Κρατήστε τη μέρα (Save the date), 29 Μαρτίου 2022. Στο συνέδριο του “Οικονομικού Ταχυδρόμου” και στους Νίκο Φιλιππίδη και Νίκη Λυμπεράκη, ο πρωθυπουργός δήλωσε: “ο λαός θα μας υποδείξει τελικά αν η χώρα θα κυβερνηθεί από ένα κόμμα ή από περισσότερα. Η χώρα θα κυβερνηθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο“. Και στο “Καλημέρα Ελλάδα” (Ant1) και τον Γιώργο Παπαδάκη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ρωτήθηκε για τα σενάρια κυβερνητικής συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές και είπε: “…για να μην λέω κι εγώ πράγματα τα οποία μοιάζουν υπερβολικά – εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει αυτές τις εκλογές, ώστε το πρώτο κόμμα να μπορεί να συνεργαστεί με το τρίτο, με το τέταρτο για να φτιάξουν μια κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία θα πάει τον τόπο σε ένα σχέδιο, αν όχι τετραετίας, αλλά σε ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της κρίσης“.
Ως προς την δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αυτή συνιστά ανατροπή του κυρίαρχου αφηγήματος περί αυτοδυναμίας που καλλιέργησε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη διατύπωσή του στην συνέντευξη Τύπου του Σεπτεμβρίου του 2021 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το δίλημμα “αυτοδυναμία ή περιπέτειες” κατέπεσε σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις και, τώρα, δια πρωθυπουργικών χειλέων όχι μόνο παύει να υφίσταται αλλά μετατρέπεται σε στροφή προς την αναζήτηση πιθανών κυβερνητικών εταίρων. Η αλλαγή είναι θεαματική και επιβάλλεται, εκ των πραγμάτων, από τις σοβαρές δημοσκοπικές απώλειες του κυβερνώντος κόμματος, κυρίως, όμως, από όσα πολύ δύσκολα έως επικίνδυνα προδιαγράφονται στο πεδίο της οικονομίας και των φαραωνικών συνεπειών που προκαλεί το εκρηκτικό δίδυμο της ενεργειακής κρίσης και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο και η επιδίωξη της αυτοδυναμίας θα αποτελούσε εντελώς αποπροσανατολιστική ουτοπία για την κυβέρνηση.
Η δημοσκοπική διαφορά μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κυμαίνεται, πλέον, περίπου στις 7 με 8 μονάδες (Πρόθεση Ψήφου), με το περιθώριο σφάλματος, μάλιστα, μπορεί να είναι και αρκετά μικρότερη. Τους τελευταίους μήνες, η Ν.Δ χάνει περίπου μία έως δύο μονάδες κάθε μήνα, και παρότι το προβάδισμά της παραμένει σαφές, η αδυναμία της να ελπίζει σε σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης μετά τις επόμενες κάλπες την αναγκάζει να αναθεωρήσει πλήρως την στρατηγική της.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν “αποστολή αυτοκτονίας” να προκηρύξει πρόωρες εκλογές τον Μάϊο, ως εκ τούτου προβάλλει ως αυτονόητο το σενάριο οι κάλπες να στηθούν στα τέλη της άνοιξης του 2023, όπως, άλλωστε δήλωσε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Και εφόσον δεν αποστεί από τις επανειλημμένες δεσμεύσεις του, η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση (μετά την πρώτη της απλής αναλογικής) θα διεξαχθεί με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο. Συμπέρασμα: ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται πιά σε αναζήτηση πιθανών κυβερνητικών εταίρων. Ήδη αυτό αποτελεί, μαζί με το τέλος του αφηγήματος περί αυτοδυναμίας, και το τέλος της εποχής της αδιαμφισβήτητης πολιτικής ηγεμονίας. Προσγειώνει, δηλαδή, την κυβέρνηση στο πολιτικά “θνητό”, το οποίο βιώνει κάθε κυβέρνηση προς τα τέλη της θητείας της, εν προκειμένω εν μέσω μεγάλων προβλημάτων που αφορούν την οικονομία που καθιστούν άδηλο το μέλλον.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε με τη χθεσινή του δήλωση να αμβλύνει τον στόχο περί προοδευτικής διακυβέρνησης και να μετακινείται στην στρατηγική για τον σχηματισμό ακόμα και κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης (λόγω των δυσμενών συνθηκών στην οικονομία, τις οποίες θεωρεί δεδομένες) που μπορεί να μην έχει ορίζοντα τετραετίας. Περιγράφει, δηλαδή, ακόμα και μία κυβέρνηση “ειδικού σκοπού” που δεν χρειάζεται (;) απαραίτητα να είναι πλειοψηφική, αλλά να διαθέτει την ανοχή άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Τούτων δοθέντων, η απλή αναλογική θα είναι εμβρυουλκός εξελίξεων. Εάν η Ν.Δ αναδειχθεί πρώτο κόμμα με μικρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στην δεύτερη αναμέτρηση όλα θα είναι ανοικτά. Εκεί ο κ. Μητσοτάκης θα παίξει, δίχως άλλο, το χαρτί του κινδύνου μιας παρατεταμένης κρίσης και ακυβερνησίας και ίσως ανακάμψει, με την ανάγκη, βεβαίως, κυβερνητικού εταίρου. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κερδίσει, έστω και με μία ψήφο, στην κάλπη της απλής αναλογικής, ο κ. Τσίπρας αποκτά ένα πολύ ισχυρό προβάδισμα.
Σε αυτό το (πιθανό) σκηνικό, το ΚΙΝ.ΑΛ είναι ο εταίρος που θα χρειαστούν και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα έχει, ωστόσο, να διαχειριστεί υπεύθυνα το ποσοστό που θα καταγράψει στην πρώτη κάλπη και το οποίο θα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό εντολή για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας. Σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να αξιολογήσει τα δεδομένα και να λάβει αποφάσεις που θα κρίνουν ακόμα και την πολιτική ταυτότητα του κόμματός του.
Από την άλλη, μικρότερα κόμματα, όπως η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, ή άλλο κόμμα “στα δεξιά της Δεξιάς” που θα κατορθώσει να συγκεντρώσει το 3% για την είσοδο στη Βουλή, αποκτούν “κυβερνητική χρησιμότητα”.
Όλα αυτά σε ένα δυστοπικό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, κάτι που θα αναδείξει τκ των πραγμάτων και διαχωριστικές γραμμές σχετικά με την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει μία κυβέρνηση συνεργασίας. Το “σχέδιο διάσωσης” της οικονομίας και της κοινωνίας θα είναι το πρόσημο μιας τέτοιας κυβερνητικής συνύπαρξης και αυτό θα πρέπει να κατατεθεί με δεσμευτική ευκρίνεια μετά την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής.