Ο υπουργός Ανάπτυξης δεν βλέπει «μεγάλο κύμα ακρίβειας» – δεν βλέπει, τουλάχιστον, «να έχει έρθει το μεγάλο κύμα ακρίβειας, έτσι όπως περιγράφεται».
Εκείνο που βλέπει, και το δηλώνει ως συνήθως, δια των τηλεπαραθύρων είναι ότι «έχουμε καταναλωτές που ξοδεύουν – και για να ξοδεύουν πάει να πει ότι έχουν -, μια στατιστική υπηρεσία που λέει ότι το διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί, και μια αγορά που βάσει της Eurostat έχει πληθωρισμό τον τρίτο χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Το ζήτημα δεν είναι πως – επίσης ως είθισται – ο Αδωνις Γεωργιάδης δεν λέει αλήθεια. Ούτε ότι παραποιεί τα επίσημα στοιχεία της Εurostat. Τα οποία, παρεμπιπτόντως, όπως δημοσιεύθηκαν πριν από τρεις ημέρες δείχνουν ότι τον Φεβρουάριο η Ελλάδα ήταν στην 16η θέση μεταξύ των 27 ως προς το ύψος του πληθωρισμού στην Ε.Ε. με 6,3%, ότι έχει υψηλότερο πληθωρισμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ( 5,9%), και ότι βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Μάλτα, Δανία, Κύπρο, Ιρλανία κ.λ.π.).
Το ζήτημα δεν είναι ούτε ότι ο υπουργός Ανάπτυξης βλέπει καταναλωτές «που ξοδεύουν και που έχουν» εκεί που το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ βλέπει ότι οι μισοί εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης.
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση επιλέγει να διαχειριστεί μια κοινωνία που κινείται στα όρια μεταξύ απελπισίας και συλλογικής κατάθλιψης με εναλλασσόμενες δόσεις κυνισμού και χειραγώγησης.
Η δημοσκόπηση της Prorata για την Εφημερίδα των Συντακτών δείχνει ότι το συλλογικό συναίσθημα οδεύει σε σφαίρες τρόμου: Η ακρίβεια, σε συνδυασμό µε τους χαµηλούς µισθούς και τις κακές συνθήκες εργασίας, όπως και με τις ματαιωμένες προσδοκίες μιας νέας ευημερίας μετά από μια δεκαετία Μνημονίων, διογκώνει τα συναισθήµατα της απογοήτευσης του θυµού, και της απελπισίας.
«Η ακρίβεια», επισημαίνει ο επικεφαλής ερευνών της Prorata Αγγελος Σεριάτος, «που αποτελεί µε διαφορά τον νούµερο ένα πονοκέφαλο για την ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο, και ο πόλεµος καλλιεργούν αρνητικά συναισθήµατα. Τροµάζουν. Υπό αυτή την έννοια τα εντεινόµενα συναισθήµατα απογοήτευσης, θυµού, απελπισίας και φόβου αποτυπώνουν µια κοινωνία στα όρια της συλλογικής κατάθλιψης».
Σε όρους εκλογικών συσχετισμών αυτή η εικόνα αποτυπώνεται σε μια σχεδόν παγωμένη πρόθεση ψήφου: Η Ν.∆. παραμένει πρώτη µε 31%, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί µε διαφορά επτά µονάδων (χάνουν και οι δύο από µία µονάδα), στο 24% και το Κίνηµα Αλλαγής υποχωρεί ελαφρώς στο 12,5% από το 13%.
Μοιάζει με πολιτικό τέλμα – η κυβέρνηση φθείρεται αργά αλλά όχι καταλυτικά και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν εισπράττει και δεν ανεβαίνει.
Πίσω από αυτό το τέλμα όμως φαίνεται να υπάρχει μια υπόγεια κίνηση: Η σηµαντική αύξηση της ικανοποίησης από το αντιπολιτευτικό έργο της Ελληνικής Λύσης και του Κυριάκου Βελόπουλου, που ανεβαίνει από το 8% στο 12%, όπως και η καταγραφή µιας υποβόσκουσας διάθεσης για στήριξη ακροδεξιών σχηµατισµών που, όπως επίσης τονίζει ο Αγγελος Σεριάτος, ακόµα δεν αποτυπώνεται µε τη σαφήνεια της κοµµατικής προτίµησης.
Επιπλέον, αυξάνεται σταθερά και ο όγκος της «γκρίζας ζώνης» των ψηφοφόρων, που μετά από καιρό ξεπερνά το 15%.
Οσο η κόπωση και το σοκ του διπλού, πραγματικού και οικονομικού πολέμου, συντηρεί το κοινωνικό μούδιασμα, αυτή η υπόγεια κίνηση μπορεί να παραμένει ασύντακτη, θολή και σκόρπια – με μόνη διέξοδο την αρένα των social media.
Καθ΄ότι όμως η απελπισία από την οργή και από την έκρηξη είναι μια ανάσα δρόμος, δεν θέλει πολύ για να γεννηθεί ο νέος αντισυστημισμός – είτε ως μια νέα, λιγότερο ή περισσότερο «σοβαρή» Χρυσή Αυγή, είτε ως η εγχώρια εκδοχή του τραμπισμού ή του λεπενισμού.
Η κυβέρνηση δεν θέλει να δει αυτή την υπόγεια κίνηση, προτιμά να κάνει ασκήσεις αλλαγής του εκλογικού προσθέτοντας και αφαιρώντας πριμ αυτοδυναμίας.
Παραμένει άγνωστο εάν θέλει, και μπορεί, να την δει και η αντιπολίτευση η οποία επενδύει σταθερά και αταλάντευτα στο «σάπισμα» του κυβερνητικού φρούτου…