Μια διαχρονική ιστορία που μ’ αρέσει πολύ: Τον Απρίλιο του 1912, συνέβησαν δύο πράγματα: Το ένα είναι ότι στις 14 του μήνα βυθίστηκε ο Τιτανικός. Το άλλο είναι ότι ο Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζορτζ Μπέρναρ Σο, διάβαζε κάθε μέρα τις εφημερίδες. Αναγκαστικά, διότι τότε δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια.
Μετά από αρκετές μέρες καθημερινής ανάγνωσης, ο Σο, έξαλλος, άρχισε να γράφει. Για την ίδια την υπόθεση του Τιτανικού, αλλά κυρίως για την αντιμετώπισή της από τον Τύπο της εποχής, ο οποίος είχε μετατρέψει την τραγωδία κανονικότατα σε λαϊκό ρομάντζο.
Κάθε μέρα έτρεχαν ατελείωτα σεντόνια στις σελίδες των εφημερίδων με «ρεπορτάζ» ανείπωτου ηρωϊσμού, τρομερές δακρύβρεχτες προσωπικές ιστορίες, για τις τελευταίες πολύ γενναίες στιγμές των ανθρώπων, για την ιπποσύνη του (βρετανικού) πληρώματος, για την ορχήστρα που έπαιζε μέχρι να βυθιστεί το πλοίο, αλλά και για τον ηρωικό καπετάνιο του, ο οποίος αρνήθηκε να το εγκαταλείψει και όπως γραφόταν τότε αυτοπυροβολήθηκε στη γέφυρα.
«Είναι αξιοπρόσεκτο», έγραψε ο Σο, «ότι σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει συνήθως στο ανθρώπινο ειδος, αν πιστέψουμε τον Τύπο, στον Τιτανικό όλοι στάθηκαν απολύτως ατρόμητοι μπροστά στο θάνατο».
Ο Σο πίστευε ότι σε όλη την υπόθεση δεν υπήρχε ούτε ψήγμα ηρωισμού ή ρομαντισμού και απέρριπτε όλες αυτές τις «φουσκωμένες» προσωπικές ιστορίες ως ανυπόστατες, που εν πολλοίς αποδείχθηκε στην πορεία ότι ήταν.
«Είναι αδιανόητο ότι ένα σύγχρονο έθνος αντί να σκύψει το κεφάλι με συντριβή και να αναζητήσει ευθύνες, μετατρέπει την τραγωδία αυτή σε μια έκρηξη ρομαντικής μυθοπλασίας, στην οποία όλοι οι άντρες -εκτός από τους ξένους- είναι ήρωες, τα γενναία βρετανικά πιστόλια εμποδίζουν τους ξένους αυτούς να ποδοπατήσουν, στη δειλή τους απόπειρα να σωθούν, τους δικούς μας ανθρώπους και ο καπετάνιος είναι ο απολυτος υπερ-ήρωας».
Η ορχήστρα που συνέχιζε να παίζει, οδήγησε πολλούς στο θάνατο, είπε ο συγγραφέας.
Το πλοίο βυθιζόταν, αλλά ο καπετάνιος και το πλήρωμα δείλιασαν να πουν την αλήθεια στους επιβάτες και άφησαν τους περισσοτερους να νομίζουν ως την τελευταία στιγμή ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Έτσι, οι περισσότεροι επιβάτες της τρίτης θέσης, φτωχοί μετανάστες κατά κανόνα, δεν πρόλαβαν καν να καταλάβουν τι συνέβη, πριν βυθιστούν με το πλοίο.
Πολλές μαρτυρίες έκαναν λόγο για ανθρώπους που πνίγονταν αλλά οι ναύτες στις βάρκες δεν γύριζαν να τους περισυλλέξουν.
Ο Τύπος θέλησε να τις «πνίξει», αν και τεκμαίρονταν από παντού.
«Φοβόντουσαν», έγραψε ο Σο. «Κι αυτό είναι πολύ ανθρώπινο και πολύ φυσιολογικό. Γιατί αισθανόμαστε την ανάγκη να τους προσδώσουμε υπεράνθρωπες ιδιότητες;»
Όσο για τον «ηρωικό» καπετάνιο, ο Σο έγραψε απλώς την αλήθεια: Ήταν εκεινος που έριξε τον Τιτανικό στο παγόβουνο, καθώς ήξερε ότι τόσο η πορεία του όσο και η ταχύτητα του πλοίου ήταν πολύ επικίνδυνη. Υπάκουσε στις εντολές της εταιρείας, όμως. Όχι απλώς δεν ήταν ήρωας, ήταν εγκληματίας, έγραψε:
«Όλοι οι άντρες πρέπει να είναι ήρωες, αλλά ο καπετάνιος πρέπει να είναι υπερήρωας, ένας εκπληκτικός ηγέτης, ήρεμος, ηρωικός, απαθής στον κίνδυνο και το θάνατο και μια ζωντανή εγγύηση πως ό,τι κι αν πάει στραβά δεν φταίμε εμείς, αντιθέτως, ήταν θρίαμβός μας. Κι όμως, αυτός τους σκότωσε…».
Τα ρεπορτάζ του έκαναν αίσθηση και άσκησαν τόση πίεση που η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να αναζητήσει πράγματι ευθύνες για το ναυάγιο, παρά τις προσπάθειες να παρουσιαστεί αυτό κάπως σαν «θέλημα θεού» και θρίαμβος της βρετανικής ναυσιπλοΐας.
Ανάμεσα σε όλα, στα ρεπορτάζ του, που είναι υποδείγματα δημοσιογραφίας, ο Σο έγραψε:
«Αντανακλά ο Τύπος το κοινό αίσθημα; Φοβάμαι ότι ναι. Όλοι, κοινό πολιτικοί και κλήρος, δείχνουν να θέλουν να πιστέψουν αυτά που γράφονται. Σε μένα αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα αηδίας. Είμαι τρελός; Πιθανώς. Όμως, έτσι αισθάνομαι».
Η ιστορία τον δικαίωσε στα πάντα.
Ο Τιτανικός δεν ήταν η ιστορία της ορχήστρας που έπαιζε γενναία· ήταν μια ιστορία απληστίας και προσωπικών φιλοδοξιών, που πήρε μαζί της 1.500 ανθρώπους.
Ενώ θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.