Πριν τον πόλεμο, το βασικό γεωργικό προϊόν του χωριού Ρωμύρι (που σημαίνει χωριό των Ρωμιών, Ρωμέικο) ήταν η μαύρη σταφίδα, όπως σε όλο το Μωριά. Οι σταφίδες συγκεντρώνονταν από τους εμπόρους και διοχετεύονταν από το λιμάνι της Πάτρας προς τη Δύση, κυρίως την Αγγλία.
Αλλά για να γίνει το σταφύλι σταφίδα, έπρεπε να λιαστεί. Το λιάσιμο γινόταν στα αλώνια. Τα αλώνια ήταν συνήθως ομαλά παραλληλόγραμμα περίπου 4Χ8 ή 4Χ12 μέτρα. Έτσι δηλαδή έγιναν αφότου άρχισε η χρήση των πλαστικών σκεπασμάτων – οι αγρότες τα έλεγαν και τα λένε ακόμα πανιά. Τον καιρό της ιστορίας μας, το βασικό ήταν να μη βρέξει και σηκώσει το νερό τον καρπό από τ’ αλώνια.
Τα σταφύλια απλώνονταν με τάξη, για να μην σπαταλιέται πολύτιμος χώρος, αλλά και χωρίς να σκεπάζει το ένα το άλλο, για να μπορεί να γίνει το λιάσιμο ομαλά και ομοιόμορφα. Το ερώτημα είναι, ποιος ο ρόλος των αγελάδων, στο λιάσιμο της σταφίδας;
Κορυφαίος! Δεν υπήρχαν τότε χάρτινα ή πλαστικά οθόνια να στρώνονται πάνω στο χώμα του αλωνιού και πάνω σ’ αυτά να απλώνονται τα σταφύλια. Αυτά ήρθαν πολύ αργότερα. Τότε, το αλώνι το έχριζαν.
Μόλις καλοκαίριαζε, τα σκατά των γελαδιών γίνονταν περιζήτητα. Ο κάθε νοικοκύρης τριγύριζε με ειδικά καλαμένια κοφίνια (κόφες) και μάζευε το πολύτιμο υλικό, φρέσκο -φρέσκο. Το προϊόν της συγκομιδής ριχνόταν σ’ ένα βαθύ λάκκο, που υπήρχε πάντοτε δίπλα στ’ αλώνια. Σημειωτέον ότι τα αντίστοιχα δώρα των άλλων οικόσιτων ζώων (άλογα, γαϊδούρια, κατσίκες, κότες) ήταν άχρηστα για τη συγκεκριμένη αποστολή. Τα συγκέντρωναν, φυσικά, κι αυτά, για να τα χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα στους μπαξέδες και αλλού.
Το αλώνι ξυαριζόταν (=αποψίλωση και ομαλοποίηση του εδάφους) με κάθε επιμέλεια. Κατόπιν, ο νοικοκύρης έπαιρνε με το φτυάρι υλικό από το λάκκο, το έριχνε σε μια ξύλινη βούτα και προσέθετε νερό, ανακατεύοντας, ώσπου να πετύχει το επιθυμητό ιξώδες. Το μείγμα γινόταν μάλλον υδαρές, ένας πολύ μυρωδάτος πολτός σε χρώμα ώχρας. Διάλεγαν ένα κλαδί από κυπαρίσσι, που λόγω του κωνοειδούς του σχήματος βόλευε ως μεγάλος χρωστήρας, το βουτούσαν στον πολτό και τον άπλωναν σε όλη την έκταση του αλωνιού, με τέχνη και σύστημα, όπως ο κρεπαδόρος απλώνει τη ζύμη της κρέπας στον καυτό μεταλλικό κύκλο.
Τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε ο ήλιος: πολύ γρήγορα το σκατοζούμι γινόταν μια λεπτή αλλά αρκετά ανθεκτική κρούστα, άοσμη και γυαλιστερή. Τα σταφύλια απλωνόταν πάνω εκεί και αν όλα πήγαιναν καλά ακολουθούσε το σείσιμο, το τρίψιμο, το σώρωμα (με σάρωθρα από αφάνες), το λίχνισμα, το κοσκίνισμα, ο σωρός, το τσουβάλιασμα, ο έμπορος, η μεταφορά στην Αγγλία, το πλύσιμο (προαιρετικό) – και τα μωραΐτικα σταφύλια κατέληγαν ως σταφίδες στις εγγλέζικες πουτίγκες, την ίδια ώρα που οι αγρότες κλάδευαν, έσκαβαν (με τα ξινάρια), κουτρούλιαζαν, ξελάκωναν, χαράκωναν, λιπάριζαν (με φουσκί), ράντιζαν, θειάφιζαν, ξεφύλλιζαν και τρυγούσαν τον καρπό της επόμενης χρονιάς. Φυσικά, στους λάκκους των αλωνιών είχαν συγκεντρωθεί και πάλι τα χρησιμότατα περιττώματα των αγαθών ζώων με τα γλυκά και καλοσυνάτα μάτια, απροσδιόριστη ποσότητα από τα οποία θα νοστίμιζε τη βρετανική ζαχαροπλαστική.
Ο τρύγος πλησίαζε, αλλά ο Αρίστος κι ο Κούκλινος δεν είχαν καμιά βιάση: το κουμάντο και τις ευθύνες είχαν τα νιάτα, ο γαμπρός του πρώτου (ο παππούς μου, ο Παναγιώτης) και ο γιός του δεύτερου (ο παππούς Κωσταρίνης, στα κατορθώματα του οποίου θα πρέπει κάποτε να αφιερώσω και ένα και δύο και τρία αφηγήματα).
Ένα κομμάτι της σταφίδας το είχε πάρει προίκα η γιαγιά μου η Ελένη, κι ένα άλλο το είχε αγοράσει ο παππούς από τις θειάδες της. Είχε γίνει ένας καλός κλήρος, δεκαεφτά στρέμματα σταφίδα. Αργότερα, ο πατέρας και η μάνα μου μετέτρεψαν εκείνο το κτήμα σε επίγειο παράδεισο, με μεγάλο περιβόλι, φιρικιές, στάρκεν, ντελίσια, κοντούλες, χειμωνάπιδα, κρυστάλλια, καρυδιές, κυδωνιές, ροδιές, μυγδαλιές, πολλές κληματαριές με ροδίτη, φράουλα, κέρινο, σαμιώτικο (της Σάμου και ντόπιο), τριανταφυλλιές, γεράνια, γαρυφαλλιές στις φράχτες και βασιλικούς σε κάθε αυλάκι του περιβολιού, που θέριευαν τα καλοκαίρια και μοσχοβολούσε ο αέρας αν τους άγγιζες.
Ο Παναγιώτης δούλευε, οι δυο μπαρμπάδες κουτσόπιναν. Στο αγροτόσπιτο υπήρχε πάντα η πήλινη βίκα (=στάμνα) γεμάτη κρασί – οι νοικοκυραίοι τότε γέμιζαν κάθε χρονιά εξακοσάρια και οχτακοσάρια βαρέλια. Όχι ένα, ένα δεν έφτανε πουθενά.
«Εις υγείαν, κουμπάρε!»
«Εβίβα πρώτο, κουμπάρε!»
Ο Αριστείδης ήταν αγαθός άνθρωπος, ήσυχος, καλός τραγουδιστής. Κάθε γάμος που γινόταν τον φώναζαν – πως αλλιώς θα έβγαινε το γλέντι; Στα γεράματά του ξαναπαντρεύτηκε κιόλας, έκανε και καλό γαμπρό, περνούσε ήσυχα κι ωραία. Όταν κατάλαβε πως θα πεθάνει… είναι μια ιστορία που θα την πούμε άλλη φορά.
Ο Κούκλινος λεγόταν έτσι γιατί ήταν κοκκινομάλλης και γεμάτος φακίδες. Ο γυιός του, ο Κωσταρίνης, παντρεύτηκε αργότερα μια εξαδέρφη του παππού μου, την περίφημη γιαγιά Τασούλα, την καλύτερη αφηγήτρια που συνάντησα στη ζωή μου, έναν θηλυκό Όμηρο – δεν έγραψα τις ιστορίες της όταν έπρεπε, κι αυτό είναι από τα μεγαλύτερα κρίματά μου.
«Να πεθάνει ο Χάρος, κουμπάρε!»
«Να πεθάνει και να ρέψει, ο κερατάς!»
«Εβίβα, πρώτο!»
«Αμήν, Παναγία μου!»
«Ρε κουμπάρε…»
«Τι είναι, κουμπάρε μου;»
«Ρε σύ… δε χορεύουμε ένα φοξ;»
Δεν ξέρω πως, αλλά το φοξ τρότ το ήξεραν σ’ εκείνα τα μέρη και το εκτιμούσαν.
«Μπράβο κουμπάρε!»
Οι δυο κουμπάροι άρχισαν να χορεύουν φοξ, κι επειδή τους άρεσε πολύ και μεράκλωσαν, ξέκοψαν από το αγροτόσπιτο και χόρευαν στ’ αλώνια. Δώστου και δώστου, χλαπ ο ένας μέσα στο λάκκο. Πάει να δει ο άλλος τι γίνεται, παραπατάει, χλαπ, μέσα κι αυτός!
Ο λάκκος ήταν μισογεμάτος, γιατί ζύγωνε ο καιρός να χριστούν τ’ αλώνια. Κάνουν να βγουν, αδύνατον έτσι που ήταν γέροι και μεθυσμένοι. Βάζουν τις φωνές:
«Παναγιώτηηηη…»
«Βοήθεια, γιέ μ’…»
Τους άκουσε ο παππούς μου και έτρεξε. Τους τράβηξε έξω και βλαστημούσε που του χαράμισαν την κοπριά, άντε τώρα να τρέχει να συμπληρώσει, για να κάνει τη δουλειά του. Τους έβαλε στη γραμμή και τους πήγε στο πηγάδι.
«Γαμώ το σταμπίκωμά σας, γέροι ανθρώποι!»
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό το «σταμπίκωμα». Ο παππούς μου ήταν άνθρωπος σοβαρός, δε βλαστημούσε ποτέ. Όταν… έπρεπε, έλεγε κάτι «τον αντιθεό σου», ή «το ξεσταύρωμά σου» ή «το σταμπίκωμά σου» και καθάριζε.
Οι γέροι στέκονταν σα βρεγμένες γάτες. Τους είπε να βγάλουν τα ρούχα τους, υπάκουσαν. Όταν ο Παναγιώτης έσκυβε να τραβήξει το μπουγέλο (=τον κουβά) γεμάτο νερό από το πηγάδι, κοιταζόντουσαν με τραγική έκφραση στα πρόσωπά τους:
«Αμάν, ρε κουμπάρε…»
«Ξεφτιλιστήκαμε, κουμπάρε…»
Ο μπουγέλος με το νερό στα ίσια πάνω τους – ξανά και ξανά, ώσπου καθάρισαν από τα πολλά. Ο παππούς μου τους έφερε χαρακώσκουτα από το ξώσπιτο, για να ντυθούν και να γυρίσουν στο χωριό. Τα χαρακώσκουτα ήταν παλιόρουχα που φορούσαν οι αγρότες στο χαράκι. Χαράκι είναι ένα ακέραιο δαχτυλίδι που χάραζαν με τη φαλτσέτα στο κάθε κούρβουλο (τον κορμό του κλήματος) λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, κάθε Μάιο. Η δουλειά αυτή γινόταν με συνεχές έρπειν πάνω στα χώματα – καταλαβαίνετε τι λογής ρούχα ήταν τα χαρακώσκουτα.
Ανηφόρισαν όλοι μαζί προς το χωριό – μια ώρα δρόμος. Ο Παναγιώτης πήγαινε μπροστά και δεν έλεγε κουβέντα, αλλά οι κουμπάροι, καβαλάρηδες στ’ άλογα, είχαν γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων όσων επέστρεφαν.
«Τι πάθατε μπάρμπα – Αρεστείρη;»
«Άσε παιδάκι μ’, γλιστρήσαμε, εκεί που ξυαρίζαμε τ΄ αλώνια…»
Η είδηση έφτασε πριν απ’ αυτούς στο χωριό και εντάχτηκε αμέσως στους θρύλους του. Οι καλοί αφηγητές, όπως ο πατέρας μου, δεν παρέλειπαν να την αφηγούνται, ευκαιρίας δοθείσης, με απειροελάχιστες παραλλαγές κάθε φορά.