Ανάλυση του Ιωάννη Σώζου, Πολιτικού Επιστήμονα, μέλους της Ομάδας Κοινωνικών Εξελίξεων ΕΝΑ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως και κάθε πόλεμος, έχει δημιουργήσει μεγάλα προσφυγικά κύματα, τα οποία προβλέπεται να ενισχυθούν έτι περαιτέρω το επόμενο διάστημα, με την ΕΕ να προβλέπει σταδιακή αύξηση σε 5 – 7 εκατ. πρόσφυγες, ενώ σε πρόσφατη ενημέρωσή της η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) κάνει λόγο για περισσότερους από 800.000 πρόσφυγες που έχουν ήδη μεταφερθεί σε γειτονικές στην Ουκρανία χώρες. Η ΕΕ, λοιπόν, βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με μια προσφυγική κρίση, όπως και το 2015 με τα προσφυγικά ρεύματα από την Συρία.
Όμως οι διαφορές μεταξύ της κρίσης του 2015 και της σημερινής ποικίλουν. Αρχικώς, η κρίση του 2015 δεν ξεκίνησε στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η ενδυνάμωση και εξάπλωση του ισλαμικού Χαλιφάτου (ISIS) είχαν ξεκινήσει χρόνια πριν μεταφερθούν τα μαζικά προσφυγικά κύματα στην Ευρώπη. Οι περιφερειακές στη Συρία χώρες, που διακρίνονται οικονομικά ως αναπτυσσόμενες (μικρές και μεσαίες), δέχονταν για χρόνια πολυάριθμα κύματα προσφυγικών ροών, ενώ για τρία συνεχόμενα έτη διέμενε στην επικράτειά τους το 86% όλων των προσφύγων υπό την αιγίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Τον Αύγουστο του 2015, ο ΟΗΕ χρηματοδοτήθηκε με λιγότερο από το 40% των πόρων που χρειαζόταν για να καλύψει τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες (φαγητό, στέγαση, περίθαλψη) με αποτέλεσμα το συντριπτικό ποσοστό των προσφύγων να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι συνθήκες αυτές ώθησαν τους πρόσφυγες να αναζητήσουν καλύτερη αντιμετώπιση στην ΕΕ. Καθιερώθηκε, λοιπόν, από πολλούς η χρήση του όρου «κρίση προστασίας των προσφύγων» και όχι «προσφυγική κρίση».
Σήμερα, η ανθρωπιστική κρίση και η αναγκαστική μετακίνηση των ανθρώπων συμβαίνει σε μια χώρα της ευρωπαϊκής ηπείρου· την Ουκρανία. Η προσφυγική πίεση, λοιπόν, μετατοπίζεται από τα θαλάσσια σύνορα (Ελλάδα, Ιταλία κλπ) στα χερσαία. Την κύρια πίεση δέχονται οι «σκληροί» του Ευρωπαϊκού βορρά γνωστοί και ως Visegrad Group (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία), η Ρουμανία αλλά και η Μολδαβία που δεν ανήκει στην ΕΕ. Οι χώρες αυτές κατά την κρίση του 2015-16 επέδειξαν μια αυστηρή και μη αλληλέγγυα στάση προς τα κράτη-μέλη πρώτης εισόδου που βίωναν την προσφυγική πίεση. Χαρακτηριστικά η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Τσεχία είχαν ψηφίσει κατά της μετεγκατάστασης 120.000 προσφύγων, ενώ δεν έλειψαν και περιστατικά βίαιων πρακτικών στα σύνορά τους ή και η εγκατάσταση φραχτών για να εμποδιστεί η είσοδος.
Ήδη η στάση των Visegrad (συμμετέχουν όλες στο ΝΑΤΟ), αλλά και άλλων κρατών έχει αλλάξει κατά 180 μοίρες. Ο Πολωνός Πρωθυπουργός δήλωσε πως θα δεχθούν κάθε Ουκρανό πολίτη που έχει ανάγκη, οι Τσέχοι δημιουργούν ειδική γραμμή τρένων για να μεταφερθούν οι Ουκρανοί πρόσφυγες από τα εξωτερικά σύνορα ενδότερα, ενώ και ο Όρμπαν χαρακτήρισε την Ουγγαρία ως φιλικό μέρος για τους Ουκρανούς που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Οι προβλέψεις για 7 εκατομμύρια πρόσφυγες ξεπερνούν στο μέγιστο την όποια προηγούμενη εμπειρία έχει λάβει η Ευρώπη ως σήμερα. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως ακόμα και αυτή την ώρα οι πρακτικές των κατά τόπους αρχών σε κάποια σημεία εισόδου δεν προσεγγίζουν όλους τους πρόσφυγες με ίδιο τρόπο. Ήδη ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για θέματα προσφύγων, Filippo Grandi, έκανε λόγο για διακρίσεις, κακομεταχείριση και αρνήσεις εισόδου εναντίον υπηκόων τρίτων χωρών.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι επιβεβλημένο, λοιπόν, πρέπει να διασφαλιστεί πως όλοι οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν την εμπόλεμη Ουκρανία θα πρέπει να μεταχειριστούν ισότιμα και με πλήρη σεβασμό. Θα πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα ένας μηχανισμός μετεγκατάστασης και η ΕΕ να έρθει σε επικοινωνία με χώρες εκτός Ευρώπης (λ.χ. ΗΠΑ, Καναδάς) για να μπορέσουν να απορροφήσουν την πίεση. Το θετικό είναι πως για την ώρα δεν φαίνεται να υπάρχει η ανάγκη να επιβληθεί ο μηχανισμός μιας και έχει δημιουργηθεί μια κοινή στάση από όλες τις χώρες, σε αντίθεση, όπως ήδη καταγράφηκε, με το 2015, που υπήρξε σημαντική απροθυμία κρατώ-μελών να συνδράμουν. Παράλληλα, η ενεργοποίηση του συνόλου των κρατών-μελών για ανθρωπιστική βοήθεια φαίνεται να αποτρέπει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν το 2015. Όμως, οι ανάγκες θα είναι διαρκείς και θα πρέπει να αποφευχθεί η όποια πιθανότητα αποσταθεροποίησης μπορεί να δημιουργηθεί από την προσφυγική πίεση. Ήδη υπάρχει έκκληση για άμεση οικονομική ενίσχυση που ξεπερνά τα 1,5 δισ. δολάρια για την υποστήριξη ανθρώπων τόσο εντός της Ουκρανίας, όσο και εκτός. Βέβαια, σε πολλές χώρες υπάρχουν ήδη κοινωνικά δίκτυα και συγγενείς που θα συνδράμουν έτι περαιτέρω στην στήριξη. Τέλος, η έλλειψη ξενοφοβικών αφηγημάτων και διχαστικών χαρακτηρισμών που ταλάνισαν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο παρελθόν, αναδεικνύουν και ποιοτικές διαφορές στην αντιμετώπιση της κατάστασης σήμερα σε σχέση με το 2015. Η ενότητα είναι αυθεντική (genuine) και όχι κατασκευασμένη (generated).
Η στάση αυτή, βέβαια, δεν οφείλεται σε ξαφνική μεταστροφή πολιτικών ηγεσιών που έχουν επενδύσει και στην ξενοφοβία ή και στην απότομη μετατόπιση κοινωνικών σωμάτων που μέσα στο χρόνο έχουν σκληρύνει τη στάση τους απέναντι στον «άλλο», αλλά αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην εγγύτητα της πληττόμενης περιοχής, στα χαρακτηριστικά που έχει ο ουκρανικός λαός (π.χ. θρήσκευμα, χρώμα κλπ), αλλά και σε ένα ιστορικό παρελθόν με πολλά κοινά στοιχεία.
Σήμερα, η στάση της ΕΕ δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνη του 2015. Η ΕΕ έπειτα από πολύχρονη κριτική που έχει δεχθεί γύρω από τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, με την περίπτωση της Ουκρανίας ανακτά ένα σημαντικό μερίδιο του ηθικού πλεονεκτήματος που απώλεσε κατά το παρελθόν. Την ίδια στιγμή, καταφέρνει να ταυτίσει με τη στάση της τόσο τα γεωπολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα, όσο και να προασπίσει τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, προσδίδοντας μια νέα οπτική στο δίπολο που τη χαρακτηρίζει τα τελευταία έτη περισσότερο ως μια δύναμη συμφερόντων (interest based), παρά ως μια δύναμη αξιών (principle based).
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η ΕΕ θα κατορθώσει να διαφυλάξει το κεκτημένο που δημιούργησε τις τελευταίες ημέρες ή αν αυτό αποτελεί απλώς μια συγκυριακή παρένθεση.