Ο χρόνος στον οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές είναι εδώ και καιρό το πιο διαδεδομένο αφήγημα στα πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία. Γιατί; Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο δεν εξηγείται εύκολα, σε πρώτη ανάγνωση, δεδομένου ό,τι ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει διαψεύσει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, και πολλές φορές, ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα έλεγε κανείς πως η επιμονή ορισμένων τείνει ακόμα και να “παρεξηγηθεί”, όταν μίντια που στηρίζουν αναφανδόν την κυβέρνηση, ή και πρωταγωνιστούν στην επιχείρηση πολιτικής αποδόμησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αμφισβητούν με πρωτοσέλιδους τίτλους τις διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Κάτι δεν πάει καλά. Ακόμα περισσότερο όταν απαξιώνεται και η “συνοδός” πρωθυπουργική δέσμευση πως δεν πρόκειται να αλλάξει ο εκλογικός νόμος και να πεταχτεί στα αζήτητα ο νόμος που ψήφισε η ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία πριν, μόλις, δύο χρόνια.
Ούτε η απλουστευτική, όσο και πολιτικά κυνική ομολογία του Στέλιου Πέτσα πως “εάν κάνουμε τώρα εκλογές θα μας τιμωρήσουν οι πολίτες” (λόγω της έκρηξης ακρίβειας και των ανατιμήσεων), γίνεται αρκούντως πιστευτή από εφημερίδες, όπως η “Καθημερινή” (που προ ημερών έγραφε για “σενάρια πρόωρων εκλογών λόγω πολέμου”), τα “Νέα”, και τα “Παραπολιτικά” που επιμένουν πως είναι ανοικτό το θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου.
Είναι αλήθεια πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για δεύτερες σκέψεις σε όποιον υπουργό, ή συνεργάτη του, ανοίγει συζήτηση για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Σε όλους δείχνει τις ημερομηνίες λίγο πριν, ή λίγο μετά το Πάσχα του 2023, και επικαλείται το “απόθεμα” αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης των πολιτών -όπως λένε στο Μέγαρο Μαξίμου- που έχει δημιουργήσει.
Κι’ όμως, η ταραχή στην κοινοβουλευτική ομάδα είναι ευδιάκριτη, οι δε περισσότεροι από τους υπουργούς, αναπληρωτές, υφυπουργούς και γενικούς γραμματείς έχουν περίπου μπει σε flight mode (λειτουργία πτήσης) θεωρώντας πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκηρυχθούν εκλογές.
Για να είμαστε ειλικρινείς, το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το ρεύμα δυσαρέσκειας και απογοήτευσης που καταγράφεται ολοένα και εντονότερα στις δημοσκοπήσεις δεν μεταφράζεται σε κάποια μαζική κινητοποίηση υπέρ του Αλέξη Τσίπρα. Δεν παρατηρείται, δηλαδή, ούτε το φαινόμενο της καταβύθισης της κυβέρνησης Σαμαρά που συνδυαζόταν με το ρεύμα ελπίδας και προσδοκίας για νίκη του (τότε) ΣΥΡΙΖΑ. Δεν παρατηρείται καν κάποιο αντικυβερνητικό κίνημα, όπως το γνωστό “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο” που έφερε στην εξουσία τον σημερινό πρωθυπουργό, ως απάντηση-λύση στη θολή και ακατέργαστη, αλλά, πάντως, πολύ δυναμική τάση να τιμωρηθεί η προηγούμενη κυβέρνηση πριν τις εκλογές του 2019.
Η δυσαρέσκεια, σήμερα, είναι υποδόρια, ενίοτε βουβή, και γι’ αυτό πολύ πιο επικίνδυνη. Αποπροσανατολίζει σε μεγάλο βαθμό εκείνους που συνεχίζουν ως “επίμονοι κηπουροί” να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση της ηγεμονίας, και δίνει επιχειρήματα περί ανθεκτικότητας στους “επαγγελματίες” συνηγόρους των μίντια και της πολιτικής περιφέρειας (πολιτικές προσωπικότητες που επιθυμούν να επιστρέψουν, στρατευμένοι διανοούμενοι, δημοσιολόγοι, δημοσιογράφοι που ετοιμάζονται να μεταπηδήσουν στα κομματικά ψηφοδέλτια κ.ά).
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κυβέρνηση ίσως είναι αυτή ακριβώς η εμμονή στην προβολή της επικοινωνιακής ψευδαίσθησης στην πολιτική πραγματικότητα. Διότι, έχουμε φθάσει σε ένα σημείο στο οποίο δεν χρειάζεται ανίκητος πολιτικός αντίπαλος, ή ακόμα και ανυπέρβλητο εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα, για να χάσει η κυβέρνηση την κυριαρχία της. Έως ένα βαθμό το επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις, που ενώ ήταν ο εξιδανικευμένος μύθος που διάβαζαν κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν όλα τα στελέχη της Ν.Δ (με τις διαφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ …στον Θεό), τώρα αναδεικνύουν την τάση πώς μπορείς να χάσει κανείς τις εκλογές μόνος του, ακόμα κι αν δεν μπορεί ο αντιπαλός του να κάνει το πολύ μεγάλο άλμα.
Εδώ και περίπου τρεις μήνες, για παράδειγμα, η Ν.Δ χάνει σταθερά 1,5-2 μονάδες κάθε μήνα. Σαν να πληρώνει ενοίκιο στην απογοήτευση και οργή του κόσμου που η ίδια έχει προκαλέσει. Ακόμα και εταιρείες μετρήσεων, όπως η Marc, η Public Issue και η Metron Analysis που παρουσίαζαν παλαιότερα ποσοστά παντοδυναμίας για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, καταγράφουν, τώρα, εικόνα ραγδαίας προϊούσας φθοράς. Εάν συνεχίσει να χάνει μία, ή δύο μονάδες, κάθε μήνα το κυβερνών κόμμα δεν χρειάζεται, τελικά, να ανεβαίνουν ιδιαίτερα τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Κάποια στιγμή -εφόσον συνεχιστεί η τάση- η ψαλίδα θα κλείσει και ίσως φτάσει σε εκείνο το ψυχολογικό σημείο που θα καλλιεργήσει την αμφιβολία πώς μπορεί να υπάρξει και ανατροπή.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν χάνει επειδή οι πολίτες θαμπώνονται από το πολιτικό “φωτοστέφανο” του Αλέξη Τσίπρα. Χάνει επειδή έχει …κατορθώσει να εξοργίσει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και δεν παρουσιάζει διέξοδο από την κρίση. Πολλές δηλώσεις, δε, κορυφαίων υπουργών εξοργίζουν ακόμα περισσότερο τον κόσμο επειδή δείχνουν ολοκληρωτική απουσία ενσυναίσθησης. Σε ένα άλλο μιντιακό περιβάλλον θα είχαν αναδειχθεί σε κεντρικές φιγούρες των δελτίων ειδήσεων και του διαδικτύου, όπως είχε συμβεί με κάποιες άλλες του παρελθόντος, όταν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμα και το αφήγημα που θέλει τις κυβερνήσεις να συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους εν ώρα πολέμου, και το οποίο αναδείχθηκε πρόσφατα με προβολή στην δημοσκοπική άνοδο του Εμανουέλ Μακρόν ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών της 10ης Απριλίου, φαίνεται πως δεν επιβεβαιώνεται στα καθ’ ημάς.
Ποιοτικά, αυτό είναι πιθανό να σημαίνει πως ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων που επέλεξαν τη Ν.Δ (και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη) το 2019, αποχωρεί δρομέως και προσώρας προτιμά να κρυφτεί στην ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου. Η Ν.Δ, δηλαδή, καταγράφει απώλειες ψηφοφόρων που δεν έχουν αποφασίσει να μετακινηθούν προς άλλο κόμμα (πλην των γνωστών μετακινήσεων προς το ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη που, όμως, απ΄ ότι φαίνεται έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί). Οι γνωστοί υπεραισιόδοξοι της κυβέρνησης ισχυρίζονται πως όταν τεθεί το σκληρό δίλημμα διακυβέρνησης, μεταξύ της κάλπης της απλής αναλογικής και της επόμενης, όλοι αυτοί θα επιστρέψουν στην κομματική θαλπωρή. Ο ισχυρισμός είναι κυριολεκτικά στον “αέρα” και αξίζει να δει κανείς πόσοι επέστρεψαν -και πότε- εξ εκείνων που εγκατέλλειψαν τη Ν.Δ στις εκλογές του 2012 και, κυρίως, σε εκείνες του 2015.
Η απλή αναλογική, δε, αν και υποτιμάται επίμονα από το κυβερνητικό αφήγημα, ως μία στάση προς την αυτοδυναμία, μπορεί να αποδειχθεί “game changer”.
Πρώτον, γιατί όταν ο πρωθυπουργός καθιστά σαφές πως όλα θα κριθούν στις δεύτερες κάλπες, η τάση φυγής νεοδημοκρατικών ψήφων προκειμένου να σταλεί ηχηρό μήνυμα μπορεί να γίνει πολύ πιό έντονη (με το άλλοθι πώς θα επανέλθουν την ώρα του τελικού διλήμματος), και τα ποσοστά στο εκλογικό ταμπλώ να είναι τέτοια που θα δημιουργήσουν εντυπώσεις μετάβασης σε νέα εποχή. Δεύτερον, διότι, εκ της φύσεως της η απλή αναλογική αποτελεί και δοκιμαστικό σωλήνα συναινέσεων και συνεργασιών. Όποιος με κυνισμό προσπεράσει αυτά τα μηνύματα μπορεί να το βρει μπροστά του.
Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν υπάρξει βίαιη αφύπνιση και αλλαγή μοντέλου διακυβέρνησης και πολιτικής, το κυβερνών κόμμα κινδυνεύει να βρεθεί σε πολύ δυσκολότερη θέση απ΄ αυτήν που ήδη βρίσκεται. Έχοντας καλλιεργήσει, δε, μέχρι μόλις πριν από λιγότερο από ένα χρόνο, την αίσθηση πως προηγείται (δημοσκοπικά) 15 ή 18 μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θα πρέπει να εξηγήσει τι έχει συμβεί και αγωνίζεται σήμερα να κρατηθεί πάνω από το 30%. Οι δικαιολογίες για την …παγκόσμια πανδημία, την …παγκόσμια ενεργειακή κρίση, και τον …παγκόσμιο πόλεμο στην Ουκρανία δεν θα έχουν εύκολα αποτύπωμα στην συμπεριφορά των ψηφοφόρων.