποτα.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα χρόνια έμπλεξε με άλλον άντρα, ιδίως κάτι εξάμηνα που εγώ γινόμουνα της αναλήψεως. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Αλλά, κάθε φορά που επέστρεφα η πόρτα ήταν ανοιχτή και ποτέ δε ζήτησε εξηγήσεις.
Γύρισα χθες το πρωί, από Κέρκυρα. Είχα να περάσω τρεις μήνες πάνω κάτω, Σάββατο ήταν, υπολόγιζα πως θα βρω τη Μαριάννα να κοιμάται, για να βγάλει τα σπασμένα της βδομάδας, που ξυπνάει στις έξι για να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Άνοιξα με το κλειδί μου και μπήκα, αλλά δε βρήκα κανέναν. Πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ και είδα το σημείωμα κολλημένο στην πόρτα του ψυγείου: Είμαι στο Ιπποκράτειο, Πρώτη Χειρουργική Κλινική. Πήρα αμέσως το κινητό της, δεν απαντούσε, έφυγα κατευθείαν για το νοσοκομείο.
Στο πάγκρεας, επιθετικότατος, μου είπε ο γιατρός. Είναι θέμα ημερών. Της έκαναν μια χημειοθεραπεία έτσι, για να λένε πως κάτι έγινε… Την είδα, ξαπλωμένη, κουρασμένη, χλωμή, αλλά ήρεμη. Δε φοβάμαι, ψιθύρισε, ήθελα να σε δω, αλλά δε σου τηλεφώνησα, δεν ήθελα να σε αναστατώσω… πες μου τα νέα σου.
Λοιπόν, για πρώτη φορά στη ζωή μου δε μπορούσα να βγάλω λέξη, είχα έναν κόμπο στο λαιμό, που μ’ έπνιγε και δεν έλεγε να φύγει. Η Μαριάννα μου κρατούσε το χέρι και δε μιλούσε κι αυτή. Τι να πούμε, άλλωστε; Οι αλήθειες δεν ειπώθηκαν ποτέ, πώς να ειπωθούν τώρα;
Πώς να της πω ότι εδώ και χρόνια δεν ένοιωθα τίποτα ερωτικό γι’ αυτήν… πως έβλεπα πάνω της τα σημάδια του χρόνου που περνούσε… πως όταν το κάναμε, εγώ σκεφτόμουν κάποια άλλη γυναίκα… πως έλεγα ψέματα ότι δεν είχα χρόνο, χρόνια τώρα… Δεν ήμουν, γι’ αυτήν. Δεν είχα, γι’ αυτήν. Πώς να της πω ότι στην Κέρκυρα πηγαίνω κάθε τρεις και λίγο, γιατί εκεί ζει μια άλλη γυναίκα, εικοσιπεντάρα τώρα, με τη δίχρονη Ντορίτα, πάλι έγκυος. Υποταγμένη, άνευ όρων, από εκείνη τη μέρα που με είδε στο πάρτι γενεθλίων της μαμάς της και με άκουσε να απαγγέλω ποιήματα του Μπουκόφσκι και του Γκίνσμπεργκ. Τα παίρνει όλα, χωρίς να ζητάει το παραμικρό, με μια ένθεη αδιαφορία… Θα ήθελα να ρωτήσω αυτήν, τη Μαριάννα, να μου εξηγήσει γιατί η Νίκη δε με διώχνει με τις κλωτσιές, έναν ξοφλημένο εξηντάρη με αλογοουρά, γιατί μένει μαζί μου… Αλλά, πώς να της τα πω όλα αυτά, εκεί που βρίσκεται;
Για πρώτη φορά είπα ψέματα με τόση φυσικότητα. Μαριάννα, σ’ αγαπώ. Πρώτη φορά της το είπα, μετά από είκοσι χρόνια.
Είδα το χαμόγελο στα χείλη της, φωτεινό. Κι εγώ σ’ αγαπώ, απάντησε ήρεμα, λες και το είχαμε πει χίλιες φορές, ένα εκατομμύριο φορές. Πήγαινε τώρα να ξεκουραστείς, είσαι κουρασμένος. Έλα πάλι αύριο… Θα έρθεις;