Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μετασχηματίζει τις αγορές ενέργειας παγκοσμίως.
Οπως γράφει ο Στάνλεϊ Ριντ στους New York Times, επί χρόνια η Ευρώπη εισήγε τεράστιο όγκο φυσικού αερίου από τη Ρωσία για τη θέρμανση των κατοικιών και την ηλεκτροδότηση των επιχειρήσεων. Τώρα, όμως, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να διακοπούν αυτές οι παροχές παρά τα δυσθεώρητα ποσά που έχουν δαπανηθεί για την κατασκευή των αγωγών.
Η Ε.Ε. θέλει μέχρι το 2030 να δώσει τέλος σε αυτό που θεωρεί νοσηρό εναγκαλισμό με το φυσικό αέριο. Μέσα σε ένα έτος θέλει να μειώσει δραματικά την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, που την τροφοδοτούσε με το 40% των αναγκών της σε αέριο. Για να το αντικαταστήσει στρέφεται στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να εισαγάγουν επιπλέον περίπου 50 δισ. κυβικά μέτρα LNG το επόμενο έτος, που ισοδυναμούν με περίπου το μισό από το ρωσικό αέριο που θέλουν να καταργήσουν. Επιπλέον σκοπεύουν να αγοράσουν περισσότερο αέριο μέσω αγωγών από τη Νορβηγία και το Αζερμπαϊτζάν. Σχεδιάζουν, άλλωστε, να μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου επενδύοντας περισσότερο στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, ενώ καλούν τους πολίτες να κατεβάσουν τους θερμοστάτες τους. Οι ειδικοί εκτιμούν, ωστόσο, πως είναι πολύ δύσκολο για την Ευρώπη να μειώσει σε τέτοιο βαθμό τη χρήση του αερίου.
Η επιλογή της Ευρώπης οδηγεί σε παγκόσμια μάχη για την προμήθεια ενέργειας σε μια αγορά που δεν έχει μεγάλα περιθώρια.
Ο μεγάλος όγκος LNG, που θα πρέπει να ρέει επί χρόνια ακόμα, θα κοστίσει περίπου 50 δισ. δολάρια με τις τρέχουσες τιμές, αλλά πολύ λιγότερο αν η Ευρώπη συνάψει μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τις ΗΠΑ. Αυτή η επιλογή της Ευρώπης οδηγεί σε μια παγκόσμια μάχη για την προμήθεια ενέργειας σε μια αγορά που δεν έχει μεγάλα περιθώρια. Η Ασία και όχι η Ευρώπη είναι συνήθως ο κύριος προορισμός του LNG. Κίνα, Ιαπωνία και Νότια Κορέα ήταν οι κυριότεροι εισαγωγείς πέρυσι. Με τη στροφή της Ευρώπης στο LNG θα αυξηθεί η παγκόσμια ζήτηση για το καύσιμο κατά περίπου 10%, προκαλώντας ένα είδος πολέμου ανάμεσα στις χώρες – επίδοξους αγοραστές. Αυτό σημαίνει πως οι τιμές του καυσίμου θα παραμείνουν στα ύψη στα οποία βρίσκονται τους τελευταίους μήνες, με όση ένδεια και δυσπραγία συνεπάγεται αυτό για τους καταναλωτές και τις βιομηχανίες.
Οπως επισημαίνει ο Μάσιμο Ντι Οντοάρντο, αντιπρόεδρος του τομέα αερίου στη Wood Mackenzie, «τα επόμενα τρία χρόνια ο ανταγωνισμός για το LNG θα είναι θηριώδης, με την Ευρώπη και την Ασία να τραβάνε η κάθε μία την κουβέρτα προς το μέρος της». Θεωρητικά οι υψηλές τιμές του καυσίμου θα υπαγορεύσουν αύξηση των επενδύσεων σε κοιτάσματα αερίου. Είναι αμφίβολο όμως σε ποιο βαθμό θα συμβεί αυτό. Οπως επισημαίνει ο Τζέμς Χέντερσον, πρόεδρος του προγράμματος αερίου στο Ινστιτούτο Μελετών Ενέργεια της Οξφόρδης, «σαφώς βραχυπρόθεσμα δεν μπορεί κανείς να αντικαταστήσει τόσο μεγάλο όγκο αερίου». Ο ίδιος επισημαίνει, ωστόσο, πως η Ευρώπη επιταχύνει τη στροφή της στην καθαρή ενέργεια περιορίζοντας τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα. Αυτό ενδέχεται να δώσει τέλος στα σχέδια της Γερμανίας για ανέγερση του πρώτου τερματικού σταθμού LNG στο έδαφός της, όπως και σε πολλά άλλα σχέδια ανά την Ευρώπη. Ακόμη και πριν από τις τελευταίες ανακοινώσεις, ο όγκος LNG που εισήγε η Ευρώπη υπερέβαινε όσο φυσικό αέριο έπαιρνε μέσω αγωγών. Για τα δεξαμενόπλοια οι υψηλές τιμές της Ευρώπης ήταν δέλεαρ και τώρα τα φορτία που έρχονται είναι περίπου επταπλάσια από τα αντίστοιχα του περασμένου έτους. Και οι υψηλές τιμές θα αποβούν προς όφελος των χωρών που εξάγουν LNG: Κατάρ, Αυστραλία και προπαντός ΗΠΑ, με τις φορτώσεις αμερικανικού σχιστολιθικού LNG να έχουν αυξηθεί κατά 50% από το περασμένο έτος. Ο ενεργειακός πλούτος έχει και πολιτική διάσταση. Η Ουάσιγκτον πέτυχε να εξάγει LNG στην Ευρώπη διαρρηγνύοντας τους ενεργειακούς δεσμούς της με τη Ρωσία, επιτυγχάνοντας έτσι έναν στόχο που είχε επί πολλά χρόνια η Ουάσιγκτον.