Ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Δύση εξαπέλυσε έναν οικονομικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν την πώληση μιας ευρείας γκάμας προϊόντων στη Ρωσία, μεγάλες εταιρείες αποχώρησαν από τη χώρα και δυτικές χώρες πάγωσαν από κοινού το 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας.
Το σκεπτικό ήταν να συντρίψουν τη ρωσική οικονομία, τιμωρώντας τον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν για την επιθετικότητά του. Την εβδομάδα μετά την εισβολή το ρούβλι έχασε το ένα τρίτο της αξίας του έναντι του δολαρίου και η τιμή των μετοχών πολλών ρωσικών εταιρειών κατέρρευσε.
Πηγαίνουν τα πράγματα σύμφωνα με το σχέδιο της Δύσης;
Το Economist απαντά πως όχι. Το χάος που επικράτησε αρχικά στις ρωσικές αγορές φαίνεται να έχει υποχωρήσει. Το ρούβλι έχει ανακάμψει από τα χαμηλά στις αρχές Μαρτίου και πλησιάζει πλέον στα προ πολέμου επίπεδα. Το ρωσικό χρηματιστήριο υποχώρησε κατά 30% αλλά έκτοτε έχει ανακτήσει κάποιες από τις απώλειες. Η κυβέρνηση και οι περισσότερες εταιρείες αποπληρώνουν κανονικά τα ομόλογα σε ξένο νόμισμα. Η φυγή καταθέσεων ($31 δισ.) με τους Ρώσους να επιστρέφουν πολλά από τα χρήματα στους λογαριασμούς τους.
Όπως αναφέρει άρθρο του βρετανικού περιοδικού, μια σειρά από πολιτικές βοήθησαν να σταθεροποιηθούν οι αγορές. Μια ορθόδοξη πολιτική που εφάρμοσε η ρωσική κεντρική τράπεζα ήταν η αύξηση των επιτοκίων από το 9,5% στο 20%, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να κρατήσουν ρωσικά στοιχεία ενεργητικού που αποφέρουν τόκο. Mια λιγότερο ορθόδοξη πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση ήταν σύμφωνα με το Economist η εντολή στις εξαγωγικές επιχειρήσεις να μετατρέψουν σε ρούβλι το 80% των εσόδων τους σε ξένο νόμισμα. Παράλληλα, στο χρηματιστήριο δεν επιτρέπεται το short selling.
H πραγματική οικονομία σύμφωνα με το Economist είναι ο καθρέφτης των χρηματοοικονομικών αγορών: πιο υγιής από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Οι τιμές καταναλωτή έχουν ενισχυθεί πάνω από 5% από την αρχή του Μαρτίου. Πολλές εταιρείες έχουν αποχωρήσει, ενώ η αποδυνάμωση του νομίσματος και οι κυρώσεις έχουν καταστήσει τις εισαγωγές πιο ακριβές. Αλλά δεν ακριβαίνουν τα πάντα. Η βότκα, η οποία παράγεται κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό της χώρας, κοστίζει λίγο παραπάνω από ό,τι πριν τον πόλεμο. Η βενζίνη κοστίζει το ίδιο. Και αν και ακόμα είναι νωρίς, δεν υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι επέρχεται κάποιο μεγάλο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με μέτρηση του ΟΟΣΑ το ΑΕΠ της Ρωσίας την εβδομάδα που έληξε στις 26 Μαρτίου ήταν περίπου 5% υψηλότερο σε σχέση με πέρυσι. Εν τω μεταξύ, ένας δείκτης καταναλωτικών δαπανών της Sberbank έχει κινηθεί οριακά υψηλότερα σε ετήσια βάση.
Το Economist δεν αμφισβητεί ότι η Ρωσία θα εισέλθει σε ύφεση φέτος. Αλλά το αν η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα είναι τόσο μεγάλη όση προβλέπουν οι περισσότεροι οικονομόλογοι – στο 10 με 15% – θα εξαρτηθεί σύμφωνα με το βρετανικό οικονομικό περιοδικό από τρεις παράγοντες:
Πρώτον, αν οι Ρώσοι θα αρχίσουν να ανησυχούν για την οικονομία, καθώς θα συνεχίζεται ο πόλεμος και μειώσουν τις δαπάνες, όπως συνέβη το 2014 όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία.
Δεύτερον, αν η παραγωγή καταρρεύσει λόγω των κυρώσεων που εμποδίζουν την εισαγωγή αγαθών από τη Δύση. Ο αεροναυπηγικός τομέας και η αυτοκινητοβιομηχανίες φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτες, αλλά πολλές μεγάλες εταιρείες που ιδρύθηκαν κατά τη σοβιετική περίοδο έχουν συνηθίσει να λειτουργούν χωρίς πρόσβαση σε εισαγωγές. Αν υπάρχει μία οικονομία που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην αποκοπή από τον υπόλοιπο κόσμο, αυτή είναι η ρωσική, υπογραμμίζει το Economist.
O τρίτος και πιο σημαντικός παράγοντας αφορά τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Παρά τον τεράστιο αριθμό κυρώσεων, η Ρωσία εξακολουθεί να πουλά αργό αξίας 10 δισ. δολαρίων τον μήνα σε ξένους αγοραστές, ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο των εξαγωγών πριν τον πόλεμο. Τα έσοδα από την πώληση φυσικού αερίου και άλλων πετρελαϊκών προϊόντων συνεχίζουν να μπαίνουν στα κρατικά ταμεία. Τούτο προσφέρει στη Ρωσία μια πολύτιμη πηγή συναλλάγματος με το οποίο μπορεί να αγοράσει κάποια καταναλωτικά προϊόντα και εξαρτήματα από ουδέτερες και φιλικές χώρες.
Αν αυτό δεν αλλάξει, η ρωσική οικονομία μπορεί να κρατηθεί όρθια για κάμποσο καιρό ακόμα.