Ο Αλέξης Τσίπρας, στο άνοιγμα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, κράτησε για το «μέρος της καρδιάς» το συναξάρι της αριστεράς – το «συναξάρι των αγώνων και της ηθικής υπεροχής», όπως είπε. Για το τέλος της ομιλίας του όμως κράτησε τα συνθήματα του Ανδρέα, το «Μαζί» και την «Αλλαγή»:
«Μαζί, όλες οι προοδευτικές δυνάμεις», είπε «μπορούμε από την πρώτη κάλπη να φέρουμε την αλλαγή». Κι ενδιαμέσως έκλεισε ξανά το μάτι στο αριστερόστροφο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ βάζοντας ξανά – και για τρίτη φορά τις τελευταίες μέρες – στο κέντρο του κάδρου το σύνθημα του Γιώργου Παπανδρέου: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».
Εάν η σημειολογία των συνθημάτων συγκροτεί πολιτική και ιδεολογική πρόταση, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε χθες το βράδυ μια κομψή υπέρβαση: Μίλησε στην αριστερά κοιτώντας προς την κεντροαριστερά. Ο ίδιος το χαρακτήρισε «ρεαλιστικό ριζοσπαστισμό». Προσμετρώντας την πρόταση διακυβέρνησης που κατέθεσε, τους όρους για την αλλαγή, το άνοιγμα στις προοδευτικές δυνάμεις, μπορεί να ήταν και – ανομολόγητο έστω – βήμα προς την σοσιαλδημοκρατία.
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε χθες το βράδυ το πιο προωθημένο του άνοιγμα προς το ΠΑΣΟΚ. Εβαλε το χέρι επί των τύπων των ήλων – έως τις εποχές της πάνω και της κάτω πλατείας – και πρότεινε συγκυβέρνηση, επί προγραμματικής συμφωνίας, από τις πρώτες κάλπες της απλής αναλογικής:
«Αναλαμβάνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί», είπε, και κάλεσε σε διάλογο για «να ξεπεράσουμε τα προβλήματα του παρελθόντος που μας χώρισαν και μας πληγώνουν. Να συμφωνήσουμε σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, και την επόμενη μέρα της κάλπης της απλής αναλογικής να σχηματίσουμε προοδευτική κυβέρνηση».
Εκανε αυτοκιριτκή στα δύο σημεία που πονάνε πιο πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ: Την διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 και την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης. Αναγνώρισε ότι η «πρώτη φορά αριστερά» πορεύτηκε με την δύναμη της πίστης στην ηθική υπεροχή και όχι την επίγνωση των προκλήσεων, και κατέθεσε το δικό του mea culpa:
«Στεκόμαστε με ενσυναίσθηση και όχι με έπαρση απέναντι σε όσους αναγκαστήκαμε να αδικήσουμε, την μεσαία τάξη και την υγιή επιχειρηματικότητα».
Υποσχέθηκε εισοδηματική αναδιανομή αλλά απέφυγε την ουτοπία μιας νέας Θεσσαλονίκης. Με τις «5+1» προγραμματικές του δεσμεύσεις επιχείρησε την ισορροπία ανάμεσα στην απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης και τον δημοσιονομικό ρεαλισμό. Εδώ, γνωρίζει ότι έχει δρόμο ακόμη μπροστά του. Κάθε πρόταση και κάθε δέσμευση που αναλαμβάνει θα κοστολογείται και θα αποδομείται με το ακροατήριο καχύποπτο – χωρίς αυταπάτες, ούτε από την πλευρά της κοινωνίας πια.
Εθεσε ως προϋπόθεση για την πολιτική αλλαγή την αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ. Ζήτησε ένα κόμμα ανοιχτό, χωρίς φοβικότητες, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς σύνδρομα ιδιοκτησίας.
«Να ανοίξουμε χωρίς φόβο και προκαταλήψεις το κόμμα στην κοινωνία», είπε και αποκήρυξε τα πιστοποιητικά αριστερής καθαρότητας:
«Να αποφύγουμε την γραφειοκρατική αναπαραγωγή του εαυτού μας, να εμπιστευτούμε χωρίς αστερίσκους, θεωρητικά προσχήματα και σύνδρομα ιδιοκτησίας της αλήθειας όλα τα μέλη του κόμματος – παλιά και νέα. Απ’ όπου κι εάν ξεκινάει το πολιτικό τους βιογραφικό».
Ο ίδιος είναι προφανές ότι έχει κάνει την επιλογή του. Κι έχει ήδη κερδίσει κατά κράτος και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς – το παιχνίδι έχει κριθεί από τα αποδυτήρια. Τις επιλογές της όμως έχει κάνει και η ηχηρή μειοψηφία του κόμματος. Είναι βέβαιο ότι και μετά το συνέδριο η αριστερή ψυχή – αθώα ή λιγότερο αθώα – του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να κάνει θόρυβο δυσανάλογο με την επιρροή της στην κοινωνία.
Η «Ομπρέλα» θα συνεχίσει να βλέπει απειλή συστημισμού και αρχηγισμού στην εκλογή προέδρου από την βάση, οι «53» θα επιμένουν να ξορκίζουν την απειλή της «πασοκοποίησης», η παλαιά φρουρά θα συνεχίσει να διεκδικεί «συν-αρχηγία». Και η αστική αυτοπεποίθηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου θα εξακολουθεί να μην του επιτρέπει «να μπει στην συζήτηση για το εάν η κυβέρνηση δίνει ψίχουλα» στον λαό.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ενδιαφέρει και δεν αφορά τον πραγματικό κόσμο. Ισως, όμως, τον αφορά το εάν όντως ο Αλέξης Τσίπρας είναι αποφασισμένος να φύγει μπροστά. Να αφήσει πίσω το παλιό και να χτίσει τα καινούριο. Να τραβήξει εκείνος μαζί του τον νέο ΣΥΡΙΖΑ, με όσους θέλουν και όσους μπορούν. Και, κυρίως, να ωριμάσει τα παλιά συνθήματα και να δημιουργήσει όραμα και νέο κοινωνικό αίτημα…