Η επιλογή του Ρώσου Προέδρου να εισβάλει στην Ουκρανία, έφερε στο προσκήνιο μια συζήτηση για το τι θέλει πραγματικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ποιο είναι το όραμα του για την Ρωσική Ομοσπονδία. Μια νέα ρωσική αυτοκρατορία ή μια νέα σοβιετική ένωση;
Στο διάγγελμα Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία, οι ιστορικές αναφορές ήταν τόσο πολλές που έμοιαζε περισσότερο με μάθημα ιστορίας παρά με μια πολιτική τοποθέτηση.
Για πρώτη ίσως φορά από την πλευρά του Ρώσου Προέδρου, είχαμε ένα καταγγελτικό λόγο για τα 70 χρόνια της Σοβιετικής διακυβέρνησης, που είχε ως αποτέλεσμα, για τον ίδιο, της αποδυνάμωσης της Ρωσίας και την ενίσχυση των λοιπών σοβιετικών δημοκρατιών μέσω ενός υπαρκτού ή ανύπαρκτου εθνικού υπόβαθρου.
Αν και φαντάζει, τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα, ότι είναι σχεδόν αδύνατο να επανιδρύσει είτε την Ρωσική Αυτοκρατορία είτε την Σοβιετική Ένωση, η συζήτηση έχει ανάψει για τα καλά και οι παραλληλισμοί δίνουν και παίρνουν.
Όμως αν αναλογιστεί κάποιος τις αρνητικές αναφορές για την Σοβιετική Ένωση τότε μοιάζει πιο κοντά, η πρόθεση του προς την αυτοκρατορική Ρωσία.
Οι αναφορές στον 18ο αιώνα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται. Στην ομιλία του για τη νομιμοποίηση της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε επικαλεστεί την ιστορία του 18ου αιώνα.
Ήταν, άλλωστε, η Αικατερίνη Β’, γνωστή και ως Αικατερίνη η Μεγάλη, που είχε αποκτήσει για πρώτη φορά τη χερσόνησο για τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που κατέλαβε το σημερινό έδαφος της Λευκορωσίας κατά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.
Στο δεύτερο διαμελισμό 21 χρόνια αργότερα, η Αικατερίνη απέκτησε εκτεταμένα εδάφη που βρίσκονται σήμερα τόσο στη Λευκορωσία όσο και στην Ουκρανία. Συγκέντρωσε ακόμη περισσότερα εδάφη δύο χρόνια αργότερα, κατά τον τελικό διαμελισμό της Πολωνίας-Λιθουανίας.
Οι παραλληλισμοί μεταξύ των σχεδίων της Αικατερίνης και του Πούτιν για αυτά τα εδάφη είναι αξιοσημείωτοι και παρόλο που το μέλλον της Ουκρανίας φαίνεται σήμερα ζοφερό, η ιστορική σύγκριση προσφέρει ζοφερή ελπίδα.
Πολλά ακούστηκαν, χωρίς όμως να αποδειχτούν ατράνταχτα, για την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που συνέβη αυτό καθώς η πρώτη ανάμειξη ήταν στην Πολωνία. Η πολυεθνική κοινοπολιτεία, που ονομαζόταν Πολωνία τον 18ο βίωσε την τακτική παρέμβαση της Ρωσίας στην διασφάλιση της εκλογής του υποψήφιου για την μοναρχία της προτίμησης της.
Το 1764, η Αικατερίνη έστειλε στρατό στη Βαρσοβία για να φροντίσει να εκλεγεί βασιλιάς ένας από τους εραστές της, ο Στάνισλαβ Πονιατόφσκι, δηλώνοντας ότι ενεργούσε “για να υπερασπιστεί τις ελευθερίες της δημοκρατίας”. Περίμενε ότι ο Πονιατόφσκι θα διατηρούσε την Πολωνία αδύναμη, αλλά την εξέπληξε αναλαμβάνοντας εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις.
Η Αικατερίνη απάντησε οργανώνοντας κρυφά πολιτοφυλακές των προτεσταντικών και ορθόδοξων μειονοτήτων της Πολωνίας και χρηματοδοτώντας κρυφά μια αντίπαλη καθολική πολιτοφυλακή, η οποία βύθισε την κοινοπολιτεία σε εμφύλιο πόλεμο.
Ο μόνος σημαντικός σύμμαχος της Πολωνίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαμαρτυρήθηκε, αλλά η Αικατερίνη απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την υποτιθέμενη ρωσική ανάμειξη. Οι θορυβημένοι Πολωνοί σχημάτισαν μια τέταρτη, αντιρωσική πολιτοφυλακή και απηύθυναν έκκληση στους Τούρκους για βοήθεια, πυροδοτώντας έναν πόλεμο στον οποίο η Αικατερίνη απέσπασε την Κριμαία και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ακτής της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη του 1774 εγγυήθηκε την ανεξαρτησία της Κριμαίας, αλλά εννέα χρόνια αργότερα η Αικατερίνη την προσάρτησε μονομερώς.
Εν τω μεταξύ, ένας άλλος πεφωτισμένος μονάρχης, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας ή Φρειδερίκος ο Μέγας, πρότεινε τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, πείθοντας την Αικατερίνη και τη Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας να συμφωνήσουν στον διαμελισμό της Πολωνίας. Το επιχείρημα του απλό, ή θα πολεμούσαν μεταξύ τους ή θα συνεργάζονταν.
Η απώλεια του 30% της επικράτειας της Κοινοπολιτείας σόκαρε την αριστοκρατία της Πολωνίας και οδήγησε σε μεγαλύτερο άνοιγμα στις μεταρρυθμίσεις. Όταν η Ρωσία αποσπάστηκε από τον πόλεμο με την Τουρκία το 1791, η Πολωνία υιοθέτησε το δεύτερο γραπτό σύνταγμα στον κόσμο.
Όπως συμβαίνει συνήθως παντού, δεν υποστήριξαν όλοι οι Πολωνοί αυτή την καινοτομία και τον χειμώνα του 1791-92, η Αικατερίνη κάλεσε τους εκπροσώπους τους στην Αγία Πετρούπολη, όπου σχεδίασαν την ανατροπή του συντάγματος. Οι Πολωνοί συνεργοί της Αικατερίνης κήρυξαν εξέγερση και τέσσερις ημέρες αργότερα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κοινοπολιτεία.
Ο Αμερικανός βετεράνος του επαναστατικού πολέμου Θαδδαίος Κοστζιούζκο, που τώρα ήταν επικεφαλής του στρατού της Πολωνίας, ηγήθηκε μιας επιτυχημένης αντίστασης, μέχρι που ο βασιλιάς Σταβισλάβ, ο οποίος είχε υποστηρίξει το σύνταγμα, άλλαξε στρατόπεδο και ο στρατός του Κοστζιούζκο διαλύθηκε για να ακολουθήσει ο δεύτερος πολωνικός διαμελισμός.
Ο Κοστζιούζκο και άλλοι πατριώτες επέστρεψαν από την εξορία το 1794 για μια τελευταία, επαναστατική προσπάθεια αποκατάστασης της πολωνικής ανεξαρτησίας. Τόσοι πολλοί απλοί πολίτες συνέρρευσαν στο πλευρό τους, ώστε γνώρισαν μια αρχική επιτυχία, αλλά τελικά δεν μπόρεσαν να υπερνικήσουν τη συνδυασμένη δύναμη της Ρωσίας και της Πρωσίας. Το 1795, ο τρίτος διαμελισμός εκκαθάρισε το πολωνικό κράτος για 123 χρόνια.
Οι παραλληλισμοί με τη στρατηγική του Πούτιν είναι εντυπωσιακοί. Οι «φαιοπράσινα ντυμένοι» που κατέλαβαν την Κριμαία το 2014, αποκρύπτοντας την ταυτότητά τους ως Ρώσοι στρατιώτες, θυμίζουν την τακτική της Αικατερίνης να υποδαυλίζει κρυφά τον εμφύλιο πόλεμο στην Πολωνία.
Η χρηματοδότησή σε ξένους πολιτικούς για να αποδυναμώσει την πιθανή αντίσταση, μαζί με τη ρητορική της περί υπεράσπισης της ελευθερίας, προδιέγραψε τον λεγόμενο υβριδικό πόλεμο που χρησιμοποίησε ο Πούτιν με μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής.
Βέβαια το μεγάλο ερώτημα πάντα θα παραμένει αν ο Πούτιν θα σταματήσει στην Ουκρανία ή θα συνεχίσει και πέρα από την γειτονική του χώρα, αναπολώντας τις μεγάλες επιτυχίες της Αικατερίνης της Μεγάλης.