Ο Πολ Κρούγκμαν το θέτει απλά: Γράφει στους New York Times ότι ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία χρηματοδοτείται από τα έσοδα που έχει η Ρωσία πουλώντας αέριο και πετρέλαιο στην Ευρώπη, λέει ότι ο νέος ιμπεριαλισμός του Κρεμλίνου δεν θα σταματήσει έως ότου η Ευρωπαϊκή Ενωση τερματίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από την Μόσχα, και χρεώνει στην Γερμανία την ευθύνη για την μη επιβολή ενεργειακού εμπάργκο στην Ρωσία χαρακτηρίζοντας την στάση της «επαίσχυντη» και «υποκριτική».
«Η Γερμανία της οποίας η πολιτική και επιχειρηματική ηγεσία, κόντρα σε ό,τι λένε πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι, επιμένει ότι η χώρα δεν μπορεί να αντέξει χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο, στην πραγματικότητα έχει γίνει ο κύριος υποστηρικτής του Πούτιν» γράφει ο αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος. Και, κάνοντας συγκρίσεις με την στάση του Βερολίνου προς την Ελλάδα κατά την κρίση χρέους, προσθέτει: «Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι η αντίθεση ανάμεσα στην σημερινή απροθυμία της Γερμανίας να κάνει κάποιες ήπιες θυσίες μπροστά στα φρικτά εγκλήματα του πολέμου, και στις τεράστιες θυσίες που ζήτησε η Γερμανία από άλλες χώρες στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους πριν από μια δεκαετία».
Σε όρους πολιτικής και ηθικής ο Κρούγκμαν μπορεί και να έχει δίκιο. Η παγκόσμια αγορά όμως δεν έχει εύκολη, ούτε ταυτόσημη απάντηση στο εάν, το πώς και το πότε η Γερμανία και η Ευρώπη μπορούν να απεξαρτηθούν ενεργειακά από την Ρωσία.
Οπως δεν έχει απάντηση και στο ποιο, και πόσο βιώσιμο, μπορεί να είναι το τίμημα εάν αύριο κλείσει ο «διακόπτης» των ροών της Gazprom.
Οι Financial Times περιγράφουν την κατάσταση περίπου ως το τέλειο αδιέξοδο. Η ΕΕ παίρνει το 30% των προμηθειών της σε πετρέλαιο και το 40% σε φυσικό αέριο από την Ρωσία, πληρώνοντας καθημερινά στην Μόσχα περίπου 850 εκατομμύρια δολάρια.
Η διακοπή αυτής της εξάρτησης, σύμφωνα με τους FT, μοιάζει τιτάνιος στόχος, καθώς η Gazprom είναι ένα από τα μεγαλύτερα ολιγοπώλια παγκοσμίως: Παράγει ετησίως, με βάση τα στοιχεία του 2021, 540 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου – παράγει δηλαδή μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση παράγουν όλες μαζί η BP, η Shell, η Chevron, η Exxon Mobil και η Saudi Aramco. Από αυτή την ποσότητα τα 331 δισεκατομμύρια κυβικά καταναλώνονται στην Ρωσία και τα υπόλοιπα 168 δισεκατομμύρια διοχετεύονται μέσω των αγωγών στην Ευρώπη.
Η αντικατάστασή τους, όπως λέει ο αναλυτής της Wood Mackenzie Ζιλ Φάρερ, είναι “απλά αδύνατη”, διότι ήδη οι περισσότερες πηγές παραγωγής αερίου σε όλον τον πλανήτη δουλεύουν στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους.
Αρα, όπως λέει ο Φάρερ, για την Ευρώπη “δεν υπάρχει εναλλακτική εκεί έξω”.
Η εθνική εταιρία πετρελαίου του Ιράν είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός αερίου παγκοσμίως μετά την Gazprom, με 291 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2021. Από αυτά όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Mackenzie, τα 280 δισεκατομμύρια καταναλώνονται εντός του Ιράν.
Μια ενδεχόμενη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης θα χαλάρωνε τις δυτικές κυρώσεις κατά του Ιράν και πιθανώς θα άνοιγε τον δρόμο για αύξηση της παραγωγής αερίου – αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη νέων εξαγωγικών εγκαταστάσεων που χρειάζονται χρόνια για να κατασκευαστούν.
Πλην της Ρωσίας, οι υπόλοιποι προμηθευτές της Ευρώπης με αέριο που διοχετεύεται μέσω αγωγών είναι η Νορβηγία, το Αζερμπαϊτζάν, η Λιβύη και η Αλγερία. Οι ποσότητες που δίνουν όμως αθροιστικά είναι πολύ περιορισμένες για να μπορέσουν να αντικαταστήσουν την Gazprom. Αρα, η βασική εναλλακτική είναι η στροφή στο υγροποιημένο φυσικό αέριο των ΗΠΑ (LNG), το οποίο μεταφέρεται δια θαλάσσης και είναι αρκετά πιο ακριβό.
Το βασικό πρόβλημα και εδώ όμως δεν είναι απλώς το κόστος: Σύμφωνα με την ανάλυση της Bernstein Research, προκειμένου να αντικαταστήσει όλο το ρωσικό φυσικό αέριο η Ευρώπη χρειάζεται 112 εκατομμύρια τόνους LNG ετησίως. Η συνολική εξαγωγική ικανότητα LNG των ΗΠΑ όμως είναι σήμερα 71 εκατομμύρια τόνοι και δεν αναμένεται να φθάσει στα 200 εκατομμύρια πριν από το 2030.
Πριν φθάσουμε στο 2030, η ενδιάμεση εναλλακτική είναι το project-μαμούθ του Κατάρ με την επέκταση των πηγών North Field. Και εκεί ωστόσο η παραγωγή δεν αναμένεται να ξεκινήσει πριν από το 2025 για να ανεβάσει την συνολική εξαγωγική ικανότητα του Κατάρ στα 100 εκατομμύρια τόνους LNG ετησίως από τα τέλη πια του 2026.
Ητοι, η απουσία εναλλακτικών προμηθευτών και πηγών αερίου σημαίνει ότι εάν η Ευρώπη θέλει να διακόψει άμεσα την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία έχει μόνον μία δυνατότητα: Να περιορίσει δραματικά την κατανάλωση, όπως λέει ο Τζέιμς Βαντέλ, επικεφαλής στρατηγικής της Energy Aspects– να δημιουργήσει, δηλαδή, μια νέα ισορροπία προσφοράς και ζήτησης βάζοντας «κόφτη» στην ενεργειακή κατανάλωση είτε των νοικοκυριών, είτε της βιομηχανίας.
«Το πιο εύκολο τεχνικά», λέει ο Βαντέλ, «είναι να μπει ενεργειακός κόφτης στην βιομηχανία. Αυτό σημαίνει μεγάλες απώλειες σε ΑΕΠ και θέσεις εργασίας. Για να μην συμβεί, η άλλη εκδοχή θα είναι να αφεθούν απλώς τα νοικοκυριά να παγώνουν το χειμώνα»…