Η αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη του 3ου Συνέδριου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει αρχίσει έστω και με δύο και πλέον χρόνια καθυστέρηση, ελέω πανδημίας. Η αυλαία ανοίγει την Πέμπτη, με την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα και θα κλείσει την Κυριακή με την ψήφιση των αποφάσεων για την εκλογή του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής απευθείας από τα μέλη.
Η υπερψήφιση της εισήγησης του Αλέξη Τσίπρα θεωρείται βέβαιη και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία με μειοψηφούσα της «Ομπρέλα» των «53+» που επίησης μειοψήφησε στις εκλογές της προηγούμενης εβδομάδας για την ανάδειξη των συνέδρων.
Ετσι, με βάση τον προγραμματισμό και αν δεν υπάρξουν αναπάντεχες ανατροπές -πράγμα όχι ασυνήθιστο στις ημέρες που ζούμε- στις 15η Μαΐου, θα στηθούν πάλι κάλπες σε 500 τμήματα της χώρας για την απευθείας εκλογή προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής.
Ολα αυτά όμως είναι πράγματα που αφορούν την ηγεσία, τα στελέχη των τάσεων και σε ένα βαθμό και τα 60.000 μέλη του κόμματος που έχουν δικαίωμα ψήφου για τις εσωκομματικές εκλογές.
Τι είναι εκείνο όμως που περιμένουν να ακούσουν από το Συνέδριο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όσοι αμφιταλαντεύονται για το αν θα τον ψηφίσουν ή όχι στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, αλλά και όσοι βρίσκονται στη μεγάλη δεξαμενή της αποχής;
Το πρώτο είναι μία ξεκάθαρη, αν και διόλου αυτονόητη για όλες τις τάσεις, απάντηση στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει και μπορεί να παραμείνει κόμμα εξουσίας με ξεκάθαρο πρόγραμμα και σχέδιο διακυβέρνησης ή θα έπρεπε να επιλέξει το ρόλο της μαχητικής αντιπολίτευσης, οργανωτή κοινωνικής αντίστασης και πρωτοπόρο στα κινήματα και τους αγώνες.
Για να το θέσουμε και διαφορετικά: Οι ψηφοφόροι θέλουν να δουν αν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι διατεθειμένος να σχηματίσει, εάν έλθει πρώτος στις εκλογές, μία προοδευτική κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί τις επιπτώσεις επάλληλων κρίσεων, με την πανδημία παρούσα, με τον πόλεμο και τις δικές του γεωπολιτικές, οικονομικές, ενεργειακές επιπτώσεις σε εξέλιξη, σε βάθος χρόνου όπου δεν θα έχει μόνο το ένα, όπως με τα μνημόνια, αλλά και «τα δύο χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη» και με επίσης δεδομένο ότι μια τέτοια κυβέρνηση, εκ των πραγμάτων θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας με κάποιο ή κάποια άλλα κόμματα;
Ή, από την άλλη πλευρά, μήπως θα πρέπει πρέπει να ακούσει τη φωνή της Ρόζας Λούξεμπουργκ που σε μία αντίστοιχη, προπολεμική περίοδο έλεγε ότι «στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους»;
Μήπως δηλαδή δεν πρέπει, διότι θα του στοιχήσει ακριβά, να πάρει για μία ακόμη φορά μετά το 2015, την «καυτή πατάτα» στα χέρια του έχοντας μάλιστα απέναντί του το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που μπορεί να έχει αποδυναμωθεί αλλά δεν έχει εκλείψει;
Μπορεί η απάντηση που έχει δώσει σε αυτό το ερώτημα ο Αλέξης Τσίπρας, τόσο για το 2015 όσο και τώρα να είναι πως «ο λαός δίνει την εντολή στην Αριστερά για τα “δύσκολα” και για να “βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά”, όμως είναι καλό να σκεφτούμε ότι αν τότε η «πρώτη φορά Αριστερά» ήλθε έχοντας πίσω της μια μαζική θέληση για κοινωνική αλλαγή και ανατροπή των μνημονιακών καταναγκασμών και συνάντησε την ισχυρή αντίδραση από τους δανειστές και το ντόπιο βαθύ κράτος συγκυβερνώντας με ένα δεξιό, έως και εθνικιστικό κόμμα, και που πάλι έβαλε πολλές φορές νερό στο κρασί της, ποιές είναι σήμερα οι συνθήκες…
Αν την περίοδο 2015-2019 υπήρχε γκρίνια για τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ για τα όσα έλεγε και έκανε ο Καμμένος στο Αμυνας και την αντίδρασή του στη Συμφωνία των Πρεσπών, τι γκρίνια θα εισπράξει μια συγκυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ του Ανδρουλάκη; Διότι, μη γελιόμαστε, συγκυβέρνηση με άλλον κόμμα μάλλον δεν είναι ορατή…
Αλλωστε πριν από λίγες εβδομάδες ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ έβαλε τους δύο όρους μία πιθανής μετεκλογικής συνεργασίας:
Πρώτον, μια ισχυρή εντολή από τους πολίτες και ένα υψηλό ποσοστό που θα αποτρέπει τον κίνδυνο να έχει ο σοσιαλδημοκρατικός φορέας ρόλο κομπάρσου.
Δεύτερον, ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ως βάση της συμφωνίας των κομμάτων και το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό για να την υλοποιήσει, φράση που θα μπορούσε να παραπέμπει σε ένα διαφορετικό πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού από τους σημερινούς αρχηγούς των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία.
Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να αποδεχτεί τέτοιους όρους προτείνοντας τους αντίστοιχους δικούς του και ποιοί θα είναι αυτοί; Είναι έτοιμος να «λερώσει και πάλι τα χέρια του» με ενδεχόμενο να καεί ανεπανόρθωτα στο μέλλον αν η κατάσταση επιδεινωθεί; Ή μήπως είναι καλύτερα να καθίσει στην ασφαλή και άνετη θέση της αντιπολίτευσης τρώγοντας… ποπ-κορν ή πετροβολώντας τα τζάμια του Μαξίμου;
Η αντίθεση στο εσωτερικό του κόμματος είναι ξεκάθαρη και διατυπωμένη σε όλους τους τόνους. Την συνοψίζει ο Τάσος Πάππας στην Εφημερίδα των Συντακτών πριν μία εβδομάδα: «Οι λεγόμενοι προεδρικοί τοποθετούνται ανοιχτά υπέρ της συνεργασίας με τις δυνάμεις του προοδευτικού Κέντρου, οι εσωκομματικοί αντίπαλοί τους υποστηρίζουν ότι δεν είναι η εποχή των μέσων όρων, αλλά των μεγάλων τομών. Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα ανεξάρτητα από την έκβαση της αναμέτρησης και μέσα στο συνέδριο και στις κομματικές κάλπες που θα στηθούν, εφόσον περάσουν οι προτάσεις του Α. Τσίπρα για εκλογή του προέδρου και των μελών της Κεντρικής Επιτροπής από τη βάση».
Ολα μοιάζουν με το τέλος του 2014, αρχές του 2015 μόνο που τώρα οι συνθήκες, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, και ο συσχετισμός δυνάμεων είναι χειρότερες. Με την οικονομία και την κατάσταση των νοικοκυριών να διολισθαίνει καθημερινά λόγω του πληθωρισμού αλλά και τα οικονομικά περιθώρια κρατικών ενισχύσεων να στενεύουν κατά πόσο μπορεί μία προοδευτική κυβέρνηση να αντιστρέψει την κατάσταση και να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα αλλά και τα επερχόμενα προβλήματα;
Ο πάντα προσεχτικός στις διατυπώσεις τους Ευκλείδης Τσακαλώτος μας προϊδέασε στη Βουλή σχολιάζοντας τα μέτρα στήριξης που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός “Δεν θα μπω στη συζήτηση για το αν είναι ψίχουλα!”. Δεν υπερθεματίζει με αυτόν τον χαρακτηρισμό διότι κατανοεί τι δυνατότητες που θα είχε σήμερα και τις λιγότερες που θα έχει αύριο αν είναι πάλι υπουργός Οικονομίας να στηρίξει τους αδύναμους. Πως θα μπορέσει, για παράδειγμα, να υλοποίηση την αύξηση του κατώτερου μισθού στα 800 ευρώ αν η κατάσταση στην Ουκρανία συνεχιστεί και ακόμη περισσότερο αν με έναν μαγικό τρόπο λήξει η περίοδος ανοχής του… Ρέγκλινγκ και επιστρέψουμε στη γκιλοτίνα των πρωτογενών πλεονασμάτων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας;
Η απάντηση στο εάν και με ποιους όρους μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να διεκδικήσει για δεύτερη φορά την εξουσία (ή όχι) οδηγεί στο επόμενο ερώτημα που αφορά τη διεύρυνση και τον μετασχηματισμό αλλά και την ίδια τη μορφή του κόμματος, θέμα για το οποίο επίσης υπάρχουν σοβαρές εσωκομματικές διαφωνίες.
Δ εν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική και ιστορική εμπειρία για να κατανοήσει κανείς ότι είναι άλλο ένα αριστερό κόμμα εξουσίας, έτοιμο να κάνει σκληρούς συμβιβασμούς –ιδιαίτερα αν δεν έχει την αυτοδυναμία, αλλά ακόμη και τότε-, να συμφωνήσει σε ελάχιστους κοινούς παρονομαστές για να διαχειριστεί ακραίες οικονομικές καταστάσεις. Και άλλο είναι ένα μαχητικό, αριστερό, ριζοσπαστικό κόμμα αντίστασης, στην αντιπολίτευση. Άλλες θέσεις, άλλο πρόγραμμα, άλλη μορφή οργάνωσης, άλλη ετοιμότητα, άλλες ιεραρχήσεις έχει το ένα και άλλες το άλλο…
Ενα αριστερό κόμμα εξουσίας εκ των πραγμάτων δίνει έμφαση στο στελεχιακό δυναμικό του αυτό που θα στελεχώνει κρίσιμους κυβερνητικούς τομείς, υπηρεσίες και οργανισμούς αλλά και εκείνους που θα παραμείνουν στο κόμμα εάν αυτό αναλάβει και πάλι την διακυβέρνηση για να μην επαναληφθεί το οικτρό φαινόμενο της τετραετίας που το κόμμα ουσιαστικά είχε πάψει να λειτουργεί ως τέτοιο φτάνοντας να μην έχει καν… αντιπροσώπους σε κάθε εκλογικό τμήμα στις εκλογές του 2019.
Ενα αριστερό κόμμα εξουσίας πρέπει να έχει έτοιμες συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις, σημεία που μπορεί να κάνει υποχωρήσεις αλλά και κόκκινες γραμμές για κυβερνητική συνεργασία με άλλους χώρους.
Ενα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία χρειάζεται τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση τόσο στην εκλογική του βάση με κύριο στόχο τον κόσμο της αποχής και της αδιευκρίνιστης, μεταλλασσόμενης ψήφου, όσο και της κομματικής του βάσης αλλά και σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού, στελεχών, ανθρώπων που έχουν διακριθεί και είναι αναγνωρίσιμοι για τη δράση τους και την προσφορά τους στην κοινωνία των πολιτών.
Ένα κόμμα εξουσίας θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία είναι ο κανόνας. Και ότι αυτό βάζει και κάποια συγκεκριμένα όρια στις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες.
Τέλος, ένα κόμμα εξουσίας δεν μπορεί παρά να έχει ιεραρχική δομή, δομή πυραμίδας με έναν λίγο ως πολύ συγκεντρωτικό χαρακτήρα και με την αναπόφευκτη γραφειοκρατία καθώς αντίστοιχη δομή έχει και το αστικό κράτος.
Το να μην ισχύουν όλα τα παραπάνω, σημαίνει από μόνο του τεράστια πολιτική και οργανωτική υπέρβαση με μεγάλες δυσκολίες εφαρμογής καθώς θα πρέπει να αντιπαρατεθεί με νοοτροπίες τόσο των μελών του κόμματος όσο και της κοινωνίας, ευρύτερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ χρειάζεται επανίδρυση! Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γειωθεί πραγματικά με την κοινωνία, τις κοινότητες των πολιτών, τα επιμέρους κινήματα και διεκδικήσεις, τους εργαζόμενους όλων των βαθμίδων και τομέων παραγωγής, τους μεσαίους επιχειρηματίες, τα κινήματα και τις διαφορετικές “φυλές” της νεολαίας, τους μετανάστες. Οσους δεν συμφωνούν με το 100% των θέσεων και στόχων του αλλά μπορούν να παλέψουν και να στηρίξουν πολιτικές χειραφέτησης.
Δύσκολο; Πολύ σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σήμερα… Ομως όχι αδύνατον. Αντίθετα, απολύτως αναγκαίο, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό που κινείται με όρους δεκαετίας ’70…
Εάν κάποιοι πιστεύουν ότι ένα τέτοιο κόμμα δεν είναι αρκούντως ριζοσπαστικό, δεν μπορεί «να συντρίψει την αστική τάξη, το κεφάλαιο και τις ελίτ και να μας οδηγήσει στο σοσιαλισμό» τότε η άλλη επιλογή είναι το κόμμα αντίστασης και αντιπολίτευσης που ταυτόχρονα θα… «προετοιμάζει τη μεγάλη επανάσταση!». Δηλαδή ένα δεύτερο, ανανεωτικό ΚΚΕ με δημοκρατικό συγκεντρωτισμό με πανίσχυρο Πολιτικό Γραφείο και γραμματέα, καθοδηγητικά όργανα, κατέβασμα αποφάσεων στη βάση, εφημερίδα κομματικό όργανο και ενιαία γραμμή χωρίς υποψία τάσεων, διαφωνιών, γκρίνιας.
Είναι άραγε αυτή η πρόταση που περιμένουν να ακούσουν οι ψηφοφόροι για να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στις επόμενες εκλογές;
Ισως μια μικρή, δυναμική μειοψηφία που όμως μπορεί να βρει και αλλού «αριστερές πορτοκαλιές» να κάνουν κατακόκκινα… σαγκουίνια.
Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων ενδιαφέρεται για ένα πράγμα: για το πως θα επιβιώσει της ακρίβειας, πως θα έχει δουλειά και δομές υγείας, πως θα φάει, θα πιει, θα ντυθεί και θα ζεσταθεί τον ερχόμενο χειμώνα.
Το τελευταίο που την απασχολεί είναι το πως θα εκλέγεται η Κεντρική Επιτροπη και το αν τα νέα μέλη του κόμματος θα γράφονται με αυτοπρόσωπη παρουσία στα γραφεία του κόμματος , στη γειτονία ή μέσω του i-syriza.
Ιδιαίτερα για τους νέους που (ακόμη) παραμένουν ο κορμός των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, τους μαθητές, τους φοιτητές, τους 30άρηδες -όσους δηλαδή γεννήθηκαν την εποχή του διαδικτύου που τους είναι κάτι τόσο φυσικό όσο είναι για τους 60άρηδες ο ηλεκτρισμός και η παροχή νερού στο σπίτι- η διαμάχη περί του i-syriza τους είναι μάλλον ακατανόητη.
Η πλειοψηφία των προοδευτικών ψηφοφόρων από το Κέντρο μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία και από εκεί μέχρι την κομμουνιστική Αριστερά, βλέπει, παρακολουθεί και περιμένει ξεκάθαρες απαντήσεις: «Πείτε μας πέντε -όχι παραπάνω- προτάσεις σας για να βγούμε από τη σημερινή κατάσταση. Τα πέντε όπλα σας για την ανατρέψουμε».
Και βέβαια δεν τους ενδιαφέρει καθόλου αν ο πρόεδρος και τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ θα εκλέγονται από ένα συνέδριο ή από μία κάλπη. Οταν ανοίγουν το λογαριασμό της ΔΕΗ, όταν πηγαίνουν στο μπακάλικο, ΔΕΝ σκέφτονται αυτό! Σκέφτονται που να πάνε να πουν τον πόνο και το αίτημά τους -εκτός από το Facebook- και αν αυτό το αίτημα μπορεί να ικανοποιηθεί από μια αυριανή κυβέρνηση ή να πάνε, ακόμη και την Κυριακή των εκλογών, στο σπίτι τους και να κλάψουν.
Οπως οι ψηφοφόροι του Μελανσόν που από χτες το βράδυ σκέφτονται αν στις 24 Απριλίου θα ψηφίσουν Μακρόν ή Λεπέν ή δεν θα ψηφίσουν κανέναν και θα κάνουν υπομονή για άλλα πέντε πέτρινα χρόνια!