Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στη Δύση, η κρίση στην Ουκρανία οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη ρωσική επιθετικότητα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με το επιχείρημα, προσάρτησε την Κριμαία λόγω μιας μακροχρόνιας επιθυμίας να αναστήσει τη σοβιετική αυτοκρατορία, και ίσως στοχεύσει στην υπόλοιπη Ουκρανία, καθώς και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Με αυτή την οπτική, η απομάκρυνση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του 2014 αποτέλεσε απλώς την αφορμή για την απόφαση του Πούτιν να διατάξει τις ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν μέρος της Ουκρανίας.
Του Τζον Μερσχάιµερ (για το περιοδικό Foreign Affairs, στο τεύχος Σεπτεμβρίου/Οκτωβρίου 2014)
Όμως αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κρίση. Η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την τροχιά της Ρωσίας και την ενσωμάτωσή της στη Δύση. Ταυτόχρονα, η επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς και η υποστήριξη της Δύσης προς το φιλοδημοκρατικό κίνημα στην Ουκρανία – αρχής γενομένης από την Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004 – ήταν επίσης κρίσιμα στοιχεία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Ρώσοι ηγέτες αντιτάχθηκαν σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια κατέστησαν σαφές ότι δεν θα παρέμεναν αδιάφοροι όσο ο στρατηγικής σημασίας γείτονάς τους μετατρεπόταν σε δυτικό προπύργιο. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας -την οποία δικαίως χαρακτήρισε «πραξικόπημα»- ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας, μιας χερσονήσου που φοβόταν ότι θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ, και προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης υπέπεσαν σε σφάλματα στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν την Ουκρανία σε δυτικό προπύργιο στα σύνορα της Ρωσίας.
Η δυτική ύβρις
Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, οι σοβιετικοί ηγέτες προτίμησαν να παραμείνουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ να παραμείνει ανέπαφο. Μια συμφωνία που πίστευαν ότι θα κρατούσε την επανενωμένη Γερμανία ειρηνική. Αλλά αυτοί και οι Ρώσοι που τους διαδέχτηκαν δεν ήθελαν να μεγαλώσει περισσότερο το ΝΑΤΟ και υπέθεσαν ότι οι δυτικοί διπλωμάτες κατανοούσαν τις ανησυχίες τους. Η κυβέρνηση Κλίντον προφανώς είχε διαφορετική άποψη και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να πιέζει για επέκταση του ΝΑΤΟ.
Ο πρώτος γύρος διεύρυνσης πραγματοποιήθηκε το 1999 και συμπεριέλαβε την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ο δεύτερος γύρος πραγματοποιήθηκε το 2004. Περιελ’αμβανε τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα από την αρχή. Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ κατά των Σέρβων της Βοσνίας το 1995, για παράδειγμα, ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν δήλωσε: «Αυτό είναι το πρώτο σημάδι του τι θα μπορούσε να συμβεί όταν το ΝΑΤΟ φτάσει μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει σε ολόκληρη την Ευρώπη”. Αλλά οι Ρώσοι ήταν πολύ αδύναμοι εκείνη την εποχή για να ανακόψουν την κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά – η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν φαινόταν τόσο απειλητική, αφού κανένα από τα νέα μέλη δεν μοιραζόταν σύνορα με τη Ρωσία, εκτός από τις μικρές χώρες της Βαλτικής.
Τότε, το ΝΑΤΟ άρχισε να κοιτάζει πιο ανατολικά. Στη σύνοδο κορυφής του Απριλίου το 2008 στο Βουκουρέστι, η συμμαχία εξέτασε την αποδοχή της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους το υποστήριξε, αλλά η Γαλλία και η Γερμανία αντιτάχθηκαν στην κίνηση φοβούμενοι ότι θα εναντιωνόταν η Ρωσία. Στο τέλος, τα μέλη του ΝΑΤΟ κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό: Η Συμμαχία δεν ξεκίνησε την επίσημη διαδικασία που οδηγεί στην ένταξη, αλλά εξέδωσε μια δήλωση υποστηρίζοντας τις φιλοδοξίες της Γεωργίας και της Ουκρανίας και δηλώνοντας ευθαρσώς: «Αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ».
Η Μόσχα, ωστόσο, δεν είδε το αποτέλεσμα ως συμβιβαστική λύση. Ο Αλεξάντερ Γκρούσκο, τότε υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, είπε: «Η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στη συμμαχία είναι ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για την πανευρωπαϊκή ασφάλεια». Ο Πούτιν υποστήριξε ότι η αποδοχή αυτών των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ θα αντιπροσώπευε μια «άμεση απειλή» για τη Ρωσία. Μια ρωσική εφημερίδα ανέφερε ότι ο Πούτιν, ενώ συνομιλούσε με τον Μπους, «άφησε να εννοηθεί σαφώς ότι εάν η Ουκρανία γινόταν αποδεκτή στο ΝΑΤΟ, θα έπαυε να υπάρχει».
Η εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 θα έπρεπε να είχε διαλύσει κάθε αμφιβολία σχετικά με την αποφασιστικότητα του Πούτιν να εμποδίσει τη Γεωργία και την Ουκρανία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, ο οποίος ήταν βαθιά αφοσιωμένος στην ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ, είχε αποφασίσει το καλοκαίρι του 2008 να ενσωματώσει εκ νέου δύο αυτονομιστικές περιοχές, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Όμως ο Πούτιν επιδίωξε να κρατήσει τη Γεωργία αδύναμη και διχασμένη – και εκτός ΝΑΤΟ. Αφού ξέσπασαν συμπλοκές μεταξύ της γεωργιανής κυβέρνησης και των αυτονομιστών της Νότιας Οσετίας, οι ρωσικές δυνάμεις πήραν τον έλεγχο της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. Η Μόσχα είχε περάσει το μήνυμα της. Ωστόσο, παρά τη σαφή αυτή προειδοποίηση, το ΝΑΤΟ δεν εγκατέλειψε ποτέ δημόσια τον στόχο του να φέρει τη Γεωργία και την Ουκρανία στη συμμαχία. Και η επέκταση του ΝΑΤΟ συνέχισε με την Αλβανία και την Κροατία να γίνονται μέλη το 2009.
Η ΕΕ, επίσης, πορευόταν προς τα ανατολικά. Τον Μάιο του 2008, παρουσίασε την πρωτοβουλία της Ανατολικής Συνεργασίας, ένα πρόγραμμα για την προώθηση της ευημερίας σε χώρες όπως η Ουκρανία και την ενσωμάτωσή τους στην οικονομία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είναι φυσικό,, οι Ρώσοι ηγέτες θεώρησαν το σχέδιο εχθρικό προς τα συμφέροντα της χώρας τους. Τον περασμένο Φεβρουάριο, πριν ο Γιανουκόβιτς αναγκαστεί να εγκαταλείψει την θέση του, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, κατηγόρησε την ΕΕ ότι προσπαθεί να δημιουργήσει μια «σφαίρα επιρροής» στην Ανατολική Ευρώπη. Στα μάτια των Ρώσων ηγετών, η διεύρυνση της ΕΕ είναι ένας δούρειος ίππος για την επέκταση του ΝΑΤΟ.
Το τελικό εργαλείο τής Δύσης για το σταδιακό τράβηγμα του Κιέβου μακριά από την Μόσχα ήταν οι προσπάθειές της να διαδώσει τις δυτικές αξίες και την προώθηση της δημοκρατίας στην Ουκρανία και σε άλλα μετα-σοβιετικά κράτη, ένα σχέδιο που συχνά συνεπάγεται την χρηματοδότηση φιλοδυτικών ατόμων και οργανισμών. Η Βικτόρια Νούλαντ, η Αμερικανίδα βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές υποθέσεις, υπολόγισε τον Δεκέμβριο του 2013 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επενδύσει πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια από το 1991 για να βοηθήσουν την Ουκρανία να επιτύχει «το μέλλον που της αξίζει». Ως μέρος αυτής τής προσπάθειας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρηματοδότησε το National Endowment for Democracy (NED). Αυτό το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα έχει χρηματοδοτήσει περισσότερα από 60 έργα που αποσκοπούν στην προώθηση της κοινωνίας των πολιτών στην Ουκρανία, και ο πρόεδρος του, Carl Gershman, αποκάλεσε την χώρα αυτή «το μεγαλύτερο βραβείο». Αφότου ο Γιανουκόβιτς κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τής Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2010, το NED αποφάσισε ότι υπονόμευε τους στόχους του, και έτσι ενίσχυσε τις προσπάθειές του για την στήριξη της αντιπολίτευσης και την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών τής χώρας.
Όταν οι Ρώσοι ηγέτες βλέπουν την Δυτική κοινωνική μηχανική στην Ουκρανία, ανησυχούν ότι η χώρα τους θα μπορούσε να είναι η επόμενη. Και οι φόβοι αυτοί δεν είναι διόλου αβάσιμοι. Τον Σεπτέμβριο του 2013, ο Gershman έγραψε στην εφημερίδα Washington Post ότι «η επιλογή τής Ουκρανίας να ενταχθεί στην Ευρώπη θα επιταχύνει την κατάρρευση της ιδεολογίας τού ρωσικού ιμπεριαλισμού που αντιπροσωπεύει ο Πούτιν». Και πρόσθεσε: «Οι Ρώσοι, επίσης, αντιμετωπίζουν μια επιλογή, και ο Πούτιν μπορεί να βρεθεί στους χαμένους όχι μόνο στο εγγύς εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό τής ίδιας τής Ρωσίας».
Η πτώση του προέδρου Γιανουκόβιτς και η κατάληψη της Κριμαίας
Φανταστείτε την αμερικανική οργή αν η Κίνα δημιουργούσε μια εντυπωσιακή στρατιωτική συμμαχία και προσπαθούσε να συμπεριλάβει τον Καναδά και το Μεξικό.
Το τριπλό πακέτο πολιτικών τής Δύσης – η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η επέκταση της ΕΕ και η προώθηση της δημοκρατίας – έριξε λάδι σε μια φωτιά που περίμενε να ανάψει. Η σπίθα ήρθε τον Νοέμβριο του 2013, όταν ο Γιανουκόβιτς απέρριψε μια σημαντική οικονομική συμφωνία την οποία είχε διαπραγματευθεί με την ΕΕ και αποφάσισε να αποδεχτεί αντ’ αυτού μια ρωσική αντιπροσφορά 15 δισ. δολαρίων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που κλιμακώθηκαν τους επόμενους τρεις μήνες , και που μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχαν οδηγήσει στον θάνατο περίπου εκατό διαδηλωτές. Δυτικοί απεσταλμένοι πέταξαν εσπευσμένα στο Κίεβο για να επιλύσουν την κρίση. Στις 21 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση κατέληξαν σε συμφωνία που επέτρεπε στον Γιανουκόβιτς να παραμείνει στην εξουσία έως ότου διεξαχθούν νέες εκλογές. Ωστόσο, η συμφωνία κατέρρευσε αμέσως και ο Γιανουκόβιτς κατέφυγε στην Ρωσία την επόμενη μέρα. Η νέα κυβέρνηση στο Κίεβο ήταν φιλο-δυτική και αντιρωσική ως το κόκκαλο, και περιείχε τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη που θα μπορούσαν δικαιολογημένα να χαρακτηριστούν νεοφασίστες.
Αν και η πλήρης έκταση της εμπλοκής των ΗΠΑ δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί,, είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον υποστήριξε το πραξικόπημα. Η Νούλαντ και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζον Μακέιν συμμετείχαν σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, και οΤζέφρι Πάιατ, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουκρανία, διακήρυξε μετά την ανατροπή τού Γιανουκόβιτς ότι ήταν «μια μέρα που θα γραφτεί στα βιβλία της ιστορίας». Όπως αποκαλύφθηκε από τη διαρροή μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, η Νούλαντ είχε υποστηρίξει την αλλαγή καθεστώτος και ήθελε πρωθυπουργό στη νέα κυβέρνηση τον Ουκρανό πολιτικό Αρσένι Γιατσενιούκ, όπως και έγινε. Καθόλου περίεργο το ότι Ρώσοι όλων των πεποιθήσεων πιστεύουν ότι η Δύση έπαιξε ρόλο στηνεκδίωξη τού Γιανουκόβιτς.
Για τον Πούτιν, είχε φτάσει η ώρα να δράσει εναντίον τής Ουκρανίας και της Δύσης. Λίγο μετά τις 22 Φεβρουαρίου διέταξε τις ρωσικές δυνάμεις να πάρουν την Κριμαία από την Ουκρανία, και αμέσως μετά, την προσάρτησε στην Ρωσία. Η επιχείρηση αποδείχθηκε σχετικά εύκολη, χάρη στις χιλιάδες των Ρώσων στρατιωτών που ήδη στάθμευαν στη ναυτική βάση τής Κριμαίας στο λιμάνι τής Σεβαστούπολης. Η Κριμαία αποτελούσε επίσης εύκολο στόχο, καθώς οι Ρώσοι αποτελούν περίπου το 60% του πληθυσμού της. Οι περισσότεροι από αυτούς ήθελαν να φύγουν από την Ουκρανία.
Στη συνέχεια, ο Πούτιν άσκησε τεράστια πίεση στη νέα κυβέρνηση στο Κίεβο για να την αποτρέψει από το να συνταχθεί με την Δύση εναντίον τής Μόσχας, καθιστώντας σαφές ότι θα κατέστρεφε την Ουκρανία ως λειτουργικό κράτος προτού επιτρέψει να γίνει ένα δυτικό προπύργιο στο κατώφλι της Ρωσίας. Προς τον σκοπό αυτό, παρείχε συμβούλους, όπλα, και διπλωματική υποστήριξη προς τους Ρώσους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία, οι οποίοι ωθούν τη χώρα προς τον εμφύλιο πόλεμο. Έχει συγκεντρώσει έναν μεγάλο στρατό στα ουκρανικά σύνορα, απειλώντας να εισβάλει εάν η κυβέρνηση καταστείλει τους αντάρτες. Και αύξησε σημαντικά την τιμή τού φυσικού αερίου που πωλεί η Ρωσία στην Ουκρανία και απαίτησε την πληρωμή για προηγούμενες εξαγωγές. Ο Πούτιν παίζει σκληρό παιχνίδι.
Η Διάγνωση
Οι ενέργειες του Πούτιν θα έπρεπε να είναι εύκολα κατανοητές. Η Ουκρανία, μια τεράστια έκταση επίπεδης γης την οποία διέσχισαν η ναπολεόντειος Γαλλία, η αυτοκρατορική Γερμανία και η ναζιστική Γερμανία για να χτυπήσουν την ίδια τη Ρωσία, χρησιμεύει ως ρυθμιστικό κράτος τεράστιας στρατηγικής σημασίας για τη Ρωσία. Κανένας Ρώσος ηγέτης δεν θα ανεχόταν μια στρατιωτική συμμαχία που μέχρι πρόσφατα ήταν θανάσιμος εχθρός τής Μόσχας, να κινείται μέσα στην Ουκρανία. Επίσης, κανένας Ρώσος ηγέτης δεν θα παρέμενε άπραγος ενώ η Δύση βοηθούσε να εγκατασταθεί μια κυβέρνηση εκεί, η οποία ήταν αποφασισμένη να ενσωματώσει την Ουκρανία στην Δύση.
Μπορεί η θέση της Μόσχας να μην αρέσει στην Ουάσινγκτον, αλλά θα έπρεπε να κατανοήσει την λογική πίσω από αυτήν. Βασικοί κανόνες γεωπολιτικής: Οι μεγάλες δυνάμεις είναι πάντα ευαίσθητες σε πιθανές απειλές κοντά στο έδαφός τους. Εξάλλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέχονται μακρινές μεγάλες δυνάμεις να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις οπουδήποτε στο Δυτικό Ημισφαίριο, πολύ περισσότερο στα σύνορά τους. Φανταστείτε την αμερικανική οργή αν η Κίνα δημιουργούσε μια εντυπωσιακή στρατιωτική συμμαχία και προσπαθούσε να συμπεριλάβει τον Καναδά και το Μεξικό. Με την λογική κατά μέρος, οι Ρώσοι ηγέτες έχουν πει σε πολλές περιπτώσεις στους Δυτικούς ομολόγους τους ότι θεωρούν πως η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Γεωργία και την Ουκρανία είναι απαράδεκτη, μαζί με οιποιδήποτε προσπάθεια να στραφούν αυτές οι χώρες εναντίον τής Ρωσίας – ένα μήνυμα που ο ρωσο-γεωργιανός πόλεμος το 2008 κατέστησε επίσης απολύτως σαφές.
Αξιωματούχοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους υποστηρίζουν ότι προσπάθησαν σκληρά για να κατευνάσουν τους φόβους τής Ρωσίας και ότι η Μόσχα θα πρέπει να καταλάβει ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει σχέδια για την Ρωσία. Εκτός από το να αρνείται συνεχώς ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ έχει ως στόχο τον περιορισμό τής Ρωσίας, η συμμαχία δεν ανέπτυξε ποτέ μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις στα νέα κράτη-μέλη της. Το 2002 μάλιστα, δημιούργησε ένα όργανο που ονομάζεται Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, σε μια προσπάθεια να προωθήσει τη συνεργασία. Για να κατευνάσουν περαιτέρω την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν το 2009 ότι θα αναπτύξουν ένα νέο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας για πολεμικά πλοία στα ευρωπαϊκά ύδατα, τουλάχιστον αρχικά, και όχι σε τσεχικό ή πολωνικό έδαφος. Αλλά κανένα από αυτά τα μέτρα δεν λειτούργησε. Οι Ρώσοι παρέμειναν σταθερά αντίθετοι με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, κυρίως στην Γεωργία και την Ουκρανία. Και είναι οι Ρώσοι, όχι η Δύση, οι οποίοι τελικά θα αποφασίσουν τι μετράει ως απειλή γι’ αυτούς.
Για να καταλάβει κανείς γιατί η Δύση, ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η πολιτική τους στην Ουκρανία έθετε τις βάσεις για μια μεγάλη σύγκρουση με την Ρωσία, πρέπει να πάει πίσω στα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, όταν η κυβέρνηση Κλίντον άρχισε να υποστηρίζει την επέκταση του ΝΑΤΟ. Ειδήμονες προέβαλαν ποικίλα επιχειρήματα υπέρ και κατά τής διεύρυνσης, αλλά δεν υπήρχε συναίνεση για το τι πρέπει να γίνει. Οι περισσότεροι ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι συγγενείς τους, για παράδειγμα, υποστήριζαν σθεναρά τη διεύρυνση, επειδή ήθελαν το ΝΑΤΟ να προστατεύει χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Λίγοι ρεαλιστές ευνόησαν επίσης αυτή την πολιτική, επειδή πίστευαν ότι η Ρωσία έπρεπε ακόμη να περιοριστεί.
Αλλά οι περισσότεροι ρεαλιστές αντιτίθεντο στην επέκταση, με την πεποίθηση ότι μια φθίνουσα μεγάλη δύναμη με γηράσκοντα πληθυσμό και μονοδιάστατη οικονομία δεν χρειαζόταν στην πραγματικότητα να περιοριστεί. Και φοβούνταν ότι η διεύρυνση θα έδινε στη Μόσχα μόνο κίνητρο να προκαλέσει προβλήματα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο διπλωμάτης των ΗΠΑ, Τζορτζ Κένναν, διατύπωσε αυτή την άποψη σε μια συνέντευξή του το 1998, λίγο αφότου η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε τον πρώτο γύρο επέκτασης του ΝΑΤΟ. «Νομίζω ότι οι Ρώσοι θα αντιδράσουν σταδιακά αρκετά αρνητικά και αυτό θα επηρεάσει τις πολιτικές τους», είπε. «Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα τραγικό λάθος Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος γι’ αυτό. Κανείς δεν απειλούσε κανέναν».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να εγκαταλείψουν το σχέδιό τους να δυτικοποιήσουν την Ουκρανία και αντ’ αυτού να επιδιώξουν να την καταστήσουν ουδέτερο ρυθμιστικό παράγοντα.
Οι περισσότεροι φιλελεύθεροι, από την άλλη πλευρά, τάχθηκαν υπέρ της διεύρυνσης, συμπεριλαμβανομένων πολλών βασικών μελών τής διακυβέρνησης Κλίντον. Πίστευαν ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε μεταμορφώσει ριζικά τη διεθνή πολιτική και ότι μια νέα, μετα-εθνική τάξη είχε αντικαταστήσει τη ρεαλιστική λογική που κυβερνούσε την Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μόνο το «πλέον απαραίτητο έθνος», όπως το έθεσε η υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ. Ήταν επίσης ένας καλοπροαίρετος ηγεμόνας και έτσι ήταν απίθανο να θεωρηθεί ως απειλή στην Μόσχα. Ο στόχος, στην ουσία, ήταν το σύνολο της ηπείρου να μοιάζει με την Δυτική Ευρώπη.
Και έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, επιδίωξαν να προωθήσουν την δημοκρατία στις χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης, αυξάνοντας την οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, και ενσωματώνοντάς τες σε διεθνείς θεσμούς. Έχοντας κερδίσει την συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φιλελεύθεροι δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να υποστηρίξουν την διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Εξάλλου, δεδομένων των προηγούμενων επιτευγμάτων της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι ήταν ακόμη πιο προσκολλημένοι από όσο οι Αμερικανοί στην ιδέα ότι η γεωπολιτική δεν είχε πλέον σημασία και ότι μια all-inclusive φιλελεύθερη τάξη θα μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη.
Οι φιλελεύθεροι κυριάρχησαν τόσο πολύ στις συζητήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια κατά την πρώτη δεκαετία αυτού τού αιώνα, που ακόμα και όταν η συμμαχία υιοθέτησε μια πολιτική ανάπτυξης ανοικτών θυρών, η επέκταση του ΝΑΤΟ αντιμετώπισε ελάχιστες αντιδράσεις από τους ρεαλιστές. Η φιλελεύθερη κοσμοθεωρία ήταν πλέον αποδεκτό δόγμα μεταξύ των αξιωματούχων των ΗΠΑ. Τον Μάρτιο, για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εκφώνησε μια ομιλία σχετικά με την Ουκρανία στην οποία μίλησε επανειλημμένα για «ιδεώδη» που κινητοποιούν την Δυτική πολιτική και το πώς αυτά τα ιδεώδη «έχουν συχνά απειληθεί από μια παλαιότερη, πιο παραδοσιακή αντίληψη της εξουσίας». Η αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών, Τζον Κέρι, στην κρίση της Κριμαίας απηχούσε την ίδια άποψη: «Στον 21ο αιώνα απλά δεν συμπεριφέρεσαι όπως στον 19ο αιώνα, με το να εισβάλεις σε μια άλλη χώρα με εντελώς κατασκευασμένα προσχήματα»
Στην ουσία, οι δύο πλευρές λειτουργούσαν με διαφορετικά εγχειρίδια: Ο Πούτιν και οι συμπατριώτες του σκέπτονταν και ενεργούσαν σύμφωνα με τις επιταγές τού ρεαλισμού, ενώ οι δυτικοί ομόλογοί τους ακολουθούσαν τις φιλελεύθερες ιδέες σχετικά με την διεθνή πολιτική. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προκάλεσαν εν αγνοία τους μια μεγάλη κρίση στην Ουκρανία.
Το Παιχνίδι της Επίρριψης Ευθυνών στον Πούτιν
Στην ίδια συνέντευξη, το 1998, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Κένναν προέβλεψε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα προκαλούσε μια κρίση, μετά την οποία οι υποστηρικτές τής επέκτασης θα «έλεγαν ότι πάντα σας λέγαμε ότι έτσι είναι οι Ρώσοι». Ο ένας μετά τον άλλο, οι περισσότεροι Δυτικοί αξιωματούχοι παρουσίασαν τον Πούτιν ως τον πραγματικό ένοχο των δεινών τής Ουκρανίας. Τον Μάρτιο, σύμφωνα με τους New York Times, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ άφησε να εννοηθεί ότι ο Πούτιν ήταν παράλογος, λέγοντας στον Ομπάμα ότι ήταν «σε άλλο κόσμο». Αν και ο Πούτιν έχει αναμφίβολα αυταρχικές τάσεις, κανένα στοιχείο δεν στηρίζει την κατηγορία ότι είναι διανοητικά ανισόρροπος. Αντιθέτως: είναι ένας πρώτης τάξεως στρατηγιστής τον οποίο θα πρέπει να φοβάται και να σέβεται οποιοσδήποτε τον αμφισβητεί στην εξωτερική πολιτική.
Άλλοι αναλυτές ισχυρίζονται, πιο εύλογα, ότι ο Πούτιν λυπάται για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και είναι αποφασισμένος να την αντιστρέψει με την επέκταση των συνόρων τής Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο Πούτιν, αφού κατέλαβε την Κριμαία, δοκιμάζει τώρα το έδαφος για να δει αν είναι η κατάλληλη στιγμή για να κατακτήσει την Ουκρανία ή τουλάχιστον το ανατολικό τμήμα της, και τελικά θα συμπεριφερθεί επιθετικά απέναντι σε άλλες χώρες στην περιοχή τής Ρωσίας. Για κάποιους σε αυτό το στρατόπεδο, ο Πούτιν αντιπροσωπεύει έναν σύγχρονο Αδόλφο Χίτλερ, και η σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας μαζί του θα επαναλάμβανε το λάθος του Μονάχου. Έτσι, το ΝΑΤΟ πρέπει να δεχτεί τη Γεωργία και την Ουκρανία για να περιορίσει τη Ρωσία προτού κυριαρχήσει στους γείτονές της και απειλήσει τη Δυτική Ευρώπη.
Αυτό το επιχείρημα καταρρέει με μια προσεκτική εξέταση. Αν ο Πούτιν ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη Ρωσία, τα σημάδια των προθέσεών του σχεδόν σίγουρα θα είχαν προκύψει πριν από τις 22 Φεβρουαρίου. Όμως, πριν από την ημερομηνία αυτή δεν υπάρχει σχεδόν καμία απόδειξη ότι έκλινε προς την κατάληψη της Κριμαίας, πόσω μάλλον για κάποιο άλλο έδαφος στην Ουκρανία. Ακόμα και Δυτικοί ηγέτες που υποστήριζαν την επέκταση του ΝΑΤΟ δεν το έκαναν από φόβο ότι η Ρωσία ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία. Οι ενέργειες τού Πούτιν στην Κριμαία τους αιφνιδίασαν πλήρως και φαίνεται ότι είχαν μια αυθόρμητη αντίδραση για την απομάκρυνση τού Γιανουκόβιτς. Αμέσως μετά, ακόμα και ο Πούτιν είπε ότι ήταν αντίθετος με την απόσχιση της Κριμαίας, πριν αλλάξει γρήγορα γνώμη.
Άλλωστε, ακόμη και αν ήθελε, η Ρωσία δεν έχει την δυνατότητα να κατακτήσει και να προσαρτήσει εύκολα την ανατολική Ουκρανία, πολύ λιγότερο δε το σύνολο της χώρας. Περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι – το ένα τρίτο τού πληθυσμού τής Ουκρανίας – ζουν ανάμεσα στον ποταμό Δνείπερο, ο οποίος διασχίζει την χώρα, και τα ρωσικά σύνορα. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων θέλει να παραμείνει μέρος της Ουκρανίας και σίγουρα θα αντισταθεί σε μια ρωσική κατοχή. Επιπλέον, ο μέτριος στρατός τής Ρωσίας, ο οποίος δείχνει κάποια σημάδια ότι μετατρέπεται σε μια σύγχρονη Βέρμαχτ, θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να ειρηνεύσει ολόκληρη την Ουκρανία. Η Μόσχα δεν είναι επίσης σε θέση να πληρώσει για μια δαπανηρή κατοχή. Η αδύναμη οικονομία της θα υποφέρει ακόμη περισσότερο απέναντι στις κυρώσεις που θα προέκυπταν.
Βαρύ το τίμημα
Αλλά, ακόμη και αν η Ρωσία διέθετε μια ισχυρή στρατιωτική μηχανή και μια εντυπωσιακή οικονομία, θα ήταν πιθανότατα ανίκανη να καταλάβει με επιτυχία την Ουκρανία. Αρκεί να δει κανείς τις σοβιετικές και αμερικανικές εμπειρίες στο Αφγανιστάν, τις εμπειρίες των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και στο Ιράκ, και την ρωσική εμπειρία στην Τσετσενία, για να θυμηθεί ότι οι στρατιωτικές κατοχές συνήθως τελειώνουν άσχημα. Ο Πούτιν σίγουρα καταλαβαίνει ότι το να προσπαθήσει να υποτάξει την Ουκρανία θα είναι σαν να καταπίνει έναν σκαντζόχοιρο. Η απάντησή του στα γεγονότα εκεί υπήρξε αμυντική, όχι επιθετική.
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Δυτικοί ηγέτες εξακολουθούν να αρνούνται ότι η συμπεριφορά τού Πούτιν μπορεί να υποκινείται από δικαιολογημένες ανησυχίες για την ασφάλεια, δεν αποτελεί έκπληξη ότι έχουν προσπαθήσει να την αλλάξουν με τον διπλασιασμό των υφιστάμενων πολιτικών τους και έχουν τιμωρήσει την Ρωσία για να την αποτρέψουν από περαιτέρω επιθετικότητα. Αν και ο Κέρι υποστήριξε ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι», ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν βία για να υπερασπιστούν την Ουκρανία. Αντί γι’ αυτό, η Δύση στηρίζεται στις οικονομικές κυρώσεις για να εξαναγκάσει την Ρωσία να τερματίσει την στήριξή της στην εξέγερση στην ανατολική Ουκρανία. Τον Ιούλιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ έθεσαν σε εφαρμογή τον τρίτο γύρο περιορισμένων κυρώσεων, με στόχο κυρίως υψηλόβαθμα άτομα στενά συνδεδεμένα με την ρωσική κυβέρνηση και ορισμένες τράπεζες υψηλού προφίλ και εταιρείες στους τομείς τής ενέργειας και της άμυνας. Επίσης, απείλησαν να εξαπολύσουν έναν άλλο, πιο σκληρό γύρο κυρώσεων, με στόχο ολόκληρους τομείς τής ρωσικής οικονομίας.
Τα μέτρα αυτά θα έχουν ελάχιστα αποτελέσματα. Οι σκληρές κυρώσεις είναι πιθανότατα εκτός συζήτησης ούτως ή άλλως. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, κυρίως η Γερμανία, έχουν αντισταθεί στην επιβολή τους, φοβούμενες ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ανταποδώσει και να προκαλέσει σοβαρή οικονομική ζημία εντός τής ΕΕ. Αλλά ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να πείσουν τους συμμάχους τους να θεσπίσουν σκληρά μέτρα, ο Πούτιν δεν θα άλλαζε τις αποφάσεις του. Η ιστορία δείχνει ότι οι χώρες θα δεχθούν τεράστιες τιμωρίες προκειμένου να προστατεύσουν τα βασικά στρατηγικά τους συμφέροντα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η Ρωσία αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Οι Δυτικοί ηγέτες έχουν, επίσης, επιμείνει στις προκλητικές πολιτικές που δημιούργησαν εξ αρχής την κρίση. Τον Απρίλιο, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, συναντήθηκε με Ουκρανούς νομοθέτες και τους είπε ότι «Αυτή είναι μια δεύτερη ευκαιρία για γίνει πράξη η αρχική υπόσχεση της Πορτοκαλί Επανάστασης». Ο Τζον Μπρέναν, ο διευθυντής τής CIA, δεν βοήθησε τα πράγματα όταν, τον ίδιο μήνα, επισκέφθηκε το Κίεβο σε ένα ταξίδι για το οποίο ο Λευκός Οίκος είπε ότι είχε ως στόχο την βελτίωση της συνεργασίας για την ασφάλεια με την ουκρανική κυβέρνηση.
Η ΕΕ, εν τω μεταξύ, συνέχισε να προωθεί την Ανατολική Εταιρική Σχέση. Τον Μάρτιο, ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο πρόεδρος τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνόψισε το σκεπτικό τής ΕΕ για την Ουκρανία, λέγοντας ότι «Έχουμε χρέος, καθήκον τής αλληλεγγύης με την χώρα αυτή, και θα εργαστούμε για να την έχουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά σε εμάς». Και βεβαίως, στις 27 Ιουνίου, η ΕΕ και η Ουκρανία υπέγραψαν την οικονομική συμφωνία που ο Γιανουκόβιτς είχε μοιραία απορρίψει επτά μήνες νωρίτερα. Επίσης, τον Ιούνιο, σε μια συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των μελών τού ΝΑΤΟ, συμφωνήθηκε ότι η συμμαχία θα παραμείνει ανοιχτή σε νέα μέλη, αν και οι υπουργοί Εξωτερικών απέφυγαν να αναφέρουν ονομαστικά την Ουκρανία. «Καμιά τρίτη χώρα δεν διαθέτει δικαίωμα βέτο έναντι της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ», ανακοίνωσε ο Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, ο Γενικός Γραμματέας τού ΝΑΤΟ. Οι υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν, επίσης, να υποστηρίξουν διάφορα μέτρα για την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων τής Ουκρανίας σε τομείς όπως η διοίκηση και ο έλεγχος, η επιμελητεία, και η κυβερνο-άμυνα. Οι Ρώσοι ηγέτες έχουν φυσικά αντιδράσει σε αυτές τις ενέργειες. Η απάντηση της Δύσης στην κρίση θα κάνει απλώς μια κακή κατάσταση χειρότερη.
Ωστόσο, υπάρχει μια λύση στην κρίση στην Ουκρανία – αν και θα απαιτήσει από την Δύση να σκεφτεί την χώρα με έναν ριζικά νέο τρόπο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να εγκαταλείψουν το σχέδιό τους να δυτικοποιήσουν την Ουκρανία και να στοχεύσουν αντ’ αυτού να την κάνουν μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, παρόμοια με την θέση τής Αυστρίας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι Δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ουκρανία έχει τόσο μεγάλη σημασία για τον Πούτιν που δεν μπορούν να υποστηρίξουν ένα αντιρωσικό καθεστώς εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια μελλοντική κυβέρνηση της Ουκρανίας θα πρέπει να είναι φιλο-ρωσική ή αντι-ΝΑΤΟϊκή. Αντιθέτως, ο στόχος θα πρέπει να είναι μια κυρίαρχη Ουκρανία που δεν θα ανήκει ούτε στο ρωσικό ούτε το Δυτικό στρατόπεδο.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να αποκλείσουν δημοσίως την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Γεωργία και την Ουκρανία. Η Δύση πρέπει να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός οικονομικού σχεδίου διάσωσης για την Ουκρανία που θα χρηματοδοτείται από κοινού από την ΕΕ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες – μια πρόταση που η Μόσχα θα πρέπει να επικροτήσει, δεδομένου του συμφέροντός της να έχει μια ευημερούσα και σταθερή Ουκρανία στην δυτική της πλευρά. Και η Δύση θα πρέπει να περιορίσει σημαντικά τις προσπάθειες κοινωνικής μηχανικής στο εσωτερικό τής Ουκρανίας. Είναι καιρός να μπεί ένα τέλος στην δυτική υποστήριξη για μια νέα Πορτοκαλί Επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα πρέπει να ενθαρρύνουν την Ουκρανία να σεβαστεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ιδιαίτερα τα γλωσσικά δικαιώματα των ρωσόφωνων.
Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι η αλλαγή πολιτικής προς την Ουκρανία σε αυτήν την προχωρημένη φάση θα έβλαπτε σοβαρά την αξιοπιστία των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Αναμφίβολα θα υπήρχε κάποιο κόστος, αλλά το κόστος μιας συνεχιζόμενης λανθασμένης στρατηγικής θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Επιπλέον, άλλες χώρες είναι πιθανό να σεβαστούν ένα κράτος που μαθαίνει από τα λάθη του και, τελικά, επινοεί μια πολιτική που διευθετεί αποτελεσματικά το εκάστοτε πρόβλημα. Αυτή η επιλογή είναι σαφώς ανοιχτή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Χωρίς νόημα η αυτοδιάθεση
Ακούγεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να καθορίσει με ποιους θέλει να συμμαχήσει και ότι οι Ρώσοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να εμποδίσουν το Κίεβο από το να ενταχθεί στην Δύση. Αυτός είναι ένας επικίνδυνος τρόπος να σκέπτεται η Ουκρανία τις επιλογές τής εξωτερικής πολιτικής της. Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να είναι συχνά σωστό όταν η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων παίζεται. Αφηρημένα δικαιώματα, όπως η αυτοδιάθεση, είναι σε μεγάλο βαθμό χωρίς νόημα όταν ισχυρά κράτη μπαίνουν σε καυγάδες με πιο αδύναμα κράτη. Μήπως η Κούβα είχε το δικαίωμα να σχηματίσει μια στρατιωτική συμμαχία με την Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου; Οι Ηνωμένες Πολιτείες σίγουρα δεν το πίστευαν, και οι Ρώσοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο για μια Ουκρανία που ενώνεται με την Δύση. Είναι προς το συμφέρον τής Ουκρανίας να κατανοήσει αυτά τα δεδομένα τής ζωής και να προχωρήσει προσεκτικά, όταν συναλλάσσεται με τον πιο ισχυρό γείτονά της.
Ωστόσο, ακόμη και αν κάποιος απορρίπτει αυτή την ανάλυση και πιστεύει ότι η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το γεγονός παραμένει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν το δικαίωμα να απορρίψουν τα αιτήματα αυτά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η Δύση πρέπει να διευκολύνει την Ουκρανία, αν εκείνη κλίνει στο να ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική προς την λάθος κατεύθυνση, ειδικά αν η άμυνά της δεν αποτελεί ζωτικό συμφέρον. Η ικανοποίηση των ονείρων κάποιων Ουκρανών δεν αξίζει την εχθρότητα και την σύγκρουση που θα προκαλέσει, ιδιαίτερα στον ουκρανικό λαό.
Βέβαια, ορισμένοι αναλυτές μπορεί να παραδεχτούν ότι το ΝΑΤΟ χειρίστηκε κακώς τις σχέσεις με την Ουκρανία και παρόλα αυτά να εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η Ρωσία αποτελεί έναν εχθρό που θα γίνει όλο και πιο τρομακτικός με την πάροδο του χρόνου – και ότι η Δύση δεν έχει επομένως άλλη επιλογή από το να συνεχίσει την παρούσα πολιτική της. Αλλά αυτή η άποψη είναι πολύ λανθασμένη. Η Ρωσία είναι μια παρακμάζουσα δύναμη, και θα γίνεται μόνο ασθενέστερη με τον χρόνο. Ακόμα και αν η Ρωσία ήταν μια ανερχόμενη δύναμη, άλλωστε, πάλι δεν θα είχε κανένα νόημα να ενσωματωθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Ο λόγος είναι απλός: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους δεν θεωρούν την Ουκρανία ως ένα βασικό στρατηγικό συμφέρον, όπως αποδεικνύει η απροθυμία τους να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική δύναμη προς ενίσχυσή της. Συνεπώς, θα ήταν το αποκορύφωμα της ανοησίας να δημιουργηθεί ένα νέο μέλος του ΝΑΤΟ το οποίο τα άλλα μέλη δεν έχουν καμία πρόθεση να υπερασπιστούν. Το ΝΑΤΟ έχει επεκταθεί και στο παρελθόν, επειδή οι φιλελεύθεροι συμπέραναν ότι η συμμαχία δεν θα χρειαστεί ποτέ να τιμήσει τις νέες εγγυήσεις για την ασφάλειά της, αλλά το πρόσφατο παιχνίδι εξουσίας τής Ρωσίας δείχνει ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να θέσει την Ρωσία και την Δύση σε πορεία σύγκρουσης.
Η προσκόλληση στην τρέχουσα πολιτική θα περιπλέξει τις σχέσεις τής Δύσης με την Μόσχα και σχετικά με άλλα θέματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την βοήθεια της Ρωσίας για να αποσύρουν τον αμερικανικό εξοπλισμό από το Αφγανιστάν μέσω ρωσικού εδάφους, να επιτύχουν πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και να σταθεροποιήσουν την κατάσταση στη Συρία. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα έχει βοηθήσει την Ουάσινγκτον και στα τρία αυτά ζητήματα στο παρελθόν- το καλοκαίρι του 2013, ο Πούτιν ήταν αυτός που έβγαλε τα κάστανα του Ομπάμα από τη φωτιά, σφυρηλατώντας τη συμφωνία βάσει της οποίας η Συρία συμφώνησε να εγκαταλείψει τα χημικά της όπλα, αποφεύγοντας έτσι το στρατιωτικό χτύπημα των ΗΠΑ με το οποίο είχε απειλήσει ο Ομπάμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επίσης κάποια μέρα θα χρειαστούν την βοήθεια της Ρωσίας για να ανασχέσουν μια άνοδο της Κίνας. Η σημερινή πολιτική των ΗΠΑ, ωστόσο, απλώς οδηγεί την Μόσχα και το Πεκίνο πιο κοντά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν τώρα μια επιλογή για την Ουκρανία. Μπορούν να συνεχίσουν την τρέχουσα πολιτική τους, η οποία θα επιδεινώσει τις εχθροπραξίες με την Ρωσία και θα αφανίσει την Ουκρανία στο πλαίσιο της διαδικασίας – ένα σενάριο στο οποίο όλοι θα βγουν χαμένοι. Ή μπορούν να αλλάξουν και να εργαστούν για την δημιουργία μιας ευημερούσας αλλά ουδέτερης Ουκρανίας, μιας Ουκρανίας που δεν θα απειλεί την Ρωσία και θα επιτρέπει στην Δύση να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Μόσχα. Με την προσέγγιση αυτή, όλες οι πλευρές θα έβγαιναν κερδισμένες.
* Τζον Μερσχάιµερ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου