Το Eurogroup κάλεσε τα κράτη – μέλη με υψηλό χρέος να αρχίσουν να μειώνουν την υπερέκθεσή τους από το επόμενο έτος – κρούοντας επί της ουσίας τον κώδωνα του κινδύνου στις πιο ευάλωτες οικονομικά χώρες. Οπως η Ελλάδα, η οποία έχει το υψηλότερο στην ευρωζώνη και παραμένει χωρίς επενδυτική βαθμίδα.
Στην περίπτωση της χώρας μας τα στοιχεία «ζαλίζουν» όπως αναφέρει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος: μόνο κατά την περίοδο της πανδημίας η συνολική αξία του ακαθάριστου δημόσιου χρέους αυξήθηκε κατά 32 δισ. ευρώ και εκτοξεύτηκε στα 388,337 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2021 από 356,014 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το χρέος αυξήθηκε στο 200,7% του ΑΕΠ έναντι 207,3% στο δεύτερο τρίμηνο (στα 357,3 δισ. ευρώ από 354 δισ. ευρώ), όταν στην ευρωζώνη ο μέσος όρος είναι στο 98,6%.
Και αυτό πριν από τις δυσμενείς εξελίξεις στο γεωπολιτικό μέτωπο με τον πόλεμο στην Ουκρανία που αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την πορεία ανάκαμψης του παγκόσμιου εμπορίου. Οι αναλυτές ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στο ουκρανικό έδαφος έχριζαν «πρωταθλήτρια» την Ελλάδα, ως την πλέον υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης (ακολουθούν η Ιταλία με χρέος 149% του ΑΕΠ και η Πορτογαλία με 122% του ΑΕΠ). Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για τη νέα χρονιά, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα μειωθεί στο 192% του ΑΕΠ το 2021 (από 206% το 2020) και θα κινηθεί κάτω από το 183% το 2022. Εδώ εντοπίζεται μία ειρωνεία. Το 2010, μετά τον αποκλεισμό από τις αγορές, η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο και το χρέος ήταν 147% του ΑΕΠ (126% το 2009), ενώ το 2011 έφτασε το 175%. Να σημειωθεί πως φέτος η Ελλάδα μόνο σε τόκους θα πρέπει να πληρώσει στους δανειστές της 4,6 δισ. ευρώ.
Το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται καθησυχαστικό, εκπέμποντας μήνυμα ότι η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη. Μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, απαντώντας χθες σε σχετική ερώτηση στη Βουλή, ανέφερε ότι η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους είναι άνω των 20 ετών, το ποσοστό κυμαινόμενου χρέους είναι κάτω του 2%, οι μεικτές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα κυμανθούν στο 10% του ΑΕΠ έως το 2060 (από τα χαμηλότερα ποσοστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο), οι δαπάνες εξυπηρέτησης τόκων είναι – σταθερά – χαμηλές και το μέσο σταθμικό ονομαστικό επιτόκιο είναι στο 1,4%. Τόνισε δε ότι η αποκλιμάκωση θα γίνει μέσω της ισχυρής ανάκαμψης και της διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όσο και μέσα από τη σταδιακή επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και την υλοποίηση ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη επιτυχούς αντιμετώπισης των διαδοχικών εξωγενών κρίσεων.
Χρέος και πόλεμος
Αισιόδοξα μηνύματα ως προς το συμμάζεμα των ελληνικών δημοσιονομικών έστελναν και οι προβλέψεις των αναλυτών πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εκτιμήσεις οι οποίες δεν έχουν αλλάξει κατά πολύ. Παρά ταύτα οι γεωπολιτικές συνθήκες και η έκρηξη των τιμών δημιουργούν πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα ό,τι παραπάνω έλλειμμα (για την κάλυψη δαπανών στήριξης ή και λόγω της μείωσης των εσόδων) θα δημιουργηθεί το 2022, η κυβέρνηση θα το βρει μπροστά της το 2023. Είναι επίσης άγνωστο πώς θα κινηθεί το ΑΕΠ, καθώς μπορεί η πρόβλεψη του 4,5%-5% το 2022 να μην υλοποιηθεί. Εξού και οι αποφάσεις – σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – τόσο για τους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας (για χαμηλότερο στόχο χρέους) όσο και για την παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας το 2023 αποτελούν σημεία – κλειδιά της φετινής χρονιάς.
Μέσα σε όλο το σκηνικό, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αποπληρώσει τα τελευταία δάνεια που έλαβε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (1,9 δισ. ευρώ) και προς τις ευρωπαϊκές χώρες (5,3 δισ. ευρώ). Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2021 η σχέση τόκων / εσόδων μειώθηκε στο 5,6%, παρά την πρόσκαιρη μείωση των δημόσιων εσόδων από την αρχή της πανδημίας. Από το 2012, όταν είχε ανέλθει στο 10,9%, η σχέση τόκων / εσόδων έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό, καθώς αυξήθηκαν σημαντικά τα έσοδα και μειώθηκαν οι πληρωμές τόκων. Οι αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνέβαλαν στη διατήρηση των οριακών επιτοκίων του ελληνικού χρέους, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί σε λίγο πιο πάνω από 1,3%, από περισσότερο από 2% τον Μάιο του 2020.
Πηγή: ot.gr