Κάποια στιγμή στο μέλλον, η πολιτική ιστορία θα αποτυπώσει με “κρύο αίμα” τις διαστάσεις και την επίδραση του πολιτικού “φαινομένου Τσίπρα”. Με τα θετικά του και τα αρνητικά του. Ο νεαρός της “Ανοιχτής Πόλης”, πολιτικά ακατέργαστος και άπειρος, τότε, ως προς τις λειτουργίες του συμβατικού πολιτικού παιχνιδιού, κατόρθωσε να βρει τις χαραμάδες που αφήνουν οι βαθιές κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις και να συσπειρώσει την απόγνωση και τα αδιέξοδα ενός μεγάλου κοινωνικού ρεύματος. Ο Αλέξης Τσίπρας, που θα χειροκροτηθεί μέχρι την Κυριακή στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν έχει, ωστόσο, καμία σχέση με εκείνον τον νεαρό, ούτε με τον ορμητικό ριζοσπάστη του 2012, ούτε με τον πολιτικό που γοητευόταν από τις θεωρίες ρήξης του Βαρουφάκη το 2015, ούτε καν με τον πρωθυπουργό της “Πρώτης Φοράς Αριστεράς”.
Ακούγεται, ίσως, παράδοξο, η σημαντικότερη όμως πολιτική στιγμή σε αυτή τη διαδρομή ήταν η οδυνηρή ήττα του 2019. Εκεί που ο Τσίπρας άρχισε να συνειδητοποιεί πως μπορεί να τον ανέβασε στα ψηλά το κύμα του αντιμνημονίου και της οργής, ήταν, όμως, το ίδιο κύμα που τον έπνιξε στα αβαθή καθώς έσκαγε στην ακτή. Οι ήττες, αν δεν σε σκοτώσουν, χειραφετούν και εκπαιδεύουν, σε βοηθούν να ανακαλύψεις την απομόνωση από εκείνους που συνωθούνταν για να είναι συνομιλητές σου, την ανεπάρκεια των προσώπων που επέλεξες, ακόμα και τις δικές σου μεγάλες και μικρότερες αδυναμίες.
Άλλοι πρωθυπουργοί μετά από εκλογικές ήττες παραδίδουν απλώς τα κλειδιά και επιστρέφουν στο σπίτι τους. Κάποιοι διεκδικούν την πολιτική τήβενο του “Νέστορα”, ή του statesman, με τον κίνδυνο να καταλήξουν “περιφερόμενες μεγαλειότητες” ή γραφικοί. Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που εκ των πραγμάτων αποκτά ιστορική διάσταση, ο Τσίπρας καλείται να περιγράψει γιατί δεν επέλεξε έναν τέτοιο ρόλο και να αποδείξει πως δεν είναι κούφια η αποφασιστικότητά του να επιστρέψει στην διακυβέρνηση της χώρας.
Αυτή η πιθανότητα δεν θα του χαριστεί από τους ψηφοφόρους, πρέπει να την διεκδικήσει και για να το κάνει αυτό πρέπει και να πείσει πως και μπορεί και αξίζει να τον εμπιστευτούν. Ο τρόπος που μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο είναι γνωστός, και δεν εστιάζεται μόνο στην πιθανή φυσική συνέπεια των πραγμάτων, ήτοι στην φθορά της κυβέρνησης εξαιτίας εξωγενών παραγόντων (πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος, ακρίβεια κ.ά) αλλά και των πολιτικών που άσκησε κατά την τελευταία τριετία.
Στο συνέδριο, ο Αλέξης Τσίπρας θα διατυπώσει το κυβερνητικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Είναι αναγκαίο και πρέπει να απαντά ολιστικά στο “γιατί όχι ξανά ο Κυριάκος Μητσοτάκης;”. Πέρα από τις βεβαιότητες του κομματικού μικρόκοσμου και του σκληρού πυρήνα των πιστών ψηφοφόρων, τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Ακόμα και με αυτές τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως οκτώ στους δέκα πολίτες εξοργίζονται με την δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής τους, ακόμα και με το γεγονός πως το κυβερνών κόμμα χάνει μία μονάδα κάθε μήνα, η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην διακυβέρνηση μόνο δεδομένη δεν είναι. Η Ν.Δ εξακολουθεί να διατηρεί προβάδισμα και μία πλειάδα υποστηρικτών σε ολόκληρο το φάσμα του δημοσίου βίου που θα επιδιώξουν μέχρις εσχάτων να παραμείνει στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός, ή, στην χειρότερη περίπτωση, να υπάρξουν λύσεις πολύ κοντά σε αυτό (…).
Ο Τσίπρας πρέπει να καταλάβει –εάν δεν το έχει καταλάβει ήδη– πως δεν θα ξαναβρεθεί εύκολα κύμα που θα τον ανεβάσει ψηλά και πως η πιθανότητα να ξανακυβερνήσει θα είναι συνδυασμός της κοινωνικής αναστάτωσης, της απογοήτευσης για τη σημερινή κυβέρνηση, της απλής αναλογικής, και, κυρίως, της δικής του επανατοποθέτησης απέναντι στα ζητούμενα του πολιτικού ρεαλισμού που διέπει την εποχή μας. Η όποια πολιτική επιστροφή και αλλαγή, εάν συμβεί, δεν θα γίνει εξ εφόδου και επειδή θα δημιουργηθεί ένα “ρεύμα ελπίδας” (2015), αλλά επειδή ο ίδιος θα συμπυκνώσει τα νέα αιτήματα για προστασία των ανθρώπων αλλά και για μια ήρεμη, σταθερή και αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Αυτό δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να το κάνει μόνος του, παρότι εκείνος θα αναμετρηθεί με το αντίπαλο πολιτικό δέος, αυτόν θα εμπιστευθούν τελικά οι πολίτες –κάτι που υπάρχουν αρκετοί ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που δείχνουν να μην το κατανοούν, όπως και τη νομοτέλεια της επιδίωξης επιστροφής στην εξουσία. Για να είναι ολοκληρωμένη η πρόταση πολιτικής αλλαγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τις δεσμεύσεις για πολιτικές, και αποσαφήνιση των προθέσεων για το πολιτικό προσωπικό που θα συνταχθεί δίπλα του. Αυτή είναι μία “αχίλλειος πτέρνα” για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η ροπή στην εσωστρέφεια, οι διαγκωνισμοί και η φλυαρία πρέπει να εξαλειφθούν. Όπως και οι ενίοτε θρασείς μονόλογοι ορισμένων, από άμβωνος, για μια “τιμωρητική” επιστροφή.
Το γεγονός πως δεν έγινε ποτέ ουσιαστική αποτίμηση των αιτίων της ήττας του 2019 είναι ένα μειονέκτημα που επιτρέπει σε κάποια πρόσωπα, οι συμπεριφορές των οποίων περιλαμβάνονται σε αυτά, να εκπέμπουν διχαστική ρητορική. Άλλες φορές επιθετικά, άλλες, για να είμαστε δίκαιοι, αμυντικά στο διχαστικό παραλήρημα κυβερνητικών στελεχών και “ακροκεντρώων” που παρατάσσονται ως αντι-ΣΥΡΙΖΑ τάγματα.
Στο συνέδριο, μετά από αυτό, και κυρίως μετά την απευθείας εκλογή ηγεσίας (προέδρου και Κ.Ε) από τη βάση του κόμματος, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να περιγράψει και το περιεχόμενο, αλλά και τα πρόσωπα μιας πιθανής μελλοντικής νέας διακυβέρνησης. Άλλωστε, όταν στην προμετωπίδα της πολιτικής σου έχει αναρτηθεί η επιβλητική επιδίωξη για “προοδευτική διακυβέρνηση” ως αποτέλεσμα συνεργασιών με άλλα κόμματα, οφείλεις να στείλεις καθαρό μήνυμα τι είναι αυτό που σκοπεύεις να αλλάξεις. Από όσα βαριά έχουν ειπωθεί στο παρελθόν εναντίον εκείνων με τους οποίους επιθυμείς να συνεργαστείς (αυτοκριτική), μέχρι τα πρόσωπα που θεωρούνται τοξικά. Κι επειδή ο Τσίπρας είναι αναμφισβήτητα η ηγεμονική προσωπικότητα στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, σε αυτόν πέφτει και η ευθύνη να αναλάβει τις σχετικές πρωτοβουλίες…