Αφελώς, αλλά εν τέλει ειλικρινώς, ο Στέλιος Πέτσας ομολόγησε προ ημερών πως ένας εκλογικός αιφνιδιασμός αποκλείεται το επόμενο διάστημα διότι η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία κοινωνία που υπό το βάρος της ακρίβειας, των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και των “φαραωνικών” λογαριασμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος θα έχει την διάθεση να …”τιμωρήσει”.
Το παράδειγμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών της Κυριακής (α’ γύρος) έρχεται -ασχέτως τελικού αποτελέσματος- να επιβεβαιώσει τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών και να εξηγήσει σε σημαντικό βαθμό γιατί ο πρωθυπουργός δεσμεύεται μεγαλοφώνως πώς οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν σε περίπου ένα χρόνο και όχι νωρίτερα.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές των τάσεων στις γαλλικές εκλογές, ενώ ο πρόεδρος Μακρόν επένδυσε στο διεθνές προφίλ του λόγω της προεδρίας της Ε.Ε και των συνεχών παρεμβάσεών του για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και αρχικά συσπείρωσε σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων, τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται ραγδαία άνοδος των (δημοσκοπικών) ποσοστών της Μαρί Λεπέν. Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την τελευταία να σκαρφαλώνει από το 15% στις 21% και η προβολή-πρόβλεψη για τον β’ γύρο φέρνουν το δίδυμο Μακρόν-Λεπέν με ποσοστά 53% και 47% αντίστοιχα. Λιγότεροι θεωρούν, πλέον, βέβαιη την επανεκλογή του Γάλλου προέδρου, αν και αυτή είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Οι ίδιοι αναλυτές (πολύ ενδιαφέρον σχετικά το άρθρο του εκλογολόγου Απ. Πιστόλα) επισημαίνουν πως καταλύτης αυτής της αλλαγής της εκλογικής συμπεριφοράς των Γάλλων είναι η ακρίβεια (αγοραστική δύναμη) και η μετακίνηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης από το “προεδρικό προφίλ” του Μακρόν στην στρατηγική του “νοιάζομαι για τους πολίτες” της Λεπέν.
Εύλογα μπορεί να θεωρηθεί πως κάπως έτσι θα κινηθούν οι πολιτικές τάσεις και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εάν συντρέξουν δύο βασικές παράμετροι:
–Πρώτον, εάν η ενεργειακή κρίση που εντείνεται από τον πόλεμο συνεχιστεί και ενισχύσει ακόμα περισσότερο το “ράλι τιμών”, σε συνδυασμό με πιθανή επισιστική κρίση και ραγδαία μεταβολή της οικονομικής καθημερινότητας των οικογενειών και,
–Δεύτερον, εάν συνεχιστεί η τάση που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις ολοένα εντονότερα και δείχνει πως περίπου 8 στους 10 πολίτες θεωρούν τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί ανεπαρκή, ακόμα και ατελέσφορα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να δηλώνει πως “βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας” σχετικά με το Ουκρανικό και όντως να βρίσκεται, ωστόσο το κοντέρ της Ιστορίας καταγράφει διαφορετικά τα γεγονότα για τους πολίτες. Οι λογαριασμοί της ΔΕΗ, η τιμή της βενζίνης στην αντλία, και οι ανατιμήσεις στα σούπερ μάρκετ καθίστανται καθοριστικοί παράγοντες για την εκλογική συμπεριφορά, ακόμα και αν οι εναλλακτικές πολιτικές λύσεις δεν έχουν αποκτήσει δυναμική ανατροπής.
Στο Μέγαρο Μαξίμου δείχνουν να επαναπαύονται στο ότι δεν αυξάνουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις μετρήσεις. Παρότι δεν είναι απολύτως ακριβές (αυξάνουν αργά αλλά σταθερά), εκείνο που είναι σημαντικό είναι πως η κυβέρνηση χάνει οριστικά το momentum αυτοδυναμίας που διέθετε. Αυτό αποτελεί ήδη μία ήττα, αποτέλεσμα του εγκλωβισμού της στην συγκεκριμένη στρατηγική για πολλούς μήνες, και οι εντυπώσεις γίνονται ακόμα πιό αρνητικές από τη στιγμή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδειξε να την εγκαταλείπει και να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Τους επόμενους μήνες, η μεν κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εξαντλήσει όλα τα δημοσιονομικά εργαλεία για επιδοματικές πολιτικές στήριξης και παρεμβάσεις στην αγορά, η δε αξιωματική αντιπολίτευση θα εντείνει την τακτική της “στο πεδίο” για να αναδεικνύει αυτά ακριβώς τα προβλήματα και να προτείνει λύσεις. Η αντιπαράθεση μεταφέρεται στο “ποιός νοιάζεται περισσότερο” και στο “ποιός μπορεί”.
Ενώ ως προς το δεύτερο (…μπορεί) η κυβέρνηση φαίνεται να διαθέτει μικρή υπεροπλία καλλιεργώντας την αίσθηση πως ο Αλέξης Τσίπρας δημαγωγεί και πλειοδοτεί με μη κοστολογημένα μέτρα, ως προς το πρώτο η στρατηγική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τις τακτικές επισκέψεις και περιοδείες εκεί που οι πολίτες βιώνουν τα προβλήματα της κρίσης αποδίδει ήδη περισσότερο και φέρνει αποτελέσματα. Ως προς αυτό,άλλωστε, η κυβέρνηση μειονεκτεί (και) εξαιτίας αψυχολόγητων δηλώσεων κορυφαίων υπουργών που εμφανίζονται να απέχουν από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και τελικά προσβάλουν τη νοημοσύνη των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται.
Στο Μέγαρο Μαξίμου εγκατέλειψαν το σχέδιο του εκλογικού αιφνιδιασμού τον Μάϊο για τους λόγους που άφησε να εννοηθούν ο κ. Πέτσας. Ελπίζουν, δηλαδή, πως είτε με τον τερματισμό του πολέμου, είτε με κάποια αφύπνιση (…) της Ε.Ε, μπορεί τα πράγματα να βελτιωθούν και να δημιουργηθεί διάδρομος σχετικής ασφαλείας. Μπορεί, όμως, να πάνε και χειρότερα. Ο τουρισμός ίσως να φέρει κάποιες ανάσες, το καλοκαίρι, όμως, θα τελειώσει και η επιστροφή στις χειρότερες εκδοχές της πραγματικότητας δεν θα αντιστρέψει τη σημερινή δημοσκοπική φθορά.
Το …“νοιάζομαι” εγκαθίσταται ως η κρίσιμη παράμετρος των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων. Και αργά, ή γρήγορα, θα τεθεί το θέμα κατά πόσο οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις μπορούν να “νοιάζονται” περισσότερο από εκείνες που αποτελούν συνισταμένη των έκτακτων συνθηκών και της ανάγκης που έχουν οι κοινωνίες για προστασία.